• Πολιτισμός

    Απεβίωσε ο Βασίλης Αλεξάκης: «Θα γκρέμιζα τον Παρθενώνα» μας είχε εκμυστηρευτεί


    Ύστερα από μακρόχρονη μάχη με επίπονη αρρώστια ο διάσημος και πολυβραβευμένος ελληνογάλλος πεζογράφος Βασίλης Αλεξάκης απεβίωσε σήμερα 11 Ιανουαρίου, στην Αθήνα, σε ηλικία 78 ετών.

    Πέρασε πια στο επέκεινα ο συγγραφέας του Τάλγκο (1983), λάτρης του καπνού και άθεος. Το 2015 περπατώντας γύρω από το αρχαίο νεκροταφείο στον Κεραμεικό μαζί με δημοσιογράφο της L’ Express είχε δηλώσει ότι «η ιδέα ότι τόσα χρόνια πεθαίνουμε, συμβάλλει στο να μας συμφιλιώσει με το θάνατο». Είχε τότε μόλις πεθάνει από καρκίνο ο γάλλος εκδότης του Ζαν Μαρκ Ρομπερτς (Jean Marc Roberts)

    Το 2004 κέρδισε το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για τις Ξένες λέξεις. Το 2008, η Γαλλική Ακαδημία τίμησε τον Βασίλη Αλεξάκη με το Μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος για το «Ap J.-C.» (εκδ. Stock) ή «μ.Χ.» (εκδόσεις Εξάντας).

    Το μυθιστόρημα αυτό συνιστούσε απερίφραστο σχόλιο για τη μοναστική ζωή στο Αγιον Ορος και ταυτόχρονα μια κριτική στη βία του μονοθεϊσμού. Στη Γαλλία υποστήριξαν ότι αποτελεί έκκληση για μια δικαιότερη μεταχριστιανική εποχή:

    Μια γηραιά κυρία ζητεί από τον νοικάρη της, φοιτητή της Φιλοσοφίας (θαυμαστή του Καστοριάδη), να ερευνήσει για λογαριασμό της μια υπόθεση εξαφάνισης στο Αγιον Ορος. Ο φοιτητής εκτελεί το καθήκον του σαν να διεξάγει αστυνομική έρευνα. Συνομιλεί με πολλά και ποικίλα πρόσωπα. Βυθίζεται σταδιακά στα σκοτεινά ποτάμια του μοναστικού βίου. Ο φοιτητής παρασύρεται στον κυκεώνα της αέναης σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο κόσμους, ενός ανίερου πολέμου που συνεχίζεται ολοζώντανος: από τη μία οι απολογητές της αρχαίας Ελλάδας, από την άλλη οι ζηλωτές της Ορθοδοξίας. Ο Βασίλης Αλεξάκης διεξήγαγε έρευνα επί ένα έτος για να γράψει το μυθιστόρημά του – μίλησε με βυζαντινολόγους, αρχαιολόγους, ιστορικούς. Ορισμένοι μοναχοί το έμαθαν και δεν έκρυψαν τη δυσαρέσκειά τους.

    Πολυβραβευμένος και πολυμήχανος (είχε γράψει σενάρια και βιβλία με σκίτσα), ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα αλλά μετοίκησε στη γαλλική πρωτεύουσα το 1968, όπου πρώτα καθιερώθηκε ως κριτικός λογοτεχνίας της εφημερίδας Le Monde. Φαίνεται ότι αυτή η «διπλή» ταυτότητα έχει αναχθεί σε κύριο γνώρισμα και προσόν της λογοτεχνικής του προσωπικότητας. Ο συγγραφέας της Καρδιάς της Μαργαρίτας, του Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα θεωρήθηκε «ο πιο Αθηναίος από τους Παριζιάνους», όπως κάποτε έγραψε ο γαλλικός Τύπος. Είχε επιμεληθεί ακόμη και τη δίγλωσση συλλογή διηγημάτων Λέξεις από την καρδιά της Αφρικής στα γαλλικά και στα σάνγκο, το ιδίωμα της Δημοκρατίας της Κεντρικής Αφρικής. Πρόκειται για το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα σε αυτή τη γλώσσα.

    Σε προσωπική μας συνέντευξη σε αθηναϊκή εφημερίδα, είχε δηλώσει: «Εχω ευαισθησία με τις γλώσσες. Πιστεύω ότι είναι το σημαντικότερο πολιτιστικό προϊόν των ανθρώπων. Στον κόσμο μας πεθαίνουν γλώσσες κάθε χρόνο, ειδικά στην Αφρική, δίχως κανείς να συγκινείται. Θεωρούμε ότι είναι κάπως μοιραίο. Δεν ξέρω αν τα ελληνικά βρίσκονται σε κίνδυνο, πάντως νιώθω απογοήτευση όταν βλέπω στα περίπτερα τα σημερινά έντυπα, γεμάτα ξένες λέξεις. Δεν είμαι κατά των αγγλικών, αντίθετα πιστεύω ότι οι γλώσσες είναι καμωμένες για να συνδιαλέγονται. Οχι όμως για να γίνεται μονόλογος. Δηλαδή, απλώς να εισάγουμε λέξεις. Αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στον Παρθενώνα και την ελληνική γλώσσα, θα γκρέμιζα τον Παρθενώνα».



    ΣΧΟΛΙΑ