• Οικονομία

    Ενδιάμεση Έκθεση 2019 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση

    οικονομια


    Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ξεπέρασε για πρώτη φορά την κατανάλωσή τους το β΄ τρίμηνο του 2019, έπειτα από μια μακρά περίοδο αρνητικών αποταμιεύσεων.

    Η αύξηση των μέσων μισθών τόσο σε επίπεδο πλήρους όσο και μερικής απασχόλησης αντανακλά τη βελτίωση του κλίματος στην αγορά εργασίας, ενώ οι δείκτες φτώχειας παρουσιάζονται μειωμένοι το 2018.

    Αυτά είναι ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που έδωσε σήμερα Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου στη δημοσιότητα την Ενδιάμεση Έκθεση του 2019 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Η έκθεση εξετάζει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή διαμορφώθηκε στο τέλος του Α΄ 6μήνου του 2019. Εκτός από τα θετικά ευρήματα υπάρχουν και πολλά… «αλλά» στα συμπεράσματα της έκθεσης :

    · Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών οφείλεται μερικώς στην αύξηση του κατώτατου μισθού και του γενικού επιπέδου των μισθών αλλά και στην αύξηση των κοινωνικών παροχών το β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους λέει η έκθεση. «Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στηρίξει μια υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη, καθώς επίσης και εάν η θετική ροή αποταμιεύσεων είναι διατηρήσιμη».

    · Οι δείκτες φτώχειας παρουσιάζονται μειωμένοι το 2018, αλλά παρουσιάζουν αύξηση της τάξης των 26,9 ποσοστιαίων μονάδων από το 2010, με έτος βάσης το 2008. Ο πληθυσμός που εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός και οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι.

    · Οι μισθοί αυξάνονται. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις αμοιβών τόσο μεταξύ ανδρών και γυναικών (απόκλιση ημερομισθίου 14,49% τον Απρίλιο του 2019) όσο και μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (απόκλιση μισθού 53,5% το αντίστοιχο διάστημα στην πλήρη απασχόληση).

    Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, παρόλο που η αγορά εργασίας συνεχίζει να εμφανίζει σημάδια σταθερής ανάκαμψης, η εξέλιξη της ανεργίας βελτιώνεται με αργούς ρυθμούς και όχι πάντα με ίσους όρους για όλες τις ομάδες των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελλάδα οι πιθανότητες μετάβασης από την ανεργία στην εργασία υπολογίζονται σε 7% (επί του ποσοστού της ανεργίας) ‒ 8% για τους άνδρες και 6% για τις γυναίκες. Αρκετά πιο δύσκολο είναι να μεταβούν από την ανεργία στην εργασία οι μακροχρόνια άνεργοι (3%) σε σχέση με όσους είναι άνεργοι λιγότερο από ένα έτος (17%).

    Επίσης, παρά τη θετική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ το Α΄ εξάμηνο του 2019, «διαπιστώνεται απουσία ενδογενών μηχανισμών που θα δημιουργήσουν διατηρήσιμες ροές εισοδήματος τέτοιες, ώστε να θέσουν την οικονομία σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά».

    Το Ινστιτούτο κάνει λόγο για αναπτυξιακό κενό της ελληνικής οικονομίας και έλλειμμα ευημερίας συγκριτικά με την προ κρίσης περίοδο αλλά και με την Ευρωζώνη, το οποίο διατηρείται υψηλό. Το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται κατά 23% από αυτό του 2008, όταν η πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης έχει ήδη ανακάμψει.

    Αξιοσημείωτο είναι πως μεταξύ 2008 και 2018 το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4.770 ευρώ, ενώ η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση μειώθηκε κατά 3.300 ευρώ. Η εσωτερική ζήτηση παρουσιάζει στασιμότητα, τόσο από την πλευρά της κατανάλωσης όσο και της επένδυσης. Η εξωτερική ζήτηση έχει εξίσου περιορισμένη επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς το θετικό αποτέλεσμα των εξαγωγών αντισταθμίζεται πλήρως από το αρνητικό αποτέλεσμα των εισαγωγών. «Η εδραίωση βιώσιμων όσο και ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών για την ελληνική οικονομία απαιτεί έναν κρίσιμο όγκο νέων επενδύσεων στοχευμένων στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό της εγχώριας παραγωγικής δομής» συμπεραίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

    Επενδύσεις

    Το Ινστιτούτο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των επενδύσεων δεν φαίνεται να περιορίζεται τόσο από έλλειμμα χρηματοδότησης όσο από έλλειμμα πρόθεσης των εγχώριων επιχειρηματιών να επενδύσουν. «Η χρηματοδότηση νέων επενδύσεων θα μπορούσε να γίνει μέσω της χρήσης ιδίων κεφαλαίων, αφού τα αδιανέμητα κέρδη ήταν ίσα με 1,6% του ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2019», παρατηρούν οι μελετητές.

    Όσο για τις φοροελαφρύνσεις θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας στην αγορά. «Διατηρούμε όμως επιφυλάξεις ως προς την προσδοκώμενη επεκτατική συμβολή τους», σημειώνουν οι μελετητές του Ινστιτούτου προσθέτοντας μάλιστα πως «η υπόθεση ότι η μείωση των φόρων θα μετασχηματιστεί σχεδόν αυτόματα σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κυρίως των επενδύσεων είναι χαμηλού ρεαλισμού, ειδικά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικών περιορισμών και υψηλών δανειακών και άλλων υποχρεώσεων».

    Ωστόσο, η μείωση της φορολογίας καθίσταται επιτακτική λόγω της υπέρμετρα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης ειδικά των νοικοκυριών και των εργαζομένων κατά τη μνημονιακή περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απόδοση των νέων μέτρων. «Με δεδομένα το υψηλό επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή ροπή προς κατανάλωση των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, υψηλότερα μεγεθυντικά οφέλη θα μπορούσαν, κατά την άποψή μας, να διασφαλιστούν μέσω μιας αλλαγής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που, παράλληλα με την κινητοποίηση περισσότερων δημόσιων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός πράσινου αναπτυξιακού σχεδίου, θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων», τονίζουν οι ερευνητές.

    Την ίδια στιγμή, παρά τα υπερπλεονάσματα και την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, η μετάβαση του Δημοσίου σε καθεστώς διατηρήσιμης χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας παραμένει αβέβαιη – λέει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – και θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την εκπλήρωση ή μη των υψηλών αναπτυξιακών προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει οι φοροελαφρύνσεις, τον βραχυμεσοπρόθεσμο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, τις ανισορροπίες σε κρίσιμα ισοζύγια της οικονομίας, καθώς και από τις εξελίξεις στο ευρύτερο εξωτερικό περιβάλλον.



    ΣΧΟΛΙΑ