• Οικονομία

    Citi: «Βλέπει» αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους επενδυτικούς οίκους με τη νέα κυβέρνηση

    • NewsRoom
    Citi


    Ύστερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνηση η Citi προβλέπει αλλαγή πορείας για την Ελλάδα.

    H αμερικανική επενδυτική τράπεζα εκτιμά ότι το πολιτικό ρίσκο έχει πια περιοριστεί αισθητά από τη στιγμή, που τα περισσότερα κόμματα είναι φιλοευρωπαϊκά.

    Προειδοποιεί ωστόσο ότι η μείωση των φορολογικών βαρών προϋποθέτει άλλες πολιτικά δύσκολες αποφάσεις, ενώ σημειώνει πως η επιστροφή σε ένα «ενάρετο μονοπάτι» ανάπτυξης και μείωσης χρέους δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.

    Σύμφωνα με τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας «οι εκλογές της Κυριακής πιθανότατα θα επαναφέρουν στην εξουσία το συντηρητικό κόμμα της Ν.Δ., που έχει δεσμευθεί για φοροελαφρύνσεις και φιλική στις επενδύσεις στάση», προσθέτοντας ότι «η Ν.Δ. πιστεύει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα επιτρέψουν μεγαλύτερη επιείκια και ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες».

    Περισσότερες μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν πιθανόν και σε νέες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας, εκτιμά η Citi.

    Η αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και υστερεί έναντι άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας. Η δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στην περίπτωση που η ΕΚΤ αποφασίσει νέο γύρο αγοράς τίτλων, πιθανότατα θα εξαρτηθεί από το αν η αξιολόγηση της Ελλάδας επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, καθώς η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον υπό την επιτήρηση ενός προγράμματος διάσωσης.

    Σύμφωνα με την Citi, το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι πιο ξεκάθαρα προσανατολισμένο προς τη μείωση του φορολογικού φάρους και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς σκοπεύει να χρηματοδοτήσει αυτές τις μειώσεις φόρων.

    Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κινηθεί ξεκάθαρα προς πιο συστημικές οικονομικές θέσεις, συγκριτικά με τέσσερα χρόνια πριν, απορρίπτοντας τις αντιευρωπαϊκές απόψεις του. Ωστόσο, οι προεκλογικές εξαγγελίες του εξακολουθούν να γέρνουν προς αριστερές πολιτικές. Ενώ η πλατφόρμα του περιλαμβάνει κάποιες περικοπές φόρων (μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση φόρων για τους νεοπροσλαμβανόμενους, χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ), δεσμεύεται να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 7,5% μέχρι το 2020 και το 2021, να αυξήσει τις προσλήψεις στο Δημόσιο στον τομέα της Υγείας και της Παιδείας, ενώ δεσμεύεται και για περισσότερες «πράσινες» πολιτικές.

    Σε μια προεκλογική κίνηση, τον Μάιο, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε ήδη μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης με στόχο να χαλαρώσουν οι κανόνες για τη συλλογή φορολογικών οφειλών, τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε τρόφιμα και ενεργειακά προϊόντα και την αύξηση των συνταξιοδοτικών παροχών. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκτιμά ότι το «πακέτο» των μέτρων αυτών μπορεί να κοστίσει περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ.

    Η Citi δίνει έμφαση σε δύο σημεία, τη βιωσιμότητα του χρέους και τη φορολογία. Στο πρώτο μέτωπο, όπως επισημαίνει πολλά εξαρτώνται από τους επίσημους πιστωτές, τουλάχιστον για τώρα. Αν και το χρέος είναι στο 180% του ΑΕΠ, η «βιωσιμότητά του εξαρτάται εν πολλοίς, τουλάχιστον για τα επόμενα λίγα χρόνια, από την σχέση της Αθήνας με τους επίσημους πιστωτές, που έχουν στα χέρια τους το 80% του χρέους» αναφέρει.

    Τα σχέδια για μειώσεις φόρων απαιτούν και δύσκολες αποφάσεις

    Όπως επισημαίνει η Citi στην έκθεσή της, η μείωση των φόρων από μακροοικονομική άποψη έχει λογική. Όπως εξηγεί, η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων δέκα ετών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω της αυξημένης φορολογίας. Το συνολικό φορολογικό βάρος έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2007. Για παράδειγμα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε από το 19% το 2007 στο 24%, τα φορολογικά έσοδα από τα ακίνητα αυξήθηκαν από το 1,6% το 2007 στο 3,2% του ΑΕΠ το 2017.

    Το παράδοξο είναι πως οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών σημειώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος διάσωσης, υπό την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015. Οι στόχοι για τα πρωτογενές πλεόνασμα έχουν ξεπεραστεί τα τελευταία τρία χρόνια χάρη, κυρίως, στη συνεχιζόμενη υποεκτέλεση των δαπανών στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων.

    Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, είναι επιθυμητός ένας χαμηλότερος στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί δημοσιονομικός χώρος. Όπως επισημαίνει, ο τρόπος με τον οποίον χρηματοδοτούνται οι μειώσεις φόρων – ο συνδυασμός χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και χαμηλότερων δημόσιων δαπανών- θα είναι κρίσιμης σημασίας για τον καθορισμό της αποτελεσματικότητάς του στην καλλιέργεια της ανάπτυξης. Ένα χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ που επιτεύχθηκε το 2018 είναι οπωσδήποτε δυνατός και πιθανότατα επιθυμητός, δεδομένου ότι ο μεταμνημονιακός στόχος είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (μέχρι το 2022).

    Ο κ. Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί με τους πιστωτές για να υπάρξει μείωση του στόχου, κάτι που πιθανόν θα είναι εφικτό εάν μπορέσει να περάσει ταυτόχρονα ένα θαρραλέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύει την ανάπτυξη. Με το χρέος στο 180% του ΑΕΠ, ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε δυνητικά να μειώσει το χρέος, αντί να το αυξήσει, καθώς μια υψηλότερη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ (ή μείωση 100 μ.β. στο μέσο κόστος του χρέους) είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματική στη μείωση του χρέους απ’ ότι ένα επιπλέον πρωτογενές πλεόνασμα 1 ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ.

    Ωστόσο, το περιθώριο για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη μειωθεί καθώς το πρόσφατο πακέτο μέτρων της κυβέρνησης, που κατά κύριο λόγο αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες, είναι πιθανό να διαβρώσει μέρος αυτού του δημοσιονομικού χώρου, εκτός και αν αντιστραφεί από μια νέα κυβέρνηση της ΝΔ. η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε αυτήν την εβδομάδα πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 2,9% του ΑΕΠ φέτος ως αποτέλεσμα των μέτρων.

    Δύσκολη η αποστολή της επόμενης κυβέρνησης να θέσει την οικονομία σε ένα ενάρετο μονοπάτι ανάπτυξης

    Όπως επισημαίνει η Citi, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το βασικό «προτέρημα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι υλοποίησε τον τελευταίο επώδυνο γύρο δημοσιονομικής προσαρμογής, φέρνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα στο ιστορικό υψηλό του 4,4% του ΑΕΠ το 2018.

    Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να βγει από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Παρά το ότι το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να υπερβαίνει το 180% του ΑΕΠ και δεν μειώνεται ακόμα, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση της Αθήνας με τους επίσημους πιστωτές της, που κατέχουν γύρω στο 80% του δημόσιου χρέους.

    Ο κίνδυνος να επιδεινωθούν εκ νέου αυτές οι σχέσεις, φαίνεται τώρα πολύ μικρότερος απ’ ότι ήταν στο παρελθόν.

    Οι εκλογές της Κυριακής πιθανόν να φέρουν ξανά στην εξουσία τους Συντηρητικούς, κυρίως λόγω των δεσμεύσεών τους για μειώσεις φόρων. Μετά από τόσα πολλά χρόνια ύφεσης και δημοσιονομικής λιτότητας, η προοπτική και μόνο μιας πιο φιλοεπιχειρηματικής αλλαγής πορείας μπορεί να δημιουργήσει οικονομική ευφορία, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Η δημοσιονομική πολιτική ήδη γίνεται λιγότερο περιοριστική και εκτιμάται πως θα συμβάλει στην προστασία της Ελλάδας, εν μέρει τουλάχιστον, από τις εξωτερικές αδυναμίες. Επιπλέον, ως μέλος του κεντροδεξιού ΕΛΚ που περιλαμβάνει επίσης του γερμανικό CDU και το αυστριακό OVP, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να ασπάζεται τη μνημονιακή αρχή πως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν μια πιο επιεική ερμηνεία των δημοσιονομικών κανόνων.

    Ωστόσο, τo έργο που θα έχει η επόμενη κυβέρνηση, για να φέρει την Ελλάδα σε έναν ενάρετο δρόμο ανάπτυξης και να σχεδιάσει μια σταθερή μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει δύσκολο. Η ικανότητα του κ. Μητσοτάκη να υλοποιήσει τις φορολογικές του δεσμεύσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά του να αντιμετωπίσει άλλα, πολιτικά δύσκολα, ζητήματα, όπως το ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και οι μεταρρυθμίσεις για την διευκόλυνση του επιχειρείν. Επίσης, μελλοντικά μπορεί να είναι απαραίτητος ένας ακόμα γύρος μείωσης συντάξεων, προκειμένου να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος, καταλήγει η Citi.

     



    ΣΧΟΛΙΑ