Kατά τη διάρκεια μίας εκδήλωσης που σηματοδότησε τη νέα συμφωνία χορηγίας της UniCredit με την ομάδα της Ferrari στη Formula 1, ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας, Αντρέα Ορσέλ, έκανε παραλληλισμούς μεταξύ των δύο εταιρειών.

«Αυτά είναι δύο brands ξεκίνησαν στην Ιταλία με το όνειρο να δημιουργήσουν κάτι πιο παγκόσμιο», είπε ο Orcel. «Στην περίπτωση της Ferrari, πραγματικά παγκόσμιο. Και στην περίπτωση της UniCredit, πανευρωπαϊκό».

1

Ωστόσο, η φιλοδοξία του Ορσέλ για τη UniCredit βρίσκεται υπό απειλή. Η γερμανική αντίδραση στην εξαγορά της Commerzbank από την ιταλική τράπεζα ανάγκασε τον CEO να παγώσει τα σχέδια εξαγοράς, ενώ η Ρώμη προέβη σε έκτακτα μέτρα για να εμποδίσει την προσπάθειά του να αγοράσει τη μικρότερη μιλανέζικη ανταγωνίστρια Banco BPM.

Οι αποτυχίες αυτές εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το αν ο Oρσέλ ένας αμείλικτος dealmaker με φήμη σκληρού διαπραγματευτή, θα παραμείνει ικανοποιημένος διατηρώντας τη UniCredit στην τρέχουσα μορφή της.

Ο ίδιος παραμένει πιστός στην φιλοδοξία του να μετατρέψει την τράπεζα σε περιφερειακή δύναμη, δηλώνοντας στους Financial Times ότι «όταν μιλάμε για… το όνειρο της Ευρώπης να έχει μεγάλες, πανευρωπαϊκές τράπεζες, τότε εμείς θα είμαστε οι πρώτοι που θα το πραγματοποιήσουμε».

Τα προβλήματα με Commerzbank και BPM

Ωστόσο, με δύο σημαντικούς στόχους να έχουν αποκλειστεί προς το παρόν, αναλυτές, επενδυτές και ανταγωνιστές θέλουν να μάθουν ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της πιο πολύτιμης τράπεζας της Ιταλίας.

Πριν από λιγότερο από ένα χρόνο, η UniCredit πίστευε ότι το σχέδιό της να κλείσει δύο ισχυρές συμφωνίες ήταν ακόμα σε καλό δρόμο, καθώς στόχευε στην πλήρη ενσωμάτωση της BPM έως τον Ιούνιο του 2026, πριν προχωρήσει σε μία κίνηση για την Commerzbank, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το θέμα.

Αλλά η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζιόρτζια Μελόνι χρησιμοποίησε τη λεγόμενη «χρυσή εξουσία» της — έναν μηχανισμό που αρχικά θεσπίστηκε για τον έλεγχο ξένων εξαγορών στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων — προκειμένου να μπλοκάρει την εξαγορά της BPM.

Και ενώ η UniCredit απέκτησε γρήγορα μερίδιο 29% στην Commerzbank μέσω αγορών μετοχών και παραγώγων, η αντίδραση από το διοικητικό συμβούλιο της γερμανικής τράπεζας και το Βερολίνο — καθώς και η άνοδος της χρηματιστηριακής αξίας της Commerzbank — την ανάγκασαν να αναβάλει οποιαδήποτε απόφαση για πλήρη εξαγορά μέχρι το 2027. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ο έμπειρος στις συμφωνίες τραπεζίτης Ορσέλ έκρινε λανθασμένα το πολιτικό κλίμα.

«Οι τράπεζες είναι κυριαρχικά και σημαντικά περιουσιακά στοιχεία για μια χώρα», δήλωσε ένας ανώτερος Ευρωπαίος τραπεζίτης. «Δεν μπορείς απλώς να αποφασίσεις να εισβάλεις αν η κυβέρνηση δεν αισθάνεται άνετα. Ήθελε να προχωρήσει πιεστικά χωρίς να λάβει υπόψη τις τοπικές ευαισθησίες, που είναι σημαντικές. Παρερμήνευσε το πολιτικό πλαίσιο.»

Ένας άλλος έμπειρος τραπεζίτης στον τομέα των συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A) ήταν πιο ευθύς, λέγοντας ότι ο επικεφαλής της UniCredit «θα μπορούσε να είχε ολοκληρώσει αυτές τις συμφωνίες αν ήταν πιο διαλλακτικός και λιγότερο αλαζόνας».

Ο Ορσέλ διαφωνεί, λέγοντας ότι το Βερολίνο αρχικά υποστήριζε το σχέδιο της UniCredit — η οποία έχει ήδη παρουσία στη Γερμανία μέσω της θυγατρικής της HypoVereinsbank — να αποκτήσει μερίδιο στην Commerzbank.

Στο μεταξύ, μια ανάλυση που πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων από το διοικητικό συμβούλιο της UniCredit κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί ελιγμοί της ιταλικής κυβέρνησης μετά την κίνηση της τράπεζας για την εξαγορά της BPM έκαναν σχεδόν αδύνατη την επιτυχία της προσφοράς.

«Δεν περιμέναμε τόσο έντονη πολιτική αντίδραση γύρω από την υπόθεση της BPM, δεδομένου του πόσο λογική ήταν η συναλλαγή, ούτε τον τρόπο με τον οποίο τελικά εφαρμόστηκε η “χρυσή εξουσία”», δήλωσε ο Ορσέλ.

Αύξηση της μετοχής σχεδόν 650%

Παρά τα εμπόδια στις συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A), οι μέτοχοι και οι αναλυτές παραμένουν αισιόδοξοι για την UniCredit. Από τότε που ο Ορσέλ ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Απρίλιο του 2021, η μετοχή της έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 650%, ξεπερνώντας τους μεγάλους ευρωπαϊκούς ομίλους την ίδια περίοδο.

Η μετοχή έχει αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα φέτος, και οι αναλυτές βλέπουν περαιτέρω δυνατότητες ανόδου παρά τις προκλήσεις. Από τους 23 αναλυτές που καλύπτουν την τράπεζα, μόνο δύο έδωσαν αρνητική αξιολόγηση στην UniCredit, σύμφωνα με το Bloomberg.

Ο Andrew Coombs, αναλυτής στην Citigroup, δήλωσε ότι η UniCredit έχει «βελτιώσει σημαντικά» τις επιδόσεις της μέσω μέτρων όπως η αυστηρή πειθαρχία στα κόστη, και ότι παράγοντες όπως οι χαμηλές προβλέψεις για επισφαλή δάνεια, η αύξηση των εσόδων από προμήθειες και η αποδοτική διάθεση κεφαλαίων θα πρέπει να «οδηγήσουν σε περαιτέρω βελτίωση» των αποδόσεων.

Ωστόσο, η ώθηση στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα των ευρωπαϊκών τραπεζών —η διαφορά μεταξύ των τόκων που λαμβάνουν οι τράπεζες από τους δανειολήπτες και αυτών που πληρώνουν στους καταθέτες— από τα υψηλότερα επιτόκια των τελευταίων ετών, αρχίζει να μειώνεται. Το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα της UniCredit μειώθηκε κατά περισσότερο από 5% κατά τους τρεις μήνες έως το τέλος Σεπτεμβρίου σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.

Ο Oρσέλ θεωρεί ότι ο κλάδος αντιμετωπίζει μια πιο δύσκολη περίοδο μετά από αρκετά χρόνια υψηλών αποδόσεων. «Η αγορά έχει περάσει από το να είναι πολύ απαισιόδοξη για τις ευρωπαϊκές τράπεζες στο ενδεχόμενο να είναι υπερβολικά αισιόδοξη», είπε. «Προετοιμαζόμαστε για ένα πιο δύσκολο περιβάλλον.»

Ο ρόλος της Alpha Bank

Ένα στοιχείο που θα βοηθήσει την UniCredit είναι η αύξηση συμμετοχής της στην Commerzbank και στην ελληνική Alpha Bank, η οποία, σύμφωνα με τον Coombs της Citi, προβλέπεται να προσθέσει μαζί περίπου 800 εκατ. ευρώ ετησίως σε έσοδα.

Η συμμετοχή 29,5% που κατέχει η UniCredit στην Alpha, που υποστηρίχθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, αυξάνει την πιθανότητα η ιταλική τράπεζα να προχωρήσει σε προσφορά για την τράπεζα αξίας 8,1 δισ. ευρώ, αν και ο Oρσέλ έχει δηλώσει ότι, «για την ώρα», θα «παραμείνει σε επίπεδο συμμετοχής κάτω από πλήρη προσφορά».

H μετοχή της Unicredit έχει υπεραποδώσει σε σχέση με αυτές των ανταγωνιστριών της

Αλλά σε σύγκριση με ορισμένους από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς ανταγωνιστές της, η UniCredit δεν διαθέτει αντίστοιχες επιχειρηματικές γραμμές σε τομείς όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η ασφάλιση, οι πληρωμές και η επενδυτική τραπεζική, οι οποίοι δημιουργούν έσοδα από προμήθειες.

Η προηγούμενη ηγεσία της ιταλικής τράπεζας είχε εκσυγχρονίσει την τράπεζα μέσω εκχώρησης θυγατρικών, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης της διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων Pioneer στην Amundi και της διαδικτυακής χρηματιστηριακής Fineco.

Με λίγους προφανείς μεγάλους στόχους συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A) να απομένουν, οι παρατηρητές της βιομηχανίας εκτιμούν ότι η προσοχή του Oρσέλ θα στραφεί τώρα σε αυτό το κομμάτι της ομάδας που παράγει έσοδα από προμήθειες.

«Στην Ιταλία, πρακτικά δεν υπάρχουν επιλογές λιανικής για τη UniCredit», δήλωσε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος άλλης ιταλικής τράπεζας. «Τώρα θα επικεντρωθεί στην ανάπτυξη σε τομείς όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η ιδιωτική τραπεζική, η επενδυτική τραπεζική, η επέκταση της διεθνούς παρουσίας και η συνεχής οργανική ανάπτυξη».

Ο Oρσέλ, ο οποίος δηλώνει ότι σύντομα θα παρουσιάσει ένα σχέδιο ανάπτυξης για την τράπεζα στην Ιταλία που θα είναι «αποκλειστικά οργανικό», βρίσκεται ήδη στη διαδικασία επαναδημιουργίας μέρους της μονάδας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας.

Η UniCredit έχει σύμβαση με την Amundi που επιτρέπει στην ιταλική τράπεζα να διανέμει τα προϊόντα της γαλλικής διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων έως το 2027. Η Amundi, παράλληλα, διαχειρίζεται σχεδόν 70 δισ. € σε περιουσιακά στοιχεία για τη UniCredit στην Ιταλία.

Ο Oρσέλ επιδιώκει να αυξήσει το ποσοστό των τελών που εισπράττει η τράπεζα από την πώληση κεφαλαίων και έχει δηλώσει προηγουμένως ότι η UniCredit ενδέχεται να μην ανανεώσει το συμβόλαιο με την Amundi. Εάν αποσύρει τα κεφάλαιά της από την Amundi, η ιταλική τράπεζα θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να τα διαχειρίζεται εσωτερικά ή να συνάψει νέα συμφωνία με κάποιον άλλο διαχειριστή κεφαλαίων.

Εστίαση στο private banking

«Έχουμε και θα συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε τις δικές μας δυνατότητες εσωτερικά», δήλωσε ο CEO, προσθέτοντας ότι όταν η τράπεζα αποκτήσει αυτή τη δυνατότητα «θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο πώς μπορούμε να αυξήσουμε τα υπό διαχείριση κεφάλαια».

Επισήμανε ότι στη συνέχεια η προσοχή θα στραφεί στο private banking, με την τράπεζα να επιδιώκει την επέκταση της δραστηριότητας της μέσω της αύξησης της πελατειακής της βάσης «μεσαίου εισοδήματος».

Πρόσθεσε ότι η τράπεζα θα επικεντρωθεί επίσης στην επιτάχυνση των βελτιώσεων της τεχνολογίας της, ώστε να ανταγωνιστεί τις «κορυφαίες fintech», καθώς και στην εστίαση σε μια σειρά προϊόντων και γεωγραφικών περιοχών που εγκαταλείφθηκαν κατά την περίοδο της αναδιάρθρωσης μετά την οικονομική κρίση, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης στην Ανατολική Ευρώπη.

«Καταλαβαίνω ότι δεν είναι τόσο συναρπαστικό όσο το 2022-2023, όταν διπλασιάζαμε τα καθαρά κέρδη κάθε χρόνο», είπε. «Δεν είναι τόσο συναρπαστικό όσο τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ανακοινώσαμε την προσφορά για την BPM. Αλλά έτσι είναι τα πράγματα».

Ο Oρσέλ πρόσθεσε ότι «δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να υποβάλουμε προσφορές για άλλα πράγματα, αλλά, προς το παρόν, εστιάζουμε αποκλειστικά στο να ξεπεράσουμε τους ανταγωνιστές μας σε κερδοφόρα ανάπτυξη και πολύ υψηλές διανομές».

Επίσης, επισήμανε ότι οι συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A) μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, κάποιες φορές ήταν «δύσκολο» να διατηρήσει την ομάδα διοίκησής του και τον οργανισμό συγκεντρωμένους και πειθαρχημένους στα βασικά, εν μέσω των διαπραγματεύσεων για την BPM.

Στο μεταξύ, η ρωσική δραστηριότητα της UniCredit συνεχίζει να αποτελεί στρατηγικό πρόβλημα για τον όμιλο. Ο Oρσέλ είχε δηλώσει προηγουμένως ότι η δέσμευση της τράπεζας να αποχωρήσει από τη χώρα ήταν «απόλυτα σαφής», αλλά καθυστερούσε λόγω νομικών και κανονιστικών εμποδίων που επέβαλε η Μόσχα.

Δήλωσε στους FT ότι οι προσπάθειες για την εκκαθάριση της μονάδας — κάτι για το οποίο έχει δεχτεί πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιταχύνει — συνεχίζονται, προσθέτοντας ότι θα «εξαλειφθεί πρακτικά» από τον όμιλο μέχρι το επόμενο έτος.

Πλεόνασμα 10-11,5 δισ. ευρώ

Οι μέτοχοι φαίνονται αισιόδοξοι για τη θέση στην οποία βρίσκεται η τράπεζα. Η UniCredit έχει δεσμευτεί να διανείμει τουλάχιστον 9,5 δισ. ευρώ στους επενδυτές μέσω επαναγοράς μετοχών και μερισμάτων για το οικονομικό έτος 2025, με τον Oρσέλ να δηλώνει τον Σεπτέμβριο ότι η τράπεζα είχε πλεόνασμα κεφαλαίου ύψους 10-11,5 δισ. ευρώ.

«Έχει δείξει τεράστια πειθαρχία», είπε ο Cole Smead, διευθύνων σύμβουλος της Smead Capital Management, μετόχου της UniCredit. «Ο Oρσέλ ήταν ο καλύτερος στην κατανομή κεφαλαίων μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών. Αν κάτι δεν είναι χαλασμένο, μην το φτιάχνεις».

Ένας άλλος ανώτερος Ιταλός επενδυτικός τραπεζίτης προειδοποίησε ότι ο Oρσέλ θα έχανε διαπραγματευτική δύναμη αν παρέδιδε το πλεονάζον κεφάλαιο στους μετόχους. «Αν επιστρέψει όλο το κεφάλαιο, θα χάσει την αίσθηση ότι μπορεί να πραγματοποιήσει μια μεγάλη συμφωνία συγχώνευσης και εξαγοράς».

Παρά τις προκλήσεις και τις αποτυχίες, ο Orcel φαίνεται ακλόνητος στην αποστολή του.

«Η UniCredit είναι ένα παράξενο, υπέροχο ζώο», δήλωσε. «Έχουμε ένα λογότυπο στη Ferrari. [Έχουμε]… τον καλύτερο εισοδηματικό δείκτη και απόδοση ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των ομολόγων μας. Η δουλειά είναι τόσο ικανοποιητική».


© The Financial Times Limited 2024. All Rights Reserved. Not to be redistributed, copied or modified in any way.
mononews.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation.