• Οικονομία

    DBRS για Ελλάδα: Δημοσιονομική πειθαρχία και διατηρήσιμη ανάπτυξη κρίνουν τη βιωσιμότητα του χρέους – Ο πόλεμος ενισχύει την αβεβαιότητα

    DBRS

    DBRS


    Μετά τη Fitch, που προειδοποίησε χθες για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην ελληνική οικονομία, και η DBRS σήμερα τοποθετείται εκ νέου για την Ελλάδα εκτιμώντας πως οι επιπλοκές του πολέμου ενισχύουν την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυναμική της ανάπτυξης και της ταχύτητας της δημοσιονομικής εξυγίανσης.

    Αν και αναγνωρίζει την προσήλωση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία προειδοποιεί πως μια παρατεταμένη ή ευρύτερη πολεμική σύρραξη θα μπορούσε να εντείνει τις αρνητικές επιπτώσεις που προϋπήρχαν στην οικονομία εξαιτίας της πανδημίας, να οδηγήσει σε ασθενέστερη ανάπτυξη και να καθυστερήσει περαιτέρω την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών.

    Τονίζει επίσης πως η δυνατότητα της Ελλάδας να επιτύχει και να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα καθώς και να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ θα καθορίσουν τη δυνατότητα να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ενώ υπογραμμίζει τη θετική επίπτωση που μπορούν να έχουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης στην μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.

    Όπως αναφέρει η αντιπρόεδρος του διεθνούς οίκου κ. Σπυριδούλα Τζίμα  «οι διαδοχικές κρίσεις – πανδημία και πόλεμος στην Ουκρανία – υπογραμμίζουν την σημασία που έχει η ενίσχυση των οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών, στη διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης και η διατήρηση δημοσιονομικών «μαξιλαριών ασφαλείας» που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ικανότητα της οικονομίας να αντιμετωπίζει απρόβλεπτα οικονομικά σοκ. 

    Προσθέτει επίσης πως «η επίπτωση των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και η αβεβαιότητα για τη διάρκεια της σύρραξης και της επίπτωσης της στην οικονομική δραστηριότητα, την καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη, τις τιμές στην ενέργεια και στις τιμές των τροφίμων, θέτουν ορισμένους κινδύνους για την οικονομική προοπτική, βραχυπρόθεσμα. Παρόλα αυτά είναι τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδας που στο τέλος θα καθορίσουν εάν το υψηλό δημόσιο χρέος θα παραμείνει βιώσιμο

    Όπως αναφέρει ο διεθνής οίκος:

    –        H Ελλάδα δημοσιοποίησε το Πρόγραμμα Σταθερότητας στο οποίο περιλαμβάνονται οι στόχοι για το έλλειμμα και το χρέος για την περίοδο 2023 – 2025 και αποτιμάται θετικά η προσήλωση της χώρας στη δημοσιονομική πειθαρχία.

    –        Ωστόσο οι επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία εντείνουν την αβεβαιότητα σχετικά με αυτές τις προβλέψεις.

    –        Εάν διαρκέσει περισσότερο η αρνητική επίπτωση τις τιμές των πρώτων υλών και τον πληθωρισμό θα μπορούσαμε να έχουμε ως αποτέλεσμα χαμηλότερη ανάπτυξη. Επιπλέον πρόσθετα μέτρα θα μπορούσαν να απαιτηθούν για να μετριαστεί ο αντίκτυπος στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και μια παρατεταμένη ή ευρύτερη σύρραξη θα μπορούσε να επιφέρει χαμηλότερη ανάπτυξη και περισσότερες καθυστερήσεις στην εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.

    –        Αν και η Ελλάδα δεν έχει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία η ανάπτυξη της χώρας εκτιμάται πως θα επιβραδυνθεί στο 3,1% σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας χαμηλότερα σε σχέση με την αρχική εκτίμηση για ανάπτυξη 4,5%. Η αναθεώρηση οφείλεται στις αυξημένες τιμές πρώτων υλών και στην αρνητική επίπτωση του πληθωρισμού.

    –        Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και θέτει στόχο πρωτογενές πλεόνασμα τον επόμενο χρόνο. Πέρσι η χώρα κατέγραψε πρωτογενές έλλειμμα 5% του ΑΕΠ, που κινήθηκε τελικά σε καλύτερα επίπεδα σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις καθώς ήταν χαμηλότερο σχεδόν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

    Το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω ωστόσο η υιοθέτηση μέτρων για να αντισταθμιστεί η επίπτωση τρων αυξημένων τιμών ενέργειας και η αναμενόμενη επιβράδυνση στην ανάπτυξη, θα οδηγήσουν σε αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων από αρχική εκτίμηση για πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ σε 2%.

    –        Τα μέτρα για την πανδημία και η ύφεση το 2020 προκάλεσαν αύξηση του δημοσίου χρέους στο 206,3% του ΑΕΠ από 180,7% το 2019. Η ισχυρή ανάπτυξη και τα έσοδα περιόρισαν την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στο 193,3% το 2021. Η κυβέρνηση προσδοκά πως ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα διατηρήσει την πτωτική του πορεία και θα αποκλιμακωθεί στο 180,2% το 2022, χαμηλότερο κατά 13,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021, υποβοηθούμενο και από τον υψηλότερο πληθωρισμό που καταγράφεται το 2022.

    Μέχρι το 2025 ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται πως θα υποχωρήσει αρκετά χαμηλότερα από το 150% του ΑΕΠ, καταγράφοντας μείωση 59,8 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και υποχωρώντας κάτω από τα επίπεδα του 2010.

    –        Το χρέος είναι υψηλό, όμως υπάρχουν μέτρα που το αντισταθμίζουν και σε αυτά περιλαμβάνεται η στήριξη της ΕΚΤ.

    Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής εντείνει την πίεση στο κόστος δανεισμού των κρατών και εγείρει ερωτήματα για το πως υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα μπορούν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους τους. Τα επιτόκια στα ελληνικά ομόλογα πέρσι κατέγραψαν ιστορικά χαμηλά επίπεδα αλλά σήμερα αυξάνονται.

    Η επιβάρυνση από την πανδημία στους δείκτες του χρέους ήταν μεγάλη και το ελληνικό χρέος παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με την  DBRS, όμως, παρά το ότι το χρέος είναι όντως υψηλό υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μετριάζουν τους κινδύνους που προκύπτουν από την αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα. Κοιτώντας μπροστά, η μείωση του χρέους θα υποστηριχθεί επίσης από δύο επιπλέον παράγοντες: Τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα και να τα διατηρήσει και την επίτευξη ισχυρών ονομαστικών ρυθμών ανάπτυξης.

    –        Η δημοσιονομική πειθαρχία και η διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι κλειδί για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.

    Οι διαδοχικές κρίσης – πανδημία και πόλεμος στην Ουκρανία – δίνει έμφαση στην σημασία που έχει η ενίσχυση των οικονομικών θεμελιωδών, στη διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης και η διατήρηση δημοσιονομικών «μαξιλαριών ασφαλείας» που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ικανότητα της οικονομίας να αντιμετωπίζει απρόβλεπτα οικονομικά σοκ.

    Πριν την πανδημική κρίση, η Ελλάδα, επιδεικνύοντας προσήλωση σε συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, είχε καταφέρει να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, εξασφαλίζοντας δημοσιονομικό χώρο για να υποστηρίξει την πραγματική οικονομία. Το 2023 αναμένεται επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα ανέλθουν στο 1,1% του ΑΕΠ και σχεδόν στο 2% το 2024 και το 2025 αντιστοίχως.

    Ωστόσο, το δημοσιονομικό outlook της χώρας δεν έχει ανοσία στους κινδύνους που σχετίζονται με τις επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις συνεχιζόμενες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάγκη να επεκταθούν τα μέτρα στήριξης οδηγώντας έτσι σε λιγότερο ευνοϊκά αποτελέσματα τον επόμενο χρόνο.

    Χωρίς να παραβλέπεται η σημαντική πρόοδος που έκανε η Ελλάδα στη δημοσιονομική εξυγίανση τα προηγούμενα χρόνια, η ανάπτυξη στη χώρα ήταν αναιμική προ πανδημίας. Η DBRS θεωρεί πως τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστική επίπτωση στην μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.

    Οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Ελλάδα 2.0 είναι μια μοναδική ευκαιρία για να ενισχύσει η Ελλάδα τα οικονομικά της θεμελιώδη και να επαναφέρει την ισορροπία στα δημόσια οικονομικά. Η επίπτωση των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων και η αβεβαιότητα για τη διάρκεια της σύρραξης και της επίπτωσης της στην οικονομική δραστηριότητα, την καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη, τις τιμές στην ενέργεια και στις τιμές των τροφίμων, θέτουν ορισμένους κινδύνους για την οικονομική προοπτική, βραχυπρόθεσμα.

    Παρόλα αυτά είναι τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδας που στο τέλος θα καθορίσουν εάν το χρέος θα παραμείνει βιώσιμο.

    Διαβάστε επίσης:

    Fitch – Η ενεργειακή κρίση αναχαιτίζει την ανάπτυξη και επιβραδύνει τη μείωση του ελλείμματος – Σε χρέος και τράπεζες το κλειδί της επόμενης αναβάθμισης

    JP Morgan: Οι νέες τιμές – στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες που έφτασαν στην… κανονικότητα



    ΣΧΟΛΙΑ