• Άρθρα

    Η ιδιοτελής εμμονή με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια

    Η ιδιοτελής εμμονή με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Σε πρόσφατο άρθρο του ο γκουρού της Wall Street, Mohamed A. El Erian υποστηρίζει την ανάγκη να αναγνωρίσει η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ το λάθος της και να αυξήσει τα επιτόκια, καθώς σταδιακά αποδεικνύεται ότι οι παράγοντες που ευθύνονται για τον πληθωρισμό δεν είναι συγκυριακοί αλλά δομικοί. Και υποστηρίζει ότι όσο το ταχύτερο τόσο το καλύτερο.

    Είναι γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι άνθρωποι γίνονται σκλάβοι ξεπερασμένων ιδεολογιών, για να παραφράσω τον Keynes. Η συγκεκριμένη, δε, περίπτωση δείχνει πόσο η οικονομική σκέψη της τελευταίας τριακονταετίας έχει επηρεαστεί τόσο καθοριστικά από την νομισματική σχολή, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την θεωρία από την πραγματικότητα.

    Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι στην τελευταία δεκαετία η χρήση της νομισματικής πολιτικής δεν έφερε το επιδιωκόμενα αποτελέσματα – εκτός κι αν ο έλεγχος του πληθωρισμού ήταν ο μόνος στόχος. Ανάπτυξη δεν έφερε, την ανεργία δεν μείωσε και την καταστροφή του κοινωνικού κράτους δεν σταμάτησε. Όσο για την συγκράτηση των τιμών, πληθαίνουν οι βάσιμες απόψεις ότι αυτό οφείλεται στην Κίνα, με τα χαμηλά εργατικά κόστη και την μαζική παραγωγή με οικονομίες μεγέθους.

    Όπως έχει υποστηρίξει αυτή η στήλη, οι πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η παγκόσμια οικονομία, οπότε και η χώρα μας, άσχετα με το αν κρίνονται παροδικές ή όχι, δεν αντιμετωπίζονται με το παιχνίδισμα του επιτοκίου.

    Σε πρόσφατο άρθρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) παρατίθεται ένα γράφημα που δείχνει ότι η πολιτική της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, με στόχο την σε καθαρή βάση μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα μέχρι το 2050 (net zero) επιφέρει μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ της ζήτησης και της παραγωγής μετάλλων.

    Το άρθρο καλύπτει 15 βασικά μέταλλα. Στα πέντε πρώτα, μόλυβδο, μαγγάνιο, χρώμιο, μαγνήσιο και ασήμι η διαφορά μεταξύ της προβλεπόμενης ζήτησης και της παραγωγής είναι σε διαχειρίσιμο πλαίσιο: η έλλειψη δεν ξεπερνά το 10%. Στην σιλικόνη, τις σπάνιες γαίες και τις πλατίνες, το άνοιγμα μεγαλώνει σταδιακά και φτάνει το 30%. Στον χαλκό και στο λίθιο ανεβαίνει στο 40%. Και στο νικέλιο, βανάδιο, κοβάλτιο και γραφίτη σταδιακά κορυφώνεται με την παραγωγή να υπολείπεται της ζήτησης κατά 90%.

    Η πίεση στις τιμές θα είναι μεγάλη, ακόμη κι αν η εξόρυξη αυξηθεί, η ανακύκλωση επεκταθεί και νέες τεχνολογίες εισαχθούν. Επιπλέον, ο μεγαλύτερος όγκος της παραγωγής βρίσκεται σε λίγες χώρες, όπως το Κογκό, την Κίνα, την Αυστραλία, και οι τιμές κάλλιστα θα επηρεαστούν ανοδικά  από την γεωπολιτική ισορροπία.

    Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι μία μάλλον μόνιμη πηγή πληθωρισμού δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αύξηση των επιτοκίων – που θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα αυξάνοντας το κόστος χρήματος και της επένδυσης. Μπορεί, όμως, να αντιμετωπιστεί με κρατική παρέμβαση που θα ενθαρρύνει την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων, την πιο εντατική αλλά φιλική προς το περιβάλλον εξόρυξη, την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης. Για όλα αυτά απαιτείται η συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με τον δημόσιο ώστε να μην σπαταληθούν οι αναγκαίοι κρατικοί πόροι.

    Σε άλλο παράδειγμα, σε άρθρο του ο Damon Acemoglou του ΜΙΤ καταπιάνεται με την κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων, που κτίστηκαν με στόχο την μείωση του κόστους και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Καταρχάς, όπως παρατηρεί, όσο πιο περίπλοκη είναι μία αλυσίδα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να υπάρξουν γενικευμένες επιπτώσεις , όπως σήμερα, και να προκύψουν έτσι αυξήσεις στις τιμές.

    Η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το θέμα με τεχνικά μέσα (π.χ. στο Los Angeles το λιμάνι θα λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο) δεν λύνουν το πρόβλημα. Στην ουσία, με την έμφαση στην μείωση του κόστους οι εταιρείες αγνόησαν τον συστημικό κίνδυνο – γι’ αυτό και οι πράξεις τους έχουν επίπτωση στο κοινωνικό σύνολο.

    Στο επιχείρημα, δε, ότι με την συγκράτηση του κόστους ωφελήθηκε ο καταναλωτής μέσω της συγκράτησης της τιμής, ο Acemoglou ορθά υποστηρίζει ότι με την μεταφορά της παραγωγής σε μέρη με φτηνή εργασία, χαμηλή φορολογία και ελλιπές κανονιστικό πλαίσιο (outsourcing) ασκείται πίεση στην μητέρα- χώρα να διατηρηθούν κι εκεί οι αμοιβές χαμηλές. Πραγματοποιείται έτσι μία μεταφορά πόρων από την εργασία στο κεφάλαιο, και το όφελος δεν πηγαίνει στον καταναλωτή αλλά στους μετόχους της εταιρείας. Αυτή η μορφή του outsourcing είναι συμφέρουσα για τους μετόχους ακόμη κι αν το κέρδος από πλευράς παραγωγικότητας είναι πολύ μικρό ή και ανύπαρκτο.

    Η κατάρρευση των αλυσίδων εφοδιασμού πιέζει, λοιπόν, τις τιμές. Μπορεί, όμως, η αύξηση του επιτοκίου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα; Η απάντηση είναι προφανής. Και για μία ακόμη φορά αναδεικνύεται πως προκύπτουν οι ανισότητες και πως το μοντέλο του καπιταλισμού-καζίνο συσσωρεύει ιδιωτικά οφέλη σε βάρος της κοινωνίας.

    Το πρόβλημα αυτό μόνο με κρατικό παρεμβατισμό μπορεί να αντιμετωπιστεί, π.χ. με την φορολογία στις υπεργολαβίες όταν δίνονται σε χώρες με κακές συνθήκες εργασίας, τη χρήση ανήλικων εργατών, χωρίς  κοινωνική ασφάλιση, τεχνικά καθηλωμένους μισθούς και σκόπιμα χαμηλή φορολογία.

    Κανένας λογικός άνθρωπος με ιστορική μνήμη δεν επιδιώκει την επιστροφή στην σοβιετική οικονομία. Είναι, όμως, αναγκαίο πλέον να συνειδητοποιήσουμε δύο βασικά πράγματα: πρώτο, ένα όπλο, το επιτόκιο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα. Κλειδί πασπαρτού για την οικονομία δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει. Δεύτερο, έχουμε περάσει σε εποχή όπου το κάθε πρόβλημα απαιτεί διαφορετική λύση και σ’ αυτό το περιβάλλον μόνο η αναγνώριση ότι το κράτος πάντα είχε και τώρα περισσότερο από ποτέ έχει ρόλο να παίξει.

    Η θεωρία της κυριαρχίας της λογικής της αγοράς και ενός κράτους που είναι μέρος του προβλήματος και όχι  της λύσης έχει καταρριφθεί από τα γεγονότα.

    Διαβάστε επίσης

    Η αβεβαιότητα και εθελοτυφλία είναι η νέα κανονικότητα



    ΣΧΟΛΙΑ