Ο Μάικ Γουέρθ, επικεφαλής της Chevron από το 2018, ανήκει στη σχολή των «ρεαλιστών» της ενέργειας. Πιστεύει πως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν αποτελούν ένα παρωχημένο κεφάλαιο, αλλά τον αναντικατάστατο κορμό του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος για τις επόμενες δεκαετίες.

Στο όραμά του, η πράσινη μετάβαση δεν απορρίπτεται, απλώς μετατίθεται χρονικά, ώστε να στηριχθεί σε πραγματικά τεχνολογικά και οικονομικά θεμέλια, που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου, καθώς όπως και ο ίδιος δηλώνει: «Όταν ο κόσμος σταματήσει να χρησιμοποιεί πετρέλαιο και φυσικό αέριο, τότε θα σταματήσουμε κι εμείς να το αναζητούμε.

1

Mια φράση που αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία του: πρώτα ενεργειακή ασφάλεια, μετά ιδεολογία. Για τον Γουέρθ, η ισορροπία ανάμεσα στην ενεργειακή ασφάλεια και τη μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας αποτελεί τη βάση μιας νέας στρατηγικής εποχής.

Η προσέγγισή του συμπλέει με εκείνη του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί εκ νέου να «ξανανοίξει τις αντλίες της Αμερικής». Η εθνική ασφάλεια ή ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα αποτελούν προτεραιότητα στις ΗΠΑ.  Και πράγματι, η ενεργειακή αυτή επιστροφή ήδη συντελείται. Οι επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εκτοξευθεί, με τη Chevron να επενδύει φέτος πάνω από 15 δισ. δολάρια μόνο στο εσωτερικό, ποσό που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του παγκόσμιου κεφαλαιουχικού της προγράμματος. Για τον Γουέρθ και όσους συμμερίζονται τη στρατηγική του, η ενεργειακή ισχύς δεν είναι εμπόδιο στην πράσινη μετάβαση, αλλά  η προϋπόθεση για να μπορέσει αυτή να γίνει με όρους ρεαλισμού, ανταγωνιστικότητας και εθνικής ασφάλειας.

Ο άνθρωπος στο τιμόνι της Chevron, Μάικ Γουέρθ (Mike Wirth), φαίνεται να δικαιώνεται, καθώς όπως δήλωσε στο Chevron Newsroom «Υπάρχουν τρία πράγματα που πραγματικά έχουν σημασία όταν μιλάμε για ενέργεια: η προσιτότητα, η αξιοπιστία και το περιβάλλον. Αν μια ενεργειακή πολιτική επικεντρώνεται μόνο σε ένα από αυτά, τότε δημιουργεί ακούσιες συνέπειες και χάνει τη βιωσιμότητά της.

Μάικ Γουερθ (Mike Wirth), Chevron CEO
Μάικ Γουερθ (Mike Wirth), Chevron CEO

Ο Μάικ Γουέρθ, επικεφαλής της Chevron εδώ και πάνω από έξι χρόνια και στέλεχος της εταιρείας για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, έχει ζήσει πολλές περιόδους άνθησης και κρίσης στην αγορά ενέργειας. Όπως λέει χαρακτηριστικά:

«Δεν δημιουργούμε εμείς τη ζήτηση, την καλύπτουμε», είπε στη New York Times. «Όσο ο κόσμος χρειάζεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο, έχουμε ευθύνη να παρέχουμε αυτά τα καύσιμα με προσιτό και αξιόπιστο τρόπο — επειδή έτσι προχωρά η ανθρώπινη πρόοδος.»

Η Chevron, δεύτερη μεγαλύτερη αμερικανική πετρελαϊκή μετά την Exxon, άντλησε το τελευταίο τρίμηνο ρεκόρ 3,4 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα. Μετά από πολυετή δικαστική διαμάχη με την Exxon, ολοκλήρωσε την εξαγορά της Hess Corporation αξίας 53 δισ. δολαρίων.

Παρά τις επιτυχίες, οι προκλήσεις παραμένουν. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο ενδέχεται να κορυφωθεί ως το τέλος της δεκαετίας. Οι τιμές έχουν υποχωρήσει, καθώς η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση, εν μέρει λόγω των αναταράξεων από τον εμπορικό πόλεμο του προέδρου Τραμπ.

Ο επικεφαλής της Chevron, ένας από τους πιο σταθερούς υποστηρικτές της «ενεργειακής ρεαλιστικής μετάβασης», βλέπει την τρέχουσα συγκυρία όχι ως κρίση, αλλά ως ευκαιρία για επανεκκίνηση της αμερικανικής παραγωγής και τεχνολογικής καινοτομίας, καθώς ο ίδιος τόνισε:

«Το Permian Basin θα συνεχίσει να παράγει για δεκαετίες», τόνισε, επισημαίνοντας ότι οι επενδύσεις της Chevron στις ΗΠΑ αγγίζουν φέτος τα 15-20 δισ. δολάρια, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου κεφαλαιουχικού της προγράμματος.

Για τον Γουέρθ, η ισορροπία μεταξύ ενεργειακής επάρκειας και πράσινης μετάβασης αποτελεί το θεμέλιο της νέας στρατηγικής εποχής. Ή, όπως ο ίδιος συνηθίζει να λέει,

Μάικ Γουερθ (Mike Wirth), Chevron CEO
Μάικ Γουερθ (Mike Wirth), Chevron CEO

Ο Γουέρθ, που ηγείται της Chevron από το 2018, προχωρά σε αλλαγές για να διασφαλίσει το μέλλον της εταιρείας. Πέρυσι μετέφερε τα κεντρικά γραφεία από την Καλιφόρνια στο ενεργειακά πλουσιότερο Τέξας, ενώ φέτος ανακοίνωσε ότι ως το 2026 θα μειώσει το προσωπικό κατά 20% (περίπου 9.000 εργαζομένους).

Παρότι η κυβέρνηση Τραμπ υποστηρίζει τα ορυκτά καύσιμα, η Chevron -όπως και άλλες πετρελαϊκές- οφείλει να προετοιμαστεί για το μέλλον των ανανεώσιμων πηγών και της ηλεκτροκίνησης, όπως είπε ο CEO:  «Πάντα υπάρχουν συμβιβασμοί, κρίσεις και συγκρουόμενες κοινωνικές προτεραιότητες».

Η ΙΕΑ μπορεί να προβλέπει την πτώση της ζήτησης, ωστόσο ο Γουέρθ διαφωνεί:

«Η ΙΕΑ δεν έχει υπάρξει πάντα σωστή ιστορικά, και δεν θα ήταν έκπληξη αν δεν έχει δίκιο ούτε τώρα. Ακόμη κι αν η ζήτηση σταματήσει να αυξάνεται, δεν θα πέσει απότομα — μάλλον θα σταθεροποιηθεί. Η ζήτηση θα παραμείνει για πολύ, πολύ καιρό ακόμα.»

Παράλληλα, τόνισε ότι η Chevron επενδύει σε υδρογόνο, δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, λίθιο και ανανεώσιμα καύσιμα. «Αυτές οι τεχνολογίες αναπτύσσονται γρήγορα, αλλά από πολύ χαμηλή βάση. Πρέπει να ανταποκριθούμε στη ζήτηση όπως υπάρχει σήμερα και να εξελισσόμαστε καθώς εξελίσσεται κι εκείνη.»

Ο άνθρωπος που χαράζει την πορεία της παγκόσμιας ενέργειας

Ο Μάικλ Γουέρθ, επικεφαλής της Chevron Corporation από το 2018, ανήκει στη νέα γενιά ηγετών που συνδυάζουν τεχνική κατάρτιση και διορατική στρατηγική σε έναν από τους πιο απαιτητικούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.

Απόφοιτος χημικής μηχανικής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, ο Αμερικανός επιχειρηματίας ξεκίνησε τη διαδρομή του στη Chevron το 1982 και μέσα από μια σταθερή ανοδική πορεία διεκδίκησε τη θέση του προέδρου.

Το 2018 διαδέχθηκε τον John S. Watson στην κορυφή της Chevron, φέρνοντας μαζί του μια φιλοσοφία ισορροπίας μεταξύ ενεργειακής ασφάλειας, προσβασιμότητας και βιωσιμότητας.

Παράλληλα, συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια των Caltex Australia και GS Caltex, ενώ είναι και ενεργό μέλος του American Petroleum Institute, διαμορφώνοντας με συνέπεια τον δημόσιο διάλογο γύρω από το μέλλον της ενέργειας.

Chevron: Από το Pico Canyon στην κορυφή της παγκόσμιας ενέργειας

Λίγες εταιρείες έχουν διαμορφώσει τόσο έντονα το τοπίο όσο η Chevron. Από ένα κοίτασμα πετρελαίου στα βουνά της Καλιφόρνια τον 19ο αιώνα, εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς ομίλους παγκοσμίως, συνδυάζοντας τεχνολογική καινοτομία, ανθεκτικότητα και στρατηγική διορατικότητα.

Σήμερα η Chevron συγκαταλέγεται στις 20 κορυφαίες εταιρείες του κόσμου, σύμφωνα με τη Forbes Global 2000, και στις δέκα ισχυρότερες πετρελαϊκές της Fortune Global 500. Με χρηματιστηριακή αξία άνω των 285 δισ. δολαρίων, αποτελεί έναν από τους πυλώνες του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος.

Η ιστορία ξεκινά το 1876, όταν ο γεωτρυπανιστής Alex Mentry ανακάλυψε πετρέλαιο στο Pico Canyon της Καλιφόρνια. Το φρέαρ Pico No. 4 παρήγαγε μόλις 70 βαρέλια ημερησίως, αλλά έθεσε τα θεμέλια για την California Star Oil Works, προκάτοχος της Chevron. Το 1879 η Pacific Coast Oil Company εξαγόρασε την εταιρεία και, το 1900, ο John D. Rockefeller την ενέταξε στην αυτοκρατορία της Standard Oil, δημιουργώντας τη Standard Oil of California (SoCal).

Το 1911, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διέλυσε τη Standard Oil λόγω μονοπωλιακών πρακτικών, η SoCal άνοιξε τον δρόμο για τη γέννηση της σημερινής Chevron. Η δεκαετία του ’30 σηματοδότησε την παγκόσμια επέκταση: το 1933 η Σαουδική Αραβία παραχώρησε στην SoCal δικαιώματα εξερεύνησης, οδηγώντας στην ανακάλυψη του Ghawar το 1938, του μεγαλύτερου κοιτάσματος πετρελαίου στον κόσμο. Από αυτή τη συνεργασία γεννήθηκε η Aramco, σφυρηλατώντας τη μακροχρόνια συμμαχία ΗΠΑ–Σαουδικής Αραβίας.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η SoCal επεκτάθηκε σε Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία, χτίζοντας διυλιστήρια και αγωγούς και εισερχόμενη στα πετροχημικά και το φυσικό αέριο. Το 1984 εξαγόρασε τη Gulf Oil, μία από τις μεγαλύτερες εταιρικές συμφωνίες της εποχής, και μετονομάστηκε σε Chevron Corporation. Ακολούθησαν η συγχώνευση με την Texaco (2000) και η εξαγορά της Unocal (2005), που αύξησαν θεαματικά τα παγκόσμια αποθέματά της.

Παράλληλα, η Chevron επενδύει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: αιολικά, ηλιακά και γεωθερμικά έργα, καθώς και παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων. Με τη λειτουργία της θερμικής ηλιακής μονάδας 29 MW στο Coalinga Field της Καλιφόρνια, έγινε πρωτοπόρος και στη γεωθερμία.

Σήμερα δραστηριοποιείται σε πάνω από 20 χώρες, απασχολώντας δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους. Οι δραστηριότητές της χωρίζονται σε δύο τομείς:

  • Upstream – εξερεύνηση και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου
  • Downstream – διύλιση, μεταφορά και εμπορία καυσίμων και χημικών προϊόντων

Η ημερήσια παραγωγή της ξεπερνά τα 1,7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και υγρών φυσικού αερίου, ενώ συνολικά παράγει περίπου 3 εκατ. βαρέλια ισοδυνάμου πετρελαίου την ημέρα.

Ο διευθύνων σύμβουλος Μάικ Γουέρθ (Mike Wirth) ηγείται με ρεαλισμό σε μια εποχή που η «πράσινη μετάβαση» συχνά μετατρέπεται σε σύνθημα. Όπως δήλωσε στο Chevron Newsroom (2024):

«Υπάρχουν τρία πράγματα που πραγματικά έχουν σημασία στην ενέργεια: η προσιτότητα, η αξιοπιστία και το περιβάλλον. Αν εστιάσουμε μόνο σε ένα, τότε δημιουργούμε ακούσιες συνέπειες και χάνουμε τη βιωσιμότητά μας.»

Και όπως πρόσθεσε στο CNN Business:

«Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν σημαντικό κομμάτι του ενεργειακού μείγματος. Το μέλλον θα κριθεί από το πόσο γρήγορα θα μειώσουμε τις εκπομπές και θα επενδύσουμε έξυπνα στις νέες τεχνολογίες.»

Από το πρώτο φρέαρ του Pico Canyon έως τη σύγχρονη εποχή της καινοτομίας, η Chevron παραμένει σύμβολο ανθεκτικότητας, ισορροπίας και προσαρμογής — μια εταιρεία που εξακολουθεί να γράφει την ιστορία της παγκόσμιας ενέργειας.

Chevron και HelleniQ Energy: Η Ελλάδα σε τροχιά ενεργειακής ισχύος

Εν μέσω αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων στη Μεσόγειο, η Chevron και η HelleniQ Energy ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας ως βασικού παίκτη στο ενεργειακό πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου.

20 Σεπτεμβρίου 2025, μια ημερομηνία-καταλύτης για τον ελληνικό ενεργειακό χάρτη. Εκείνη την ημέρα, η Chevron, σε συνεργασία με την HELLENiQ Energy, κατέθεσε την επίσημη προσφορά της για τα τέσσερα θαλάσσια «οικόπεδα» «Νότια της Πελοποννήσου», «Α2», «Νότια της Κρήτης I» και «Νότια της Κρήτης II», σηματοδοτώντας την επισφράγιση του ενδιαφέροντoς της που είχε εκδηλωθεί ήδη από το πρώτο δίμηνο του έτους.

Η συνεργασία της Chevron με την HelleniQ Energy στην έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου σηματοδοτεί ένα νέο κεφάλαιο για την ενεργειακή στρατηγική της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα ενεργειακό κολοσσό τεράστιου μεγέθους που επενδύει ενεργά στην ελληνική ΑΟΖ, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της χώρας ως ανερχόμενου ενεργειακού κόμβου της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Chevron είναι μία από τις ελάχιστες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες που διαθέτουν την οικονομική ισχύ, την τεχνογνωσία και τη γεωπολιτική ανθεκτικότητα για να στηρίξουν μια τόσο απαιτητική και στρατηγικά κρίσιμη επένδυση. Η παρουσία της σε κομβικές αγορές — από τις ΗΠΑ και τη Μέση Ανατολή μέχρι την Αφρική και τώρα την Ανατολική Μεσόγειο — της επιτρέπει να αντέχει τις διακυμάνσεις των αγορών και τις γεωπολιτικές πιέσεις, διασφαλίζοντας τη συνέχιση των έργων ακόμη και σε περίπλοκα διεθνή περιβάλλοντα.

Όπως ο ο υπουργός περιβάλλοντος και ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου δήλωσε:

«Σήμερα, η κοινοπραξία Chevron και Helleniq Energy ανακοίνωσε τη συμμετοχή της στον διεθνή διαγωνισμό για τα 4 θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου. Έτσι, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την αξιοποίηση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου της Πατρίδας μας. Πρόκειται για μία εξέλιξη Ελπίδας και Προοπτικής για τη χώρα μας.

Η Ελλάδα, με εθνική αυτοπεποίθηση, βάζει γερά θεμέλια για την ενεργειακή της αυτάρκεια και αξιοποιεί τη γεωπολιτική της θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εκπληρώνει το καθήκον της προς τα παιδιά μας και τις επόμενες γενιές, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις της για μια Ελλάδα ενεργειακά ασφαλή, επενδυτικά ελκυστική και γεωπολιτικά ισχυρή. Από αύριο προχωρούμε ακόμη πιο αποφασιστικά, πιο γρήγορα, ξεκλειδώνοντας τις δυνατότητες της χώρας μας για πρόοδο και ευημερία για όλες τις Ελληνίδες, για όλους τους Έλληνες».

Σε ένα περιβάλλον όπου η Τουρκία αισθάνεται αποκλεισμένη και προσπαθεί να επιβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα, και η Ευρωπαίκή Ένωση μάχεται για την απεξάρτηση της Ρωσικής ενέργειας και στρέφεται στην αναζητήση εναλλακτικών πηγών. Η παρουσία τόσο της Chevron όσο και της ExxonMobile στα ελληνικά ύδατα αποτελούν ένα σημαντικό χαρτί στο ενεργειακό μέλλον της Ελλάδος.

Η είσοδος της Chevron στην ελληνική ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης, σε συνεργασία με την HelleniQ Energy, δεν αφορά απλώς την αναζήτηση υδρογονανθράκων — αλλά την προβολή ισχύος σε μια περιοχή όπου ενέργεια, κυριαρχία και γεωπολιτική τέμνονται επικίνδυνα.

Για την Αθήνα, η συμφωνία αυτή συνιστά κομβική γεωπολιτική καμπή. Με αμερικανικά κεφάλαια και τεχνογνωσία να εισέρχονται σε μια από τις πιο αμφισβητούμενες θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου, η Ελλάδα ενισχύει τον ρόλο της ως αξιόπιστος δυτικός ενεργειακός κόμβος και ταυτόχρονα ως αντίβαρο στην τουρκική αναθεωρητική στρατηγική.

Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις η Ελλάδα ενδέχεται να διαθέτει αποθέματα 70–90 τρισ. κυβικών ποδιών φυσικού αερίου, ποσότητα σχεδόν ισότιμη με εκείνη που έχουν βρει το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν αυτά επιβεβαιωθούν, η αξία τους θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 200 δισ. δολάρια, με το ελληνικό κράτος να ανακτά έως και το ένα τρίτο μέσω φόρων και δικαιωμάτων εκμετάλλευσης — κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τον δημοσιονομικό ορίζοντα της χώρας και να επιτρέψει ουσιαστική μείωση του χρέους.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως το timing δεν είναι τυχαίο. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 -το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέλειψε αναγνωρίσει-  ήταν μια προσπάθεια ανασχεδίασης των θαλάσσιων ζωνών αγνοώντας το διεθνές δίκαιο. Μία κίνηση που  ανέτρεψε τις περιφερειακές ισορροπίες και αμφισβήτησε ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Η είσοδος της Chevron λειτουργεί πλέον ως άγκυρα αμερικανικής παρουσίας εντός της ίδιας περιοχής, στέλνοντας σαφές μήνυμα: η Μεσόγειος δεν αποτελεί πλέον «γκρίζα ζώνη» για τη Δύση.

Ταυτόχρονα, η επένδυση συνδέεται με τη στρατηγική απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ρωσία, μέσω της Gazprom, είχε μετατρέψει την ενέργεια σε εργαλείο πολιτικής πίεσης· σήμερα, η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σε μία ενδεχόμενη εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας για την ΕΕ. Η Ελλάδα, χάρη στη γεωγραφική της θέση, εξελίσσεται σε πύλη της ευρωπαϊκής ενεργειακής αυτονομίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς της με Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Chevron αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ενεργειακής αρχιτεκτονικής Δύσης που εκτείνεται από το αιγυπτιακό κοίτασμα Zohr έως το ισραηλινό Leviathan και το κυπριακό Aphrodite — ένα δημοκρατικό τόξο ενέργειας που αποκλείει τόσο τη Μόσχα όσο και την Άγκυρα.

Ωστόσο, η επιτυχία του σχεδίου δεν είναι δεδομένη. Θα εξαρτηθεί από τη σταθερότητα της περιοχής και τη συνέπεια της ελληνικής διπλωματίας, καθώς πρόκειται για ένα έργο μακροχρόνιο, τεχνικά απαιτητικό και γεωπολιτικά ευαίσθητο. Η πορεία από την υπογραφή μέχρι την πραγματική εξόρυξη ενέργειας μπορεί να διαρκέσει χρόνια, με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς. χωρίς να γνωρίζουμε, ακόμη, αν τα ελληνικά υπεράκτια κοιτάσματα είναι τεχνικά και οικονομικά βιώσιμα για εξόρυξη πριν από το 2030, κάτι που καθιστά το στοίχημα υψηλού ρίσκου αλλά και υψηλού συμβολισμού

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας, τονίζοντας —στην καθιερωμένη κυριακάτικη ανάρτησή του— πως η διαδικασία προχωρά «γρηγορότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Όπως σημείωσε, «μετά την υπογραφή της σχετικής υπουργικής απόφασης, η κοινοπραξία Chevron–HelleniQ Energy ανακηρύχθηκε προτιμητέος επενδυτής για τις έρευνες σε τέσσερα θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου, σε έκταση περίπου 47.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων».

Η διαδικασία, όπως ανέφερε, θα περάσει από προσυμβατικό έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ οι σεισμικές έρευνες εκτιμάται ότι θα ξεκινήσουν εντός του 2026.

Αν επιβεβαιωθούν τα κοιτάσματα, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε εναλλακτικό πάροχο φυσικού αερίου για την Ευρώπη, αναβαθμίζοντας τη θέση της στην ενεργειακή αρχιτεκτονική της Ανατολικής Μεσογείου. Μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε την πρακτική μετάβαση της χώρας από εισαγωγέα σε παραγωγό — και θα επιβεβαίωνε ότι η ενεργειακή της διπλωματία αποδίδει στρατηγικούς καρπούς.

Διαβάστε επίσης: 

Τζωρτζ Φειδίας Μίτσελ: O Έλληνας «πατέρας του fracking» που μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε ενεργειακή υπερδύναμη

Peter Thiel: Ο δισεκατομμυριούχος της Silicon Valley που κάνει διαλέξεις για τον Αντίχριστο και επενδύσεις για την αθανασία

Πίτερ Διαμαντής: Από τη NASA στη μάχη για τη μακροζωία – Ο Έλληνας που επενδύει στο μέλλον της υγείας