Σχετικά με  όσα είπε χθες η Άνγκελα Μέρκελ  σε ότι αφορά την οικονομική κρίση και την προσφυγή της χώρας μας στο ΔΝΤ, ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου είπε: “Εμείς ζητήσαμε περισσότερο χρόνο, και πολιτική στήριξη απέναντι στις αγορές και όχι νέα δάνεια”.

Η Μέρκελ υποτίμησε την κρίση και δεν κατάλαβε το μέγεθός της υποστηρίζει επίσης ο πρώην πρωθυπουργός και επισημαίνει ότι η κυρίαρχη άποψη που επικρατούσε τότε στους κόλπους της ΕΕ – ότι αρκούσε η δημοσιονομική εξυγίανση – αγνοούσε τη συστημική διάσταση της κρίσης.

1

Αναλυτικά στην ανακοίνωσή του ο κ. Παπανδρέου αναφέρει:

«Εγκρατής όπως πάντα η Άνγκελα Μέρκελ, ακόμη και στην εξιστόρηση των γεγονότων, είπε 3 και μισή αλήθειες, οι οποίες οδηγούν σε τρία συμπεράσματα. Πιο συγκεκριμένα:

Πρώτο δίδαγμα:

Η Ευρώπη πιάστηκε απροετοίμαστη- και δεν κατάλαβε τη φύση της κρίσης.

Η ελληνική κρίση δεν οφειλόταν απλώς σε υπερβολικές δαπάνες ή δανεισμό. Στον πυρήνα της ήταν μια κρίση διακυβέρνησης – με αδύναμους θεσμούς, έλλειψη διαφάνειας (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αλλοίωση των στατιστικών στοιχείων), και σοβαρά ελλείμματα δημοκρατίας. Οι δημόσιοι πόροι κατευθύνονταν όχι προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, αλλά εξανεμίζονταν μέσα από πελατειακά δίκτυα.

Δυστυχώς, αυτές οι πρακτικές κυριαρχούν και σήμερα, από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία ακολουθεί παρόμοιες πελατειακές λογικές, είτε αφορούν τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, είτε τις αγροτικές επιδοτήσεις, είτε τις απευθείας αναθέσεις – υπονομεύοντας την αξιοπιστία, το κύρος και το μέλλον της χώρας και των πολιτών της, όπως και τότε.

Αυτή τη βαθύτερη διάσταση της κρίσης δεν έγινε αντιληπτή, ούτε από τις αγορές, ούτε πολλούς ευρωπαίους εταίρους. Η ίδια μάλιστα η κ. Μέρκελ αναγνωρίζει, ότι στην αρχή, υποτίμησε την κρίση και δεν κατάλαβε το μέγεθός της (πρώτη αλήθεια). Παράλληλα, υπήρξε έντονη αντίσταση σε μεταρρυθμίσεις από το εγχώριο κατεστημένο. Η κυρίαρχη άποψη τότε ήταν πως αρκούσε η δημοσιονομική εξυγίανση – η μείωση του ελλείμματος – για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.

Αλλά αυτή η ανάγνωση αγνόησε τη συστημική διάσταση της κρίσης. Η Ευρωπαϊκή ηγεσία – και ειδικά η Γερμανία – προσέγγισε αρχικά την ελληνική περίπτωση ως παράδειγμα προς τιμωρία, όχι ως ευκαιρία για ουσιαστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως επεδίωκε η δική μας κυβέρνηση. Παρά ταύτα, το 2010 μειώσαμε το έλλειμμα κατά 5% – επίδοση-ρεκόρ για χώρα του ΟΟΣΑ. Κι όμως, οι αγορές παρέμειναν επιφυλακτικές. Γιατί; Διότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ελληνικό. Ήταν πρόβλημα της ίδιας της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.

Μόνο όταν η κρίση επεκτάθηκε στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Κύπρο – και απείλησε την Ισπανία και την Ιταλία – άρχισε η Ευρώπη να αντιλαμβάνεται τη συλλογική της ευθύνη. Αυτό που τελικά καθησύχασε τις αγορές δεν ήταν η λιτότητα, αλλά η αποφασιστική δήλωση του Μάριο Ντράγκι: «Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί» στηρίζοντας τα ομόλογα των χωρών μελών (δεύτερη αλήθεια).

Δεύτερο δίδαγμα:

– Η Ελλάδα έγινε ο εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος – αλλά η κρίση είχε βαθύτερες ρίζες.

Αυτό ήταν ακριβώς που ζητούσαμε κι εμείς τότε ως Ελληνική Κυβέρνηση: περισσότερο χρόνο, και πολιτική στήριξη απέναντι στις αγορές, όχι νέα δάνεια, ώστε να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η πατρίδα μας, μετά από μία πενταετία σπατάλης, αδιαφάνειας και κακοδιαχείρισης. Θέλαμε και διαμορφώσαμε το δικό μας πρόγραμμα μεγάλων αλλαγών. Απαιτούσαμε τη στήριξη των ευρωπαίων εταίρων μας, ώστε να σταλεί ισχυρό μήνυμα αυτοπεποίθησης έναντι όλων.

Όμως η κ. Μέρκελ δυστυχώς δεν αντιλήφθηκε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές, ότι μία τέτοια απαίτησή μας δεν ήταν, όπως είπε το “τίποτα”, που ζητούσαμε, αλλά τα “πάντα” για την Ελλάδα, την μοίρα της Ε.Ε. και του ευρώ (δηλαδή μισή αλήθεια).

Όπως ομολογεί επίσης η πρώην Καγκελάριος, η ευρωπαϊκή ηγεσία ήταν εγκλωβισμένη στην περίφημη τότε «ρήτρα μη διάσωσης», ενώ η ίδια αμφέβαλλε για την αξιοπιστία κορυφαίων ευρωπαϊκών θεσμών. Αυτό που μας λέει σήμερα είναι ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ ήταν δική της επιλογή, ως «σκληρού» και «ανεξάρτητου» εξωτερικού παρατηρητή, επειδή ακριβώς η ίδια Ευρώπη δεν είχε τη τεχνογνωσία αντιμετώπισης αυτής της πρωτοφανούς, συστημικής κρίσης (τρίτη αλήθεια) .

Ναι, η Ελλάδα ήταν ο πιο ευάλωτος κρίκος. Αλλά το ίδιο το ευρωπαϊκό σύστημα είχε σοβαρά ελαττώματα. Αυτό που δεν κατάλαβε τότε η Ευρώπη – και κινδυνεύει να ξεχάσει και σήμερα – είναι ότι η ενότητα είναι η δύναμή της. Όταν είναι διχασμένη, είναι ευάλωτη. Όπως παραδέχεται και η ίδια η κ. Μέρκελ, επιθυμούσε, όπως και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το κούρεμα του χρέους, όχι όμως και οι κύριοι Τρισέ και Σαρκοζί.

Τρίτο δίδαγμα:

Οι σύγχρονες προκλήσεις απαιτούν συλλογική ευρωπαϊκή απάντηση.

Η κλιματική κρίση, οι πανδημίες, οι πόλεμοι και η άνοδος των ψηφιακών ολιγαρχιών αποτελούν υπαρξιακές προκλήσεις που κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνο του. Αν η Ευρώπη δεν δράσει ενωμένα, κινδυνεύει να διαλυθεί – καθώς οι πολίτες στρέφονται σε εθνικιστικές, απομονωτικές “λύσεις” και ρητορικές φόβου.

Χρειαζόμαστε πιο τολμηρή και πιο συνεκτική ευρωπαϊκή δράση – όχι μόνο στον τομέα της άμυνας και της προστασίας των συνόρων, αλλά και στην υπεράσπιση των αξιών μας, στη βιώσιμη ανάπτυξη, την παιδεία, την έρευνα και την καινοτομία. Πρέπει, επίσης, να αξιοποιήσουμε δυναμικά τα χρηματοδοτικά εργαλεία μας – συμπεριλαμβανομένων των ευρωομολόγων – για να επενδύσουμε στο κοινό μας μέλλον. Το 2010, όταν πρότεινα τα ευρωομόλογα, ήταν λέξη «ταμπού». Σήμερα είναι αναγκαιότητα.

Η αληθινή δύναμη της Ευρώπης βρίσκεται στην αλληλεγγύη. Αυτό είναι το ύψιστο δίδαγμα – και η ανεκπλήρωτη ακόμη υπόσχεση – της κοινής μας κρίσης».

Διαβάστε επίσης: 

Άδωνις Γεωργιάδης: Επενδύσεις €1,6 δισ. στον χώρο του φαρμάκου

Κυριάκος Μητσοτάκης: Διήμερη επίσκεψη στο Άγιο Όρος

Κεραμέως: Σε έναν χρόνο, 86.000 άνθρωποι έχουν βρει δουλειά, όσο το μέγεθος μιας ολόκληρης ελληνικής πόλης