Κάποτε επικρατούσε η άποψη πως η οικονομική και χρηματοοικονομική δυσπραγία της Ιαπωνίας δεν σχετιζόταν σε κανένα επίπεδο με τις υπόλοιπες προηγμένες οικονομίες. Κορυφαίοι οικονομολόγοι και φορείς χάραξης πολιτικής της Δύσης, διαβεβαίωναν μάλιστα ότι “αποκλείεται να να συμβεί εδώ μια Ιαπωνία”. Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, έχουν οδηγήσει σε μια πιο ταπεινή στάση που αναγνωρίζει τη σημασία της κατανόησης της εμπειρίας της Ιαπωνίας, παρελθοντικής αλλά και σημερινής.

Ακολουθούν πέντε σημαντικά συμπεράσματα:

1. Δεν είναι εύκολο να απεγκλωβιστείς από την πτώση της ανάπτυξης, όταν αυτή συνδέεται με το σκάσιμο μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας. Όσο περισσότερο καιρό μια οικονομία βρίσκεται σε καθεστώς χαμηλής ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερα είναι τα διαρθρωτικά εμπόδια που ανακόπτουν την απογείωσή της. Δεν επηρεάζεται μόνο η παρούσα τροχιά που διαγράφει η ανάπτυξη, αλλά και οι αναπτυξιακές προοπτικές. Στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας, η συγκλίνουσα άποψη στη Δύση ήταν ότι η “χαμένη δεκαετία” της οικονομικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εύκολα εάν οι φορείς χάραξης πολιτικής της χώρας είχαν υιοθετήσει πιο έγκαιρα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα. Και όταν η Δύση διολίσθησε σε ύφεση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η άποψη αυτή αποτυπώθηκε στην προθυμία των κεντρικών τραπεζών σε Ευρώπη και ΗΠΑ να υιοθετούν την προσέγγιση του “ό,τι χρειαστεί”. Ωστόσο, παρά τα προηγουμένως αδιανόητα, αντισυμβατικά μέτρα στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ούτε η ευρωπαϊκή ανάπτυξη, αλλά ούτε και η αμερικανική, κατάφερε να αναπτύξει την απαραίτητη ταχύτητα διαφυγής.

2. Όχι πολύ καιρό πριν, ο αποπληθωρισμός ήταν απίθανο να συμπεριληφθεί στη λίστα με τους 10 μεγαλύτερους οικονομικούς κινδύνους για τις δυτικές χώρες. Ως αποτέλεσμα, λίγοι θεωρούσαν ότι οι οικονομίες αυτές είχαν κάτι να μάθουν από την πολυετή μάχη της Ιαπωνίας με την πτώση των πραγματικών τιμών, τις περιχαρακωμένες χαμηλές προσδοκίες για το μελλοντικό πληθωρισμό και τις συνεπακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις για την κατανάλωση και τις επενδύσεις.

Αυτό δεν ισχύει πια. Η πτώση των τιμών είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες ανησυχίας της ΕΚΤ, μαζί με την συχνή τάση για πειραματικά μέτρα στήριξης, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων. Ο αποπληθωρισμός είναι ένας από τους κινδύνους που λαμβάνει υπόψιν και η Fed, αν και σε μικρότερο βαθμό.

3. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες είχαν την απορία εάν τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια μπορούν να τονώσουν τον τραπεζικό δανεισμό και να τροφοδοτήσουν την οικονομία με βιώσιμα καύσιμα, αισθάνθηκαν τη σιγουριά πως μπορούν να στηρίζονται, ξανά και ξανά, στο βραχυπρόθεσμο μέτρο της “επανεξισορρόπησης του χαρτοφυλακίου” –που σημαίνει να ωθούν τους επενδυτές να ανταλλάξουν τα ασφαλή κρατικά ομόλογα των χαμηλών αποδόσεων με τίτλους υψηλότερης απόδοσης. Η επακόλουθη αύξηση των τιμών των παγίων θα είχε οριακά θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη, τουλάχιστον μέχρις ότου η πολυπόθητη ολοκληρωμένη πολιτική απάντηση μπορούσε να αντικαταστήσει τα έκτακτα μέτρα των κεντρικών τραπεζών.

Η εμπειρία της Ιαπωνίας αναδεικνύει τώρα την ανάγκη για ακόμη πιο αυστηρούς όρους στην ήδη επιφυλακτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μη συμβατικών νομισματικών πολιτικών. Η αιφνιδιαστική κίνηση της Τράπεζας της Ιαπωνίας να οδηγήσει τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος έχει συνδεθεί με μια σειρά ακούσιων συνεπειών που περιπλέκουν τις προοπτικές της ανάπτυξης και της οικονομικής σταθερότητας της χώρας. Από τη μείωση της ρευστότητας στις αγορές κρατικών ομολόγων έως τις ενδείξεις ότι τα νοικοκυριά απεμπλέκονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το μεγαλύτερο πολιτικό έλεγχο της κεντρικής τράπεζας και τη διογκούμενη λαϊκή οργή για τις πολιτικές της, υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση των πιθανών παράπλευρων απωλειών. Η διαπίστωση αυτή έχει εντείνει την επιφυλακτικότητα απέναντι στην άποψη πως οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να σηκώνουν τόσο πολύ από το βάρος της πολιτικής, χωρίς αυτού του είδους τα μέτρα να γίνουν αντιπαραγωγικά.

4. Τα περισσότερα εγχειρίδια οικονομικής επιστήμης διδάσκουν ότι όσο περισσότερο μια συστημικά σημαντική κεντρική τράπεζα διευρύνει την απόκλιση των επιτοκίων της από αυτά των διεθνών ομολόγων της, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Και αν η ίδια κεντρική τράπεζα χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική πολιτική της, το νόμισμά της θα υποτιμηθεί. Από όταν η κεντρική της τράπεζα υιοθέτησε αρνητικά επιτόκια, η Ιαπωνία βίωσε σημαντική ανατίμηση του γεν, παρά υποτίμηση. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα όριο στον αντίκτυπο της διαφοράς των επιτοκίων.

5. Το πιο σημαντικό μάθημα από την Ιαπωνία είναι η ανάγκη για τους φορείς χάραξης πολιτικής να εφαρμόσουν ταυτόχρονα αυτό που ο πρωθυπουργός Shinzo Abe αποκαλεί τα “τρία βέλη” -χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, κυβερνητικές δαπάνες και απελευθέρωση αγορών.

Από μόνα τους τα πρώτα δύο βέλη, όπως ανακάλυψε η Ιαπωνία, δεν αρκούν. Πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα διαρθρωτικά εμπόδια της ανάπτυξης, όπως το αντιπαραγωγικό κόστος εισόδου σε ορισμένους κλάδους, οι ανεπαρκείς υποδομές, οι ανεπαρκώς λειτουργικές αγορές εργασίας ή οι θύλακες υπερχρέωσης. Διαφορετικά, η απογοήτευση από τις πολιτικές θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, ακόμη και όταν η αντισυμβατική νομισματική πολιτική θα χάνει όχι μόνο την αποτελεσματικότητά της, αλλά θα κινδυνεύει να καταστεί αντιπαραγωγική.