• Πολιτισμός

    Άυγουστος Κορτώ: Μία συγκλονιστική κατάθεση για το νέο του βιβλίο

    Πέτρος Χατζόπουλος κατά κόσμον Άυγουστος Κορτώ


    «Ζω χάρη στους ανθρώπους που με έπεισαν να ζήσω» γράφει ο Άυγουστος Κορτώ στο νέο του βιβλίο Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου (εκδ. Πατάκη).

    Απλώνει στο χειρουργικό τραπέζι το πάλαι ποτέ καταθλιπτικό του παρελθόν σε ένα πρωτότυπο δείγμα αυτοβιογραφικού δοκιμίου. Όπως εξάλλου προδίδει και ο ποιητικός του υπότιτλος Κουβέντες για το φως μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης.

    Η αποστασιοποιημένη παρατήρηση της ψυχικής νόσου εμπλουτίζεται με σπαρακτικές αναφορές στα προσωπικά του τραύματα.

    «Κι αν το χρωστώ σε εκείνους να συνεχίσω, άλλο τόσο, φίλε και φίλη που κράτησες κάποτε στα χέρια σου τις ιστορίες μου -και που τόσα, σκοτεινά και φωτεινά, μας ενώνουν-, το χρωστώ και σ΄εσένα», καταλήγει στο προλογικό του σημείωμα.

    Στο επίκεντρο της έμπνευσής του βρίσκεται πάντα η κατακερματισμένη του μητέρα ή Κατερίνα όπως την αποκαλεί, η οποία τερμάτισε τη ζωή της το 2002. Την ανακάλυψε ο ίδιος. Πέτρος Χατζόπουλος ονομάζεται στην πραγματικότητα.

    Ο Άυγουστος Κορτώ από την εκκωφαντική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα το 1999 με το πρώτο του Βιβλίο των βίτσιων, δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί. Τα μυθιστορήματά του έδωσαν φωνή στη γενιά του (σήμερα σαράντα ενός ετών) αποκρυσταλλώνοντας με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία, ανερυθρίαστο χιούμορ και ακρίβεια την απύθμενη μοναξιά και αλλοτρίωση που βίωσε πίσω από την επιφανειακή ευφορία της κοινωνικής ανάπτυξης.

    Αυτή η φρίκη που παρουσιάζει με καθημερινή απλότητα και αυτοσαρκασμό φτάνει στα όρια της παραβολής και του μύθου. Με τις ψυχαναλυτικές αναφορές του σε έργα σταθμούς όπως το Αυτοκτονώντας ασύστολα, Η βιογραφία μιας Σκύλας, Το βιβλίο της Κατερίνας (ορισμένα μεταφέρθηκαν στο θέατρο σημειώνοντας επιτυχία), ο Άυγουστος Κορτώ σηκώνει το καπάκι του ασυνειδήτου για να ξεχυθούν οι αρχαίοι τρόμοι.

    Ένας Αλμοδόβαρ των γραμμάτων

    Για ποιο λόγο αποφασίσατε να καταγράψετε την εμπειρία σας;

    Ήταν συγγραφικός καημός πολλών ετών, αλλά δεν ένιωθα αρκετά σίγουρος για τη νορμοθυμία μου, και η αναψηλάφηση του πόνου με φόβιζε. Η πανδημία, με τον διάχυτο φόβο, το πένθος, την ανημποριά και τον εγκλεισμό, δημιούργησε ένα παράδοξα ευνοϊκό κλίμα.

    Επιπλέον, το βιβλίο αυτό με κυνηγούσε σαν χρέος – απέναντι στους άρρωστους συνανθρώπους μου και στον άρρωστο εαυτό μου.

    Πάντα σας διακρίνει η εξωστρέφεια. Μιλήσατε ανοιχτά για την αυτοχειρία σας αλλά και τα καταθλιπτικά σας συμπτώματα. Γιατί αυτό; Αποτελεί μέρος της συγγραφικής σας ιδιότητας; 

    Το γράψιμο για μένα είναι μια πράξη που σε γυμνώνει ολότελα – ακόμα κι αν γράφεις αστυνομικό, ή επιστημονική φαντασία. Η εξωστρέφειά μου, όπως και ο άλλος πόλος της – η απόσυρση, οι τάσεις ερημιτισμού – είναι κομμάτια του χαρακτήρα μου, ενδεχομένως και της διπολικής διαταραχής.

    Και φυσικά η ανάλυση μου έμαθε πως όσο πιο ανοιχτά μιλάς για τις σκιώδεις εσοχές του ψυχισμού σου, τόσο πιο γρήγορα απαλλάσσεσαι απ’ τον πόνο και τον φόβο.

    Οι ψυχικά νοσούντες έχουν υποφέρει τα πάνδεινα εδώ κι αιώνες εξαιτίας της σιωπής που τους επιβάλλεται. Στις μέρες μας, η εξωτερίκευση του καταθλιπτικού βιώματος γίνεται όλο και πιο εύκολη – και είναι πάντα ευεργετική.

    Έχετε αναφερθεί στον καθοριστικό ρόλο της μητέρας σας στη λογοτεχνία και τη συγγραφή. Μπορείτε να μας οδηγήσετε στα πρώτα σας βιώματα μαζί της αλλά και στις πρώτες συγγραφικές σας δοκιμές;

    Η Κατερίνα ήταν μια πληθωρική, δυναμική γυναίκα, με όλη τη γοητεία και τη νοσηρότητα του αρρύθμιστου διπολισμού. Είχε τεράστια αποθέματα αγάπης, και υπήρξε, όποτε της το επέτρεπε η αρρώστια, υπέροχη μητέρα.

    Σαφώς και κατέληξα στο γράψιμο χάρη σ’ εκείνην, στα διαβάσματά της, στις επιρροές, στην ακλόνητη πεποίθησή της πως ήμουν χαρισματικός.

    Μολαταύτα, ξεκίνησα να γράφω δειλά και εξακολουθώ, είκοσι και πλέον χρόνια μετά, να είμαι τρομερά ανασφαλής με τα γραφτά μου. Είναι ελάχιστα τα βιβλία μου για τα οποία μπορώ να πω, με το χέρι στην καρδιά, ότι μ’ αρέσουν, ότι στάθηκαν στο ύψος των προσδοκιών μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς, δεν προορίζονται για μένα.

    Το βιβλίο αυτό, πέρα από αυτοψία ή «βιογραφία» της κατάθλιψής σας και προσωπική μαρτυρία, αποτελεί κυρίως δοκίμιο υπαρξιακής ενατένισης για το χρόνο, το σώμα, τα συναισθήματα και τις ανθρώπινες σχέσεις; 

    Η κατάθλιψη δεν είναι μια απλή αρρώστια – είναι μια νοσηρή ψυχική συνθήκη που δημιουργεί μια παράλληλη πραγματικότητα γύρω απ’ τον ασθενή. Η αίσθηση του χρόνου, του σώματός του, του θυμικού του, της σχέσης του με τους ανθρώπους, αλλοιώνεται, γίνεται αγνώριστη, κι ας μην αλλάζουν, εξ όψεως, πολλά.

    Σκοπός μου σ’ αυτό το βιβλίο ήταν να καταδυθώ στον περίκλειστο κόσμο της καταθλιπτικής εμπειρίας, για να αναδείξω τις πτυχές εκείνες που θα κάνουν την κατάθλιψη κατανοητή κι ανθρώπινη στον πρωτάρη, τρόπον τινά – σ’ αυτόν που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την νόσο, και βιώνει το απελπιστικό της αδιέξοδο, τη βαθιά σαστιμάρα της ψυχής που νοσεί.

    Συχνά υπάρχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα βιβλία σας σε μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις Το συγκεκριμένο όμως με τη δοκιμιακή του χροιά διαφέρει για παράδειγμα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μικρό χρονικό τρέλας (2016). Πώς αλλάζει η συγγραφική εμπειρία (αν αλλάζει) από τη μία περίπτωση στην άλλη, από το μυθιστόρημα στο ντοκουμέντο; 

    Το Χρονικό εστίαζε αποκλειστικά στο βιωματικό υλικό του πρώτου μου ψυχωσικού επεισοδίου, διότι ο χαρακτήρας του – το ιδιότυπο θρησκευτικό παραλήρημα – ήταν, μες στην εμμονή και την ασυναρτησία του, βαθιά μυθιστορηματικό.

    Η εμπειρία υπήρξε και πάλι το κίνητρο για τη γραφή του τελευταίου βιβλίου, όμως εδώ, για να πετύχω αυτό που ήθελα, έπρεπε να αποστασιοποιηθώ απ’ τη μυθοπλασία – μολονότι σε πολλά σημεία άντλησα έμπνευση και στήριξη απ’ το σύμπαν της τέχνης.

    Για να παραφράσω τον Φρόιντ, όπου κι αν πας, όπου κι αν φτάσεις, κάποιος ποιητής θα ‘χει φτάσει πριν από σένα.

    Το εξώφυλλο του βιβλίου

    Έχετε δοκιμάσει τις δυνάμεις σας και στην ποίηση ενώ στο συγκεκριμένο βιβλίο σας εκφράζεστε με δέος απέναντί της. Η τέχνη εν γένει προσπαθεί να συλλάβει την απροσδιοριστία της ψυχής. Γι αυτό την επικαλείστε ως θεραπευτική διαδικασία; Λειτουργεί για εσάς λυτρωτικά;

    Η δημιουργία προσφέρει ανάταση, χαρά, αίσθημα μονιμότητας και πεπρωμένου. Μπορεί να απαλύνει τον πόνο, να τον κάνει υποφερτό για χρόνια.

    Αν, όμως, μιλάμε για έναν ψυχισμό που νοσεί, όλο το γράψιμο του ντουνιά δεν μπορεί να τον φέρει στα ίσα του χωρίς θεραπεία, χωρίς τη βοήθεια της ψυχιατρικής επιστήμης.

    Ειδάλλως, αν η τέχνη θεράπευε βαθιά κι οριστικά, πολλοί σπουδαίοι δημιουργοί – ο Χέμινγουεϊ, η Σύλβια Πλαθ, ο Τενεσί Ουίλιαμς – θα ‘χαν ζήσει ευτυχείς ως τα βαθιά γεράματα.

    Πώς εξηγείτε την επιτυχία της Κατερίνας ως μυθιστόρημα και ως θεατρικό; Η λύπη τραβάει τον κόσμο; Λειτουργεί και για αυτόν ως κάθαρση; 

    Αφενός, έχεις ένα προφορικό κείμενο, με τόνο προσωπικής ομολογίας κι εκμυστήρευσης, που μπορεί να σταθεί ως θεατρικός μονόλογος.

    Αφετέρου – και σ’ αυτό οφείλεται η επιτυχία της παράστασης -έχεις το τρομερό, ασπαίρον ταλέντο της Λένας και του Γιώργου, που πήραν το βιβλίο μου και με προσήλωση και σεβασμό στην ιστορία της μητέρας μου το μετέτρεψαν σ’ ένα συγκλονιστικό θέαμα.

    Όταν γράφετε στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης για την κατάθλιψή σας προκαλείτε έντονο ενδιαφέρον στο ευρύ κοινό. Αυτό πάλι πώς εξηγείται; Ενδιαφέρον για τη ζωή των άλλων; Ή απλώς ως περιέργεια, επειδή είσαστε επιφανής και δημοφιλής συγγραφέας; Ή μήπως απλώς η θλίψη βρίσκεται ολόγυρα και ψάχνει κανείς να τη μοιραστεί;

    Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας επιτρέπουν να μοιραζόμαστε και τις πιο μύχιες στιγμές μας, τους προσωπικούς μας αγώνες και τις καθημερινές χαρές, να συνομιλούμε με πλήθος ανθρώπων για ζητήματα που ειδάλλως θα μας βάραιναν, μη βρίσκοντας διέξοδο.

    Η κατάθλιψη σε σφραγίζει σ’ ένα κουκούλι ανημποριάς και μοναξιάς. Νιώθεις πως κανείς δεν διανοείται τι περνάς, ότι κανένας στον κόσμο δεν υποφέρει με τον δικό σου τρόπο και τη δική σου ένταση. Επομένως, το μοίρασμα, η επαφή με άλλους καταθλιπτικούς, μπορεί να είναι ευεργετική.

    Η μοναξιά τι σημαίνει για εσάς;

    Το να μη σ’ αγαπούν, το να μη λαβαίνεις κάθε μέρα την αγάπη που χρειάζεται κάθε άνθρωπος, είναι ανείπωτο μαρτύριο. Αν και μοναχικός, στάθηκα τυχερός, και δεν έζησα ποτέ στ’ αλήθεια μόνος.

    Με τόσο λυρισμό και ακρίβεια περιγράφετε το ένστικτο για ζωή «άγριο σαν κλοτσιά, σαν χέρι που σε αρπάζι απ’ τον βυθό και σε τραβάει στην επιφάνεια με το ζόρι»… Η αυτοχειρία παραμένει κάτι ασύλλειπτο για τους περισσότερους ανθρώπους. Έσχατο όριο; παραφροσύνη; Πώς την αποτιμάτε σήμερα με ψυχραιμία; 

    Κανείς δεν φτάνει στην αυτοκτονία από μιαν επιπόλαιη παρόρμηση και μόνο. Σχεδόν πάντα, υπάρχει ένα υπόστρωμα απόγνωσης, μια συνειδητή ή ασυναίσθητη κατάθλιψη. Ακόμα κι έτσι, μόλις τέσσερις στους εκατό καταφέρνουν να πεθάνουν.

    Μιλώ για τη δική μου απόπειρα για να καταδείξω τον κίνδυνο του αυτοκτονικού ιδεασμού – ότι, άπαξ κι ο ασθενής εκφράσει ιδέες αυτοκαταστροφής, χρειάζεται άμεση και εντατική βοήθεια. Διότι ο θάνατος δεν είναι η μόνη έκβαση – είναι πολύ πιθανότερο να καταλήξεις με μιαν ανήκεστη βλάβη.

    Ελπίδα μου είναι να προτρέψω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους σε επαγρύπνηση. Η φράση «σκέφτομαι να πάρω δέκα κουτιά χάπια να τελειώνω», όσο κι αν ακούγεται σαν υστερία ή νάζι – φυσικά και θέλει να τραβήξει την προσοχή ο ασθενής, αφού υποφέρει – δεν πρέπει επ’ ουδενί να περάσει στα ψιλά.

    Η κατάθλιψη έχει παρομοιαστεί πολλάκις και με φυλακή. Και εσείς την περιγράφετε ως αίσθηση του αναπόδραστου τέλους. Από την άλλη, υπάρχει το φαινόμενο της διττής αποξένωσης ή αποπροσωποποίησης από τον εξωτερικό κόσμο και από τον ίδιο τον εαυτό (όταν βρίσκεται κανείς συναισθηματικά έξω από το σώμα του). Υπάρχει γεφύρωση άραγε ανάμεσα στις δύο περιγραφές; Μήπως τελικά δεν καταλήγουν όλα σε μία φυλακή;

    Θα απαντήσω με το στίχο του Καρυωτάκη – καραμπινάτου καταθλιπτικού: Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις.

    Στην κατάθλιψη, οι εξασθενημένες τάσεις του ψυχισμού γίνονται κουβάρι: θες και δε θες ανθρώπινη παρουσία, η προσοχή των άλλων σου είναι αναγκαία αλλά μπορεί και να φαντάζει ως αστυνόμευση, ζηλεύεις την κοινωνικότητα και φρίττεις στην ιδέα να πας ως το περίπτερο. Το μέσα και το έξω, οι πόλοι της ψυχής, χάνουν τον μπούσουλα.

    Γι’ αυτό και χρειάζεσαι βοήθεια – είναι αδύνατον να βγάλεις άκρη, πολλώ δε μάλλον να θεραπευτείς, όταν δεν ξέρεις τι σου γίνεται.

    Πολλοί άνθρωποι εξαιτίας του συνεχιζόμενου κοινωνικού στιγματισμού αρνούνται να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο…

    Η νοσηλεία, έτσι κι αλλιώς, είναι αναγκαία μόνο σε σοβαρά περιστατικά. Η συντριπτική πλειονότητα των καταθλιπτικών μπορούν να γίνουν καλά με μια συνεδρία την εβδομάδα και μια αγωγή για δυο-τρεις μήνες.

    Το πρόβλημα είναι ότι, εξαιτίας του στίγματος, πολλοί άρρωστοι διστάζουν, φοβούνται ή ντρέπονται να πάνε σε γιατρό. Εξ ου και η ανάγκη συνεχούς δημόσιου διαλόγου για την ψυχική νόσο.

    Διαυγείς και ποιητικοί οι στοχασμοί στην ενότητα «Σώμα». Μνημονεύετε ας πούμε την ψυχική νόσο ως πάθηση του σώματος ή όπως το έθεσε ο Πολάνσκι στον Ένοικο: Ο εγκέφαλος οικειοποιείται το εγώ ενώ δεν είναι παρά μέρος του σώματος. Από την άλλη, η «φυσιολογία» της ψυχής δεν στηρίζεται σε σαφή και αποδεδειγμένα πραγματολογικά δεδομένα όπως ας πούμε η καρδιολογία ή η χειρουργική αλλά περισσότερο σε θεωρήματα… Πρόκειται για αχαρτογράφητα ύδατα. Εξ ού και οι ψυχολόγοι και ψυχίατροι αναλύουν προσωπικά βιώματα «για να σπάσει το κέλυφος του παλιού εαυτού». Τι σκέφτεστε επ’ αυτού; 

    Αν δεν πιστεύεις στην θεϊκή προέλευση και την αθανασία της ψυχής, ο ψυχισμός είναι κομμάτι του ανθρώπινου σώματος – ένα σύνολο ανώτερων εγκεφαλικών λειτουργιών που δημιουργούν και συντηρούν την αίσθηση του εαυτού, τη μνήμη, το οτιδήποτε σε συνθέτει.

    Επομένως, η σωματοποίηση και η ψυχοποίηση είναι συνθήκες αυτονόητες, ανάμεσα σε δύο διακριτά αλλά αλληλένδετα μέρη του σώματος.

    Οι περισσότερες καταθλίψεις ξεκινούν κι εκτυλίσσονται με ψυχοσωματικά ενοχλήματα – ταχυκαρδίες, αλλεργίες, ανεξήγητοι πόνοι. Είναι το αόρατο σώμα, που προσπαθεί να γίνει ορατό προκειμένου να ιαθεί.

    Έχετε εμπειρία ψυχοθεραπευτική; 

    Έχω κάνει πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία, και τέσσερα χρόνια κλασική ψυχανάλυση.

    Πώς θυμόσαστε τη μητέρα σας στις καλές και τις κακές της στιγμές, με αναφορά στα καθημερινά βιώματά σας; 

    Η Κατερίνα ξεμακραίνει ολοένα – κοντεύουν είκοσι χρόνια απ’ τον χαμό της, και πλέον δυσκολεύομαι να διαχωρίσω τη μητέρα που έζησα απ’ τη μητέρα που έγραψα. Το βιβλίο, μοιραία, θα υπερισχύσει.

    Μία πολύ προσωπική ερώτηση την οποία μην απαντήσετε αν δεν θέλετε: Εσείς θα θέλατε να γίνετε πατέρας; 

    Πολύ. Ωστόσο, θα γινόμουν πατέρας μόνον εφόσον το κράτος αναγνώριζε την τεκνοθεσία στα ομόφυλα ζευγάρια.

    Ειδάλλως, αν αύριο γινόμουν θετός γονιός, ο σύζυγός μου, σε επίπεδο δικαιωμάτων, θα ήταν απλώς και μόνον μπέιμπι σίτερ.

    Το βραβευμένο παιδικό βιβλίο σας με τον ντετέκτιβ Κορνήλιο Κρικ και συγκεκριμένα Η εξαφάνιση της Ντόροθι Σνοτ, αποτελεί υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε ιδιωτικά σχολεία εμπνέοντας αυριανούς πολίτες. Πώς νιώθετε; Πώς τους φαντάζεστε; Μπορείτε άραγε να ονειρεύεστε το μέλλον σήμερα που έχετε απελευθερωθεί από την κατάθλιψη; 

    Είναι τρομερή η συγκίνηση, η χαρά, η αγάπη που έχω λάβει απ’ τα βιβλία μου. Ποτέ δεν θα πάψει να με εκπλήσσει, ποτέ δεν θα πάψω να είμαι ευγνώμων.

    Όσο για το μέλλον, η κατάθλιψη μου έχει μάθει πως αν ξυπνάς το πρωί με τα αναγκαία αποθέματα δύναμης και χαράς, όλα τ’ άλλα βρίσκονται.

    Σε τι συνίσταται η ευτυχία για εσάς; 

    Να μη φοβάσαι, να μην πονάς, να σ’ αγαπούν.



    ΣΧΟΛΙΑ