• Πολιτισμός

    Τα υφαντά της ζωγραφικής: Έκθεση του Μουσείου Μπενάκη και της Alpha Bank

    «Γλέντι στην ακρογιαλιά ΙΙ» από το έργο του Νίκου Χατζηκυριάκου –Γκίκα (1931),


    Στις φωτογραφίες είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιο είναι το αληθινό έργο του Μόραλη, του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα ή του Σπύρου Βασιλείου και ποιο το υφαντό.

    Τόσο υψηλή η τέχνη, τόσο υψηλή η αισθητική, που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα, στις δεκαετίες από το 1960 ως το 1980, αλλά και πιο πρόσφατα, αναφορικά με την παραγωγή ταπισερί και χαλιών, χειροποίητων πάντα, που μιμούνται έργα ζωγραφικής. Γιατί, αν κάποτε τα σπίτια ήταν γεμάτα από υφαντά, ο αργαλειός ακουγόταν από τα υπόγεια των σπιτιών κι έφτιαχνε τις προίκες για τις κοπέλες της οικογένειας, στη νεώτερη εποχή της βιομηχανοποίησης, όλα αυτά είχαν σιγά σιγά εκλείψει.

    Χωρίς, ωστόσο, η υφαντική να πεθάνει οριστικά, όπως αποδεικνύει και η έκθεση «Υφάνσεις. Ζωγραφική και ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως σήμερα», που εγκαινιάζεται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, σε συνδιοργάνωση με την Alpha Bank, η οποία διαθέτει στις Συλλογές της Έργων Τέχνης και ταπισερί από έργα μεγάλων ζωγράφων.

    Και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται στο ευρύ κοινό αυτά τα χειροτεχνήματα, τα οποία άρχισαν να παράγονται στην Ελλάδα από το 1955, χάρις στο πρόγραμμα «Οικοτεχνία», που είχε δημιουργήσει η τότε Βασιλική Πρόνοια, με σκοπό την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος στις ακριτικές και παραμεθόριες περιοχές μέσω της συγκεκριμένης ενασχόλησης των γυναικών.

    «Ακρόπρωρο», ταπισερί από το έργο του Σπύρου Βασιλείου (1960)
    Ο στόχος της έκθεσης, επομένως, διπλός: Αφ’ ενός, η αποκάλυψη μιας σπουδαίας αλλά άγνωστης, ως τώρα, όψης της ελληνικής χειροτεχνικής παραγωγής, που αναπτύχθηκε κυρίως μεταξύ ΄60 και ΄80 και, αφ’ ετέρου, η παρουσίαση των χειροτεχνημάτων αυτών -ταπισερί και χειροποίητα χαλιά- δίπλα στα αντίστοιχα ζωγραφικά έργα από τα οποία προήλθαν.

    Η ιστορία λοιπόν, όπως και η έκθεση, αρχίζει από την δεκαετία του ΄60, ως απόηχος της αναβίωσης της ταπισερί στην Γαλλία και την Αγγλία, όπου είχε επανέλθει, πάντως, ήδη από τον Μεσοπόλεμο. Σημαντικός, εδώ, ο ρόλος του ζωγράφου Γιάννη Φαϊτάκη, ο οποίος, μετά την μετεκπαίδευσή του στη Γαλλία, στην École Nationale d’Art décoratif d’Aubusson, με υποτροφία της Πρόνοιας, επέστρεψε στην Ελλάδα και δημιούργησε τα πρώτα εργαστήρια ύφανσης των ταπισερί, με «μαθήτριες» τις τεχνίτριες από το «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζηµιχάλη.

    «Βυθισμένη πολιτεία» από το έργο του Γιάννη Μόραλη (1965)

    Μάλιστα, επειδή δεν υπήρχε ο κατάλληλος οριζόντιος αργαλειός, ήρθε στην Ελλάδα από την Γαλλία, όπως και οι κλωστές. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1965 δημιουργήθηκαν και τα πρώτα έργα βασισμένα σε πίνακες ζωγράφων -Βασιλείου, Νικολάου, Μόραλη και Τσαρούχη- και, τον ίδιο χρόνο, παρουσιάστηκαν στο Χίλτον.

    Ο Φαϊτάκης, εξάλλου, συνέχισε τη δραστηριότητά του ως το 1993, υφαίνοντας έργα των Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Μόραλη, Νικολάου, Βασιλείου, Τσαρούχη, Σπυρόπουλου και Βακαλό, καθώς και δικά του. Οι ταπισερί υφαίνονταν σε οριζόντιο αργαλειό από δύο ή τρεις τεχνίτριες ταυτόχρονα και χρειάζονταν περίπου έναν χρόνο για την εκτέλεσή τους. Ας σημειωθεί, όμως, ότι είχαν πάντα περιορισμένο αριθµό αντιτύπων, που δεν ξεπερνούσε ποτέ τα δώδεκα.

    «Les fiancés turcs» από το έργο του Μάριου Πράσινου (1970)

    Αρχείο αυτών των ταπισερί υπάρχει σήμερα στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, από το οποίο προέρχονται έντεκα από τις ταπισερί της έκθεσης. Στην επόμενη ενότητα της έκθεσης παρουσιάζεται η παραγωγή των χειροποίητων χαλιών των δεκαετιών 1970-1980 και οι δημιουργίες στην Ευρώπη. Ήταν τότε, το 1973 και το 1974, που η γκαλερί «Νέες Μορφές», σε συνεργασία με το ταπητουργικό εργαστήριο «Τάπης», δημιούργησαν χειροποίητα hand tufted χαλιά σε περιορισμένα αντίτυπα πάνω σε έργα των Ηλία Δεκουλάκου, Χρίστου Καρά, Δημήτρη Μυταρά, Χρόνη Μπότσογλου, Πάρι Πρέκα, Γιώργου Βακαλό, Βάσως Κατράκη και άλλων.

    Παράδειγμα που ακολούθησε και ο Νίκος Παπαδάκις στην γκαλερί «Πολύπλανο» το 1981 µε την έκθεση «Χαλιά από ζωγραφιές Ελλήνων καλλιτεχνών», σε συνεργασία με την εταιρεία «Tapisson», απλοποιώντας πολύ, όμως, τα πρωτότυπα έργα των ζωγράφων.

    «Super nature morte» από το έργο του Ηλία Δεκουλάκου (1973)

    Σχέδιά τους, εξάλλου, έδιναν σε εργαστήρια υφαντικής, κυρίως στη Γαλλία, συνεχώς από την δεκαετία του ’60 έως σήμερα, αρκετοί Έλληνες καλλιτέχνες που έζησαν στην Ευρώπη, όπως οι Γιώργος Βακαλό, Κώστας Κουλεντιανός, Αλέκος Φασιανός, Άλεξ Μυλωνά και Μαρία Λοϊζίδου. Άλλωστε και ο πολιτογραφημένος Γάλλος, Μάριος Πράσινος, δημιουργούσε ταπισερί ήδη από το 1951. ( Έργα του στην έκθεση προέρχονται από το Succession Mario Prassinos στο Παρίσι).

    Η Νίκη Καναγκίνη, επίσης, πειραματιζόταν στην Αγγλία, υφαίνοντας η ίδια δικά της έργα (1965-1968), ενώ αξιοσημείωτες είναι οι μεγάλες υφασμένες διακοσμητικές επιφάνειες του Μιχάλη Κατζουράκη για υπερωκεάνια στη δεκαετία του 1970 και του Τάκη Κατσουλίδη για υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας στη Νέα Υόρκη και στο Μόντρεαλ.

    Έργο της Βούλας Μασούρα από τη σειρά «Η μεταμόρφωση της ύλης» (1984)

    Αλλά και σήμερα η υφαντική συνεχίζεται, αν και διαφοροποιημένη, όπως τα έργα της Βούλας Μασούρα και άλλων δημιουργών, γυναικών κυρίως, που χρησιμοποιούν τις τεχνικές της ύφανσης και κάθε μορφής νήματα, προκειμένου να δημιουργήσουν έργα περίοπτα, τριών διαστάσεων.

    Να σημειωθεί ότι την επιμέλεια της έκθεσης έχουν οι ιστορικοί της τέχνης, Ειρήνη Οράτη, επιμελήτρια της Συλλογής Έργων Τέχνης της Alpha Bank και Κωνσταντίνος Παπαχρίστος, επιμελητής του Μουσείου Μπενάκη / Πινακοθήκης Γκίκα.

    Info

    Μουσείο Μπενάκη: Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου
    «Υφάνσεις. Ζωγραφική και ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως σήμερα»,
    Διάρκεια: 21 Νοεμβρίου 2019 – 16 Φεβρουαρίου 2020.

    «Ρυθμός», υφαντό από το έργο του Κώστα Κουλεντιανού (1975)



    ΣΧΟΛΙΑ