ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Η αίθουσα ήταν άδεια και η Τζοκόντα μου χαμογελούσε. Ήμουν απολύτως αποφασισμένος να την κλέψω. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ξεκρέμασα τον πίνακα από τον τοίχο. Αφαίρεσα το κάδρο και πήγα να το αφήσω κάτω από μία σκάλα που ήξερα καλά. Επαναλαμβάνω πως χρειάστηκα μόνο λίγα λεπτά για να πραγματοποιήσω την κλοπή μου. Μετά από λίγο, επέστρεψα στην αίθουσα όπου βρισκόταν η Τζοκόντα. Πήρα τότε τον πίνακα και τον έκρυψα κάτω από την ποδιά μου. Έφυγα χωρίς να με υποψιαστεί κανείς».
Δευτέρα 21 Αυγούστου του 1911, γύρω στις 7 το πρωί, ο Βιτσέντσο Περούτζια ηλικίας 30 χρονών, μπογιατζής στο επάγγελμα και «λίγο καλλιτέχνης» σύμφωνα με ισχυρισμό του μπαίνει ανενόχλητος στο Λούβρο από μία πλαϊνή πόρτα, που ήταν για τους εργαζόμενους. Κανείς δεν τον ξεχωρίζει από τους άλλους υπαλλήλους –φοράει και την λευκή ρόμπα που τους διακρίνει-, επισκέπτες δεν υπάρχουν και …τα υπόλοιπα είναι γνωστά.

Έναν αιώνα και πλέον μετά, η ιστορία επαναλαμβάνεται με άλλα πρόσωπα, άλλες συνθήκες και άλλα κλοπιμαία αλλά η ευκολία παραμένει ίδια. Αν το πρώτο που συνιστούν οι Αρχές στους πολίτες, προκειμένου να προστατέψουν τα σπίτια τους είναι να ασφαλίζουν πόρτες, παράθυρα και μπαλκονόπορτες -τα αυτονόητα δηλαδή- το Λούβρο άφησε την δική του Κερκόπορτα στο έλεος της τύχης της.
Οι τέσσερεις άντρες, που εισέβαλαν στο μουσείο το πρωί της Κυριακής από την μπαλκονόπορτα του πρώτου ορόφου ήταν ενημερωμένοι προφανώς για την πλημμελή της προστασία από έξωθεν επιβουλές. Αλλά η άνεση προσέγγισης του στόχου, στήνοντας γερανοφόρο φορτηγάκι κάτω από τα παράθυρα της Γκαλερί Απόλλων με τα αμύθητης αξίας κοσμήματα της εποχής του Ναπολέοντα, είναι από μόνη της εκπληκτική. Αλλά και το κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις, του τότε και του σήμερα.

Τα προσόντα ενός κλέφτη
Ανενόχλητος ο Περούτζια έφθασε στην Μόνα Λίζα και την πήρε από το κάδρο της και ανενόχλητος έφυγε. Ανενόχλητοι και οι κλέφτες των κοσμημάτων μπήκαν, πήραν και απήλθαν. Με επιπτώσεις και τις δύο φορές κοινωνικές και πολιτικές, καθώς οι ευθύνες αναζητούνται μεταξύ των υπευθύνων όσο ψηλά και αν είναι αυτοί. Η τόλμη, το θράσος και η ταχύτητα φαίνεται ότι είναι τα βασικά …προσόντα που απαιτούνται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Τι διέθετε από αυτά τα χαρακτηριστικά όμως, ο Βιτσέντσο Περούτζια; Η κουτοπονηριά ήταν σίγουρα το δικό του στοιχείο -κατά τη διάρκεια της δίκης ο ειδικός ψυχίατρος τον περιέγραψε ως «απλοϊκό» – με την επιτυχία του σχεδίου του να κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη, η οποία τον βοήθησε να το υλοποιήσει, μαζί φυσικά και με το γεγονός ότι τα μέρα ασφαλείας εκείνη την εποχή ήταν απολύτως ανεπαρκή. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι 100 χρόνια αργότερα θα αποδεικνύονταν αποτελεσματικά…

Ένας απλός εργάτης
Επί πέντε αιώνες βρισκόταν ήδη η Τζοκόντα στην Γαλλία, αφού είχε ολοκληρωθεί στο διάστημα 1503-1519, όταν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε προσκληθεί στην αυλή του Φραγκίσκου Α΄ από τον ίδιο για να εργαστεί στο κάστρο Κλο-Λυσέ στην Αμπουάζ. Μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη ο Φραγκίσκος αγόρασε τον πίνακα για 4000 εσκούδα και τον άφησε στο παλάτι του Φοντενεμπλό, όπου έμεινε για έναν περίπου αιώνα. Στην συνέχεια ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον μετέφερε στις Βερσαλλίες αλλά μετά την Γαλλική Επανάσταση το έργο τοποθετήθηκε στο Μουσείο του Λούβρου.
Ώσπου, στις αρχές του 19ου αιώνα πια, ο Μέγας Ναπολέων τον κρίνει κατάλληλο για την κρεβατοκάμαρά του στο παλάτι του Κεραμεικού. Ο μύθος της δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί, ωστόσο το έργο θα επιστραφεί αργότερα στο Λούβρο, όπου και θα παραμείνει, αν και με μία διακοπή κατά την διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου, όταν έργα τέχνης είχαν μεταφερθεί σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Ο Περούτζια ήξερε τον πίνακα, τον είδε δει στο Λούβρο αφού είχε δουλέψει στο μουσείο για ένα διάστημα αφότου έφθασε από την Ιταλία στο Παρίσι. Ήδη άλλωστε επί πέντε χρόνια ήταν εκτεθειμένη η Μόνα Λίζα στο Salon Carre κι ο Περούτζια είχε εργαστεί στην κατασκευή τελάρων, πιθανόν μάλιστα και για τον συγκεκριμένο πίνακα. Τον σήκωσε λοιπόν από τα τέσσερα μεταλλικά στοιχεία, που τον ασφάλιζαν στον τοίχο – ανάμεσα στον «Μυστικό γάμο» του Αντόνιο ντα Κορέτζιο και την «Αλληγορία του Αλφόνσο ντ΄ Άβαλος» του Τιτσιάνο – και τον μετέφερε σε μια σκάλα υπηρεσίας, όπου αφαίρεσε το προστατευτικό του και το πλαίσιο κρύβοντάς τα πίσω από έργα φοιτητών που ήταν αποθηκευμένα εκεί.
Όπως είπε ο ίδιος αργότερα στους αστυνομικούς έβγαλε την ρόμπα του, τύλιξε μέσα σ΄αυτήν τον πίνακα και έφυγε με την άνεσή του από το κτήριο. Μάλιστα, του άνοιξε την πόρτα, ένας άλλος εργαζόμενος, αφού τον νόμιζε ακόμη ως υπάλληλο.

Όλοι ύποπτοι κανένας ένοχος
Χρειάστηκε να περάσει ένα 24ωρο όμως, για να ανακαλυφθεί η κλοπή: Την επόμενη μέρα ο ζωγράφος Λουί Μπερού που επισκεπτόταν το Λούβρο έκανε την ανακάλυψη, καθώς φθάνοντας στο Σαλόν Καρέ βρήκε στην θέση της Τζοκόντα στον τοίχο, μόνον τα τέσσερα σιδερένια στοιχεία, που στήριζαν τον πίνακα. Ο ίδιος ενημέρωσε τον φύλακα, ο οποίος όμως, είχε θεωρήσει ότι η απουσία του οφειλόταν σε κάποια φωτογράφηση.
Έφθασε μεσημέρι ώσπου να αντιληφθούν τελικά την κλοπή οπότε και άρχισε η αναζήτησή του με έναν μάλλον τραγελαφικό τρόπο, που έδειχνε την αμηχανία –κατά μία έννοια όπως και σήμερα- μπροστά στο απροσδόκητο και πρωτάκουστο γεγονός: Ο φύλακας ειδοποίησε τον διευθυντή του Λούβρου, εκείνος τηλεφώνησε στον αρχηγό της Φρουράς, αυτός με την σειρά του ενημέρωσε τον Έφορο, έπειτα έφθασαν στον Νομάρχη και κάποια στιγμή στην παρισινή Αστυνομία.

Παρά την χρονοβόρα διαδικασία πάντως, το απόγευμα της ίδιας μέρας το μουσείο είχε καταληφθεί από εξήντα επιθεωρητές και περί τους εκατό χωροφύλακες, που κλείδωσαν το κτήριο, άρχισαν να ανακρίνουν τους επισκέπτες ενώ επί μία εβδομάδα, όσο το Λούβρο ήταν κλειστό έψαξαν και τα 49 του στρέμματα όροφο προς όροφο, αίθουσα προς αίθουσα, ντουλάπα προς ντουλάπα.
Όλοι ήταν ύποπτοι. Από τους εργάτες που απασχολούνταν στο μουσείο και τις καθαρίστριες ως τους κακοπληρωμένους φύλακες ασφαλείας αλλά και ως τους συντηρητές, τους διαχειριστές και τους διευθυντές. Ένας μάλιστα από τους τελευταίους απολύθηκε, ένας άλλος τέθηκε σε διαθεσιμότητα ενώ κάποιοι συντηρητές τιμωρήθηκαν με πρόστιμα.
Αλλά ο πίνακας, άφαντος.

Μια πατριωτική κλοπή
Η έλλειψη σαφούς σχεδίου του Περούτζια ωστόσο ήταν παροιμιώδης. Η Μόνα Λίζα μεταφέρθηκε στο φτωχικό του δωμάτιο μερικά τετράγωνα από το Λούβρο και αποθηκεύθηκε κάτω από το κρεβάτι του, τυλιγμένη πάντως, σ΄ένα βελούδινο ύφασμα. Επί δύο χρόνια, παρέμεινε ο πίνακας κρυμμένος εκεί ενώ ο κλέφτης δεν προέβη σε καμία ενέργεια. Το βασικό του επιχείρημα εξάλλου, όταν συνελήφθη από τους αστυνομικούς είχε πατριωτική χροιά, καθώς διετείνετο, ότι ως Ιταλός ήθελε να επιστραφεί το έργο στην πατρίδα του θεωρώντας, ότι το είχε κλέψει ο Μέγας Ναπολέων. Πράγμα αναληθές ασφαλώς.
Αλλά και μια επιστολή του προς τον πατέρα του λίγο μετά την κλοπή στην οποία ανέφερε, ότι «αυτή η περιουσία που αναζητούσα και ονειρευόμουν εδώ και πολύ καιρό πρόκειται να γίνει πραγματικότητα», είναι αποκαλυπτική. Επιπλέον πιθανό κίνητρό του θεωρήθηκε το γεγονός, ότι ένας φίλος του πουλούσε αντίγραφα του πίνακα, τα οποία θα έπαιρναν υποτίθεται, μεγάλη αξία αν το πρωτότυπο είχε χαθεί.

Αλλά η συνέχεια είναι ακόμη σαφέστερη, καθώς στο σημειωματάριό του βρέθηκαν τα ονόματα δύο εκατομμυριούχων της εποχής, του Τζον Ροκφέλερ και του Άντριου Κάρνεγκι ενώ και ο ίδιος ταξίδεψε στη Ιταλία προκειμένου να βρει αγοραστή. Μεταφέροντας μάλιστα μαζί του την Μόνα Λίζα και …περνώντας με άνεση τα σύνορα χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Από την άλλη ωστόσο, δεν μπορεί να μην αναφερθεί, ότι αν ο Περούτζια όντως στόχευε εξ αρχής τα χρήματα, θα μπορούσε να κλέψει το διαμάντι των 140 καρατίων που ήταν στο διάβα του, όταν μπήκε στο μουσείο ή τα άλλα χρυσά αντικείμενα για να τα λιώσει, χωρίς ποτέ να συλληφθεί.
Αναζητώντας το χρήμα
Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε κάποιο «πατριωτικό» κίνητρο, αυτό καθώς περνούσε ο χρόνος εξέλειπε, με την τελευταία πράξη του δράματος να παίζεται στην Φλωρεντία, όπου ο Περούτζια βγάζοντας την Μόνα Λίζα κάτω από το κρεβάτι του, προσπάθησε να την πουλήσει σε έναν αντικέρ για 500.000 φράγκα, επιθυμώντας όπως έλεγε, να επιστρέψει το έργο στην Ιταλία. Εκείνος όμως, κάλεσε τον διευθυντή της Πινακοθήκης Ουφίτσι για να επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα του έργου και αφού αυτό διαπιστώθηκε, ενημέρωσαν στην αστυνομία. Ο πίνακας κατασχέθηκε, ο Περούτζια συνελήφθη στο ξενοδοχείο όπου έμενε και το Λούβρο θα λάμβανε στην συνέχεια το μήνυμα ότι η Μόνα Λίζα είχε βρεθεί.

Η επιστροφή της στο Λούβρο θα γινόταν στις 4 Ιανουαρίου 1914, αφού στο μεταξύ είχε εκτεθεί στην Ιταλία με πλήθη κόσμου να συρρέουν για να την δουν.
Διάσημο το έργο ήδη, αποκτούσε τώρα, ακόμη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, την οποία βεβαίως συνεχίζει να κατέχει επαυξημένη.
Μόνον λίγους μήνες φυλακής εξέτισε πάντως στην Ιταλία ο Περούτζια, καθώς ο πατριωτισμός του αναγνωρίστηκε ως βεβαιωμένο κίνητρο ενώ και το γαλλικό
δικαστήριο έλαβε υπ΄όψιν το «πατριωτικό καθήκον» του υπόδικου καταδικάζοντάς τον σε φυλάκιση μόνον ενός έτους και 15 ημερών. Σ ΄αυτό συνετέλεσε και η λαϊκή κοινή γνώμη, που ήταν με το μέρος του αλλά ως ελαφρυντικό φαίνεται ότι λειτούργησε και ένας μειωμένος καταλογισμός του δράστη, τον οποίο επικαλέσθηκε η υπεράσπισή του και προφανώς έγινε αποδεκτός.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Πολιτική θύελλα έχει ξεσπάσει σήμερα στην Γαλλία με τον υπουργό Δικαιοσύνης Ζεράρ Νταρμανέν να παραδέχεται την αποτυχία των αρχών λέγοντας ότι «Δώσαμε μια θλιβερή εικόνα της Γαλλίας» ενώ η υπουργός Πολιτισμού Ρασιντά Ντατί ανακοινώνει ότι θα υπάρχει ταχεία ενίσχυση της φύλαξης. Οι Ρεπουμπλικάνοι όμως έκαναν λόγο για «σύμπτωμα μιας χώρας που δεν μπορεί να προστατεύσει την κληρονομιά της», όσο για της ακροδεξιά χαρακτήρισε το γεγονός ως «αφόρητο εξευτελισμό».
Η πρόεδρος του Λούβρου ωστόσο, Λοράνς ντε Καρ η οποία έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της Γερουσίας αύριο Τετάρτη είχε ήδη ενημερώσει από τον περασμένο Ιανουάριο το υπουργείο Πολιτισμού για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του μουσείου, κάνοντας λόγο για «ανησυχητική απαξίωση» του εξοπλισμού και συνεχή τεχνικά προβλήματα.

Ελλείψεις προσωπικού -200 θέσεις να έχουν καταργηθεί την τελευταία 15ετία- και απουσία σύγχρονων μέτρων ασφαλείας με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται πλήρως ορισμένες πτέρυγες καταγγέλλονται από τα σωματεία αλλά και περιλαμβάνονται στις πρώτες εκθέσεις της υπάρχουσας κατάστασης. Και το ζήτημα που τίθεται στην Γαλλία –αλλά όχι μόνον – είναι, πως αν το Λούβρο κινδυνεύει από κλοπές, τότε κανένα μουσείο δεν είναι πραγματικά ασφαλές. Κατόπιν αυτών πάντως, επείγουσα είναι η οδηγία προς τους περιφερειάρχες για το άμεσο έλεγχο των συστημάτων όλων των πολιτιστικών φορέων για την ενίσχυση των ελλείψεων.
Στην άλλη «Κλοπή του Αιώνα», αυτήν της Μόνα Λίζα αντίστοιχα συνέβαιναν. Η αστυνομία κατηγορούσε το Λούβρο για ανεπάρκεια και το Λούβρο με την σειρά του χαρακτήριζε άχρηστους τους αστυνομικούς, που δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν τον πίνακα. (Αντίθετα είχαν συλλάβει, έστω για λίγο, τον ποιητή Γκιγιόμ Απολινέρ και τον Πικάσο για παράνομη κατοχή κλοπιμαίων!) Τουλάχιστον όμως, εκείνη βρέθηκε.

Διαβάστε επίσης:
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Νίκος Χαρδαλιάς: «Δίνουμε οριστική λύση στο πρόβλημα της επάρκειας νερού στο Μητροπολιτικό πάρκο “Αντώνης Τρίτσης”»
- Παπαθανάσης: 24,7 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ για δίκτυα μεταφοράς τεχνολογίας
- UBS και Citi για Πειραιώς: Ισχυρές επιδόσεις στο γ’ τρίμηνο – “Buy” και από τους δύο οίκους
- Παπουτσάνης: Ημέρα Επενδυτών 2025 Τιμώντας την κληρονομιά μας – Ενισχύοντας το μέλλον μας
