Μισέλ Ομπάμα
της Gillian Tett
Πριν από καναδυό μήνες, είπα στις έφηβες κόρες μου ότι θα συναντούσα τη Michelle Obama σε ένα μικρό δείπνο. Τσίριξαν με τόσο πάθος που θα νόμιζες ότι επρόκειτο για κάποιον σταρ του YouTube ή ηθοποιό του Harry Potter — και με ικέτευσαν να βγάλω «selfies». Η πρώην «πρώτη κυρία» συμφώνησε. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα χρησιμοποιούσα τη φωτογραφία για να πω στα κορίτσια μου ότι πρέπει να «παραμείνουν δυνατές» στους πολιτικούς αγώνες τους. «Αυτό είναι που έχει σημασία», μου εξήγησε.
Το «μείνε δυνατή» συνοψίζει το βασικό μάντρα στα απομνημονεύματά της, όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο «Becoming».
Στα 54 χρόνια της, η Michelle Obama αντιμετωπίζει ένα παράδοξο. Αφενός, στο άκουσμά του, το όνομά της προκαλεί μεγαλύτερο θετικό πάθος στους millennials, σε εθνοτικές μειονότητες -και σε ένα μεγάλο κομμάτι της βάσης των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών- από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο που συνδέεται με την κυβέρνηση του συζύγου της Barack Obama. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει αστέρι της πολιτικής. Και, αντίθετα με την Hillary Clinton, δεν θέλει ηγετικούς πολιτικούς ρόλους.
«Επειδή με ρωτούν συχνά, θα το πω εδώ σαφώς: Δεν έχω καμία πρόθεση να βάλω υποψηφιότητα για κανένα αξίωμα, ποτέ», εξηγεί προς το τέλος του βιβλίου της.
«Δεν υπήρξα ποτέ φαν της πολιτικής και η εμπειρία μου (από αυτήν) τα τελευταία 10 χρόνια δεν μου άλλαξε γνώμη», σημειώνει.
Έτσι, προσπαθεί -και πάντα προσπαθούσε- να δει πώς θα χρησιμοποιήσει την πλατφόρμα της. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι Obama έγραψαν Ιστορία όταν μπήκαν στον Λευκό Οίκο το 2009 και θέλει να γιορτάζει το επίτευγμα αυτό ως πηγή έμπνευσης. Όμως, όπως οι περισσότερες μαύρες γυναίκες -ιδίως εκείνες που έχουν εξουσία- δεν θέλει να ορίζεται μόνο από το χρώμα ή το φύλο της. Και ενώ οι Obama άφησαν τον Λευκό Οίκο θεωρώντας ότι είχαν δημιουργήσει μια σημαντική κληρονομιά για τη σημασία της ένταξης όλων στην κοινωνία και τη βελτίωση των σχέσεων των διαφόρων φυλών, οι εξελίξεις δείχνουν ότι προκάλεσαν επίσης και ένα αντίθετο ρεύμα που -αντίθετα από τις προσδοκίες τους- έφερε στην αμερικανική προεδρία τον Donald Trump. Έναν άνθρωπο αντίθετο σε πάρα πολλά από τα όνειρά τους.
Πώς λοιπόν αντιλαμβάνεται η Michelle LaVaughn Robinson Obama αυτήν την μπερδεμένη, προκλητική κληρονομιά;
Ουσιαστικά, παρουσιάζοντας τη ζωή της ως μήνυμα ελπίδας και πρόκλησης.
Τα βασικά της πορείας της είναι ήδη γνωστά: Γεννήθηκε στη South Side του Σικάγο, σε μια φτωχή αλλά φιλόδοξη και δεμένη οικογένεια που έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε στα παιδιά της. Παρότι ο πατέρας της έδινε μάχη με τη σκλήρυνση κατά πλάκας.
Η στήριξη των γονιών της, μαζί με την τάση της να προγραμματίζει τα πάντα στα όρια του ψυχαναγκασμού, την οδήγησαν σε ένα επιλεκτικό λύκειο και μετά στο Princeton και τη Νομική Σχολή του Harvard με υποτροφίες.
Επέστρεψε στο Σικάγο ως δικηγόρος στην Sidley Austin, προορισμένη φαινομενικά για μια σταθερή, άνετη ζωή μεσαίας τάξης – ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, από μόνο του, για μία μαύρη γυναίκα που έτυχε να γεννηθεί στη λάθος πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής.
Η ζωή της άλλαξε όταν κλήθηκε να αναλάβει το mentoring ενός άλλου ανερχόμενου μαύρου φοιτητή στη Νομική Σχολή του Harvard: του Barack Obama.
Τον περιγράφει -τον άνθρωπο που γεννήθηκε μέσα σε μια περιπλανώμενη, διεθνή οικογένεια και αποπνέει ολόκληρος αυτοπεποίθηση- σαν το «yin» στο «yang» της.
Όμως, ένα βράδυ ήρθαν κοντά, θυμάται η Michelle, και «κάθε ανησυχία που είχα για τη ζωή και την καριέρα μου, ακόμη και για τον ίδιο τον Barack, έσβησε με εκείνο το πρώτο φιλί».
Κάποιοι αναγνώστες μπορεί να χαμογελάσουν με το μελό. Εξυπηρετεί, όμως, έναν σκοπό: το βιβλίο είναι διάστικτο από ιστορίες για αυτήν τη συμπληρωματική σχέση -πόσο απολαμβάνουν να πειράζουν ο ένας τον άλλο για θέματα όπως το ότι αυτός καπνίζει ή η ανάγκη της για έλεγχο- και, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει με πειστικό τρόπο ότι οι Obama έχουν μια αληθινή βαθιά ρομαντική σχέση.
Όμως, το «Becoming» δείχνει επίσης σαφώς ότι η διαδρομή που είχαν ως οικογένεια δεν ήταν παραμυθένια. Αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής τους, όπως ότι είχε μια αποβολή και ότι ήταν αδύνατο να συλλάβει χωρίς εξωσωματική. Επίσης, όταν ο Barack Obama είχε εκλεγεί στη Γερουσία της Πολιτείας του Ιλινόις, ο γάμος τους βρέθηκε υπό τέτοια πίεση που εκείνη επέμεινε να πάνε σε σύμβουλο γάμου.
«Ήταν μάλλον τότε που ένιωσα για πρώτη φορά ένα είδος μίσους για την πολιτική και κατάλαβα την ακλόνητη αφοσίωση του Barack στη δουλειά», γράφει. «Αντιλαμβανόμουν ήδη ότι οι θυσίες θα ήταν περισσότερο δικές μου παρά δικές του», σημειώνει.
Είχε επίσης να αντιμετωπίσει την πρόκληση να συνδυάσει καριέρα και μητρότητα, απρόθυμη να θυσιάσει οποιοδήποτε από τα δύο.
Σε μια συγκινητική παράγραφο, αποκαλύπτει ότι στη δουλειά «υπήρχαν φορές που θα καθόμουν στο παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου και θα έτρωγα το fast food μου μόνη μου με το ραδιόφωνο να παίζει», σε μια σπάνια στιγμή ανακούφισης και χρόνου αφιερωμένου στον εαυτό της.
Όταν ο Barack Obama μπήκε στη Γερουσία και μετά έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος, η κρίση ταυτότητας που αντιμετώπιζε -και το άγχος της- εντάθηκε. Ήξερε ότι μπαίνοντας στον Λευκό Οίκο θα υποχρεωνόταν, όπως και η Hillary Clinton, να βάλει την καριέρα της στον πάγο. Μισούσε ότι «ήμουν πλέον η κ. Obama με έναν τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί μειωτικός, μια κυρία που ορίζεται από τον κύριό της». Και δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει τη θέση της ως μαύρης γυναίκας για να φέρει αλλαγές, χωρίς να πέσει στο στερεότυπο της «θυμωμένης μαύρης γυναίκας».
Παρ’ όλα αυτά, τα κατάφερε. Πρωτοστάτησε σε πρωτοβουλίες για την προβολή θεμάτων όπως η υγεία των παιδιών, η εκπαίδευση των κοριτσιών, η μάχη κατά των συμμοριών και των όπλων.
Προσέδωσε επίσης μια αίσθηση ανθρωπιάς στο προεδρικό ζεύγος, η οποία ήταν εξαιρετικά απαραίτητη, καθώς μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του Barack Obama είναι ο αποστασιοποιημένος, εγκεφαλικός αέρας που αποπνέει.
Στο τέλος του βιβλίου, γράφει για το πόσο την σόκαρε η νίκη του Trump και τον τρόμο που της προκάλεσαν ο εριστικός τόνος του και ο φαινομενικός μισογυνισμός της προεκλογικής εκστρατείας του.
«Φυτεύαμε σπόρους αλλαγής, τον καρπό των οποίων μπορεί να μη δούμε ποτέ», λέει.
Μπορεί αυτή να είναι η μόνη ρεαλιστική στάση. Αλλά μετά από 421 σελίδες, έκλεισα το βιβλίο με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα χρησιμοποιήσει την απίστευτη εξυπνάδα, την ανθρωπιά και το χιούμορ της για να προσφέρει ένα πιο απτό όραμα για το πώς η Αμερική μπορεί να αντιμετωπίσει την αύξηση της πόλωσης και του μίσους.
Ναι, το «μείνε δυνατή!» είναι μια καλή αρχή -ιδίως για τις έφηβες- αλλά αυτήν τη στιγμή η Αμερική χρειάζεται πολλά περισσότερα.
[ft_copy]
© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.