• Άρθρα

    Το μπάχαλο των προσφυγών και η αντιπολίτευση του μπάχαλου

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Η σύγκρουση στον διαγωνισμό για τις νέες ταυτότητες ανέδειξε για μια ακόμη φορά τρεις σημαντικές παθογένειες της χώρας μας.

    Θέμα πρώτο. Ο διαγωνισμός είχε προκηρυχθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είχε προλάβει να γίνει και η νέα κυβέρνηση τον ακύρωσε. Δικαίωμα της. Αυτό δεν αλλάζει το θέμα διαφάνειας που τίθεται: οι λόγοι της ακύρωσης δεν δόθηκαν ποτέ.

    Ο διαγωνισμός επαναπροκηρύχθηκε μετά από δύο χρόνια. Πάλι προκύπτει θέμα διαφάνειας: γιατί αυτή η καθυστέρηση; Αν το έργο ήταν σημαντικό και μπήκε για δύο χρόνια στα συρτάρια, δεν οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει τους πολίτες;

    Είναι προφανές ότι η κυβερνητική αντίληψη γι’ αυτό τίθεται σε μάλλον στενό πλαίσιο.

    Θέμα δεύτερο: πριν καλά-καλά προχωρήσει ο διαγωνισμός άρχισαν οι ενστάσεις. Παλιά δουλειά μου κόσκινο – κατά την λαϊκή θυμοσοφία. Το παράδοξο θα ήταν να μην είχαν γίνει οι ενστάσεις.

    Είναι σαφές πως επειδή παίζονται μεγάλα επιχειρηματικά παιγνίδια, ο κάθε διαγωνιζόμενος θέλει να προασπίσει τα συμφέροντα του και επιδιώκει να επικρατήσει διαφάνεια. Ιδιαίτερα αν ανήκει στην πλευρά των χαμένων.

    Αυτονόητα, είναι αναφαίρετο δικαίωμα του επιχειρηματία που ρισκάρει κεφάλαιο, χρόνο και όνομα.

    Δεν είναι διόλου αυτονόητη, όμως, η ολιγωρία της κυβέρνησης που δεν έχει αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο θέμα των μεγάλων καθυστερήσεων θεσμικά.

    Η Ελλάδα έχει ταλαιπωρηθεί πολύ – και πολύ ταλαιπωρείται ακόμη – με τις τεράστιες καθυστερήσεις που πάντα σημειώνονται ιδιαίτερα στα μεγάλα έργα. Η τακτική , εξάλλου, είναι γνωστή και στηρίζεται στην λογική ότι ακόμη κι αν δε ανατραπεί το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, με τις προσφυγές ο κερδισμένος θα χάσει χρόνο και χρήμα. Θα πληρώσει, δηλαδή, ακριβά τη νίκη του.

    Ας μην παραβλέπετε, μάλιστα, η στρατηγική ορισμένων εταιρειών να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς γνωρίζοντας πως δεν έχουν την πιθανότητα να κερδίσουν. Ελπίζουν, όμως, να «εκβιάσουν» τους σοβαρούς παίκτες προβάλλοντας την προοπτική των αλλεπάλληλων προσφυγών, ώστε τελικά να τους τάξουν χρήματα για να φύγουν.

    Αυτή η κατάσταση μας καθιστά αφερέγγυους, αυξάνει το κόστος και καθυστερεί την ανάπτυξη. Διότι, η ανάπτυξη βασίζεται και στην ύπαρξη των κατάλληλων υποδομών, στα μεγάλα έργα που διευκολύνουν την αύξηση της παραγωγικότητας.

    Θα υπάρξει επιτέλους μία κυβέρνηση που θα σταματήσει αυτήν την αδηφάγο μηχανή των προσφυγών και καθυστερήσεων;

    Η απάντηση, βέβαια, δεν βρίσκεται στον περιορισμό των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων. Βρίσκεται στην θεσμική μεταρρύθμιση που θα καθορίζει σαφές, εξαιρετικά σύντομο και διάφανο πλαίσιο προσφυγών σε συνδυασμό με την ίδρυση ειδικού σώματος εμπειρογνωμόνων και δικαστών που  να κατανοούν τα τεχνικά και οικονομικά θέματα και θα τα αντιμετωπίζουν άμεσα και καθοριστικά.

    Θέμα τρίτο, η αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μετά την επιβεβαίωση της δημοσκοπικής κατάρρευσης του ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε πλήρες πολιτικό αδιέξοδο. Άτσαλα, έτσι, κάνει θέμα ότι βρει μπροστά του.

    Δοκίμασε την οδό της συνεννόησης και κόντεψε να σπάσει σε τέσσερα κομμάτια. Δοκίμασε το μονοπάτι της ενημέρωσης και βρήκε τοίχο: κανένας δεν έδινε σημασία σ’ αυτά που έλεγε. Δοκίμασε την επιστροφή στο πεζοδρόμιο και το αποτέλεσμα ήταν πέρα για πέρα πενιχρό. Κατέληξε, έτσι, στην λογική του «όχι σε όλα» και στο ξεφωνητό. Επιδιώκει την σκληρή κόντρα με την κυβέρνηση επί παντός επιστητού.

    Δυστυχώς ξεχνά ότι «το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται και ο παπάς». Το σκηνικό σήμερα το πρωί στον Πειραιά με τους αγανακτισμένους επιβάτες να ακυρώνουν τα παιδάκια με τις κόκκινες σημαίες θα όφειλε να είχε κτυπήσει κάποιο καμπανάκι στο συλλογικό θυμικό της Αριστεράς.

    Αλλά, πάλι, ας μη  ζητάμε πολλά.

    Για την αξιωματική αντιπολίτευση η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Εξάλλου, τι να κάνει και γιατί να κάνει; Η κατάσταση την βολεύει μία χαρά και η κοινωνική πλειοψηφία συμφωνεί.

    Για την διαφάνεια, όμως, και το μπάχαλο των προσφυγών έχει ευθύνη και οφείλει, επιτέλους, να την αναλάβει. Μετά από δύο χρόνια, δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Η ανοχή απέναντι σε παθογένειες δεκαετιών πρέπει να σταματήσει



    ΣΧΟΛΙΑ