Η επίσημη ανακοίνωση της πώλησης της Ατλέτικο Μαδρίτης στο αμερικανικό fund Apollo Sports Capital ήταν το νέο επεισόδιο στο σίριαλ της αμερικανικής εξάπλωσης στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Το Apollo, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αποκτά πλειοψηφικό πακέτο στην Ατλέτικο, δίνοντας νέα διάσταση στη σχέση μεταξύ αμερικανικού χρήματος και ευρωπαϊκής παράδοσης.

1

Σχεδόν ταυτόχρονα, στην Αγγλία, η Knighthead Capital Management του Τόμας Βάγκνερ ολοκλήρωσε την εξαγορά της Μπέρμιγχαμ, ανεβάζοντας το ποσοστό της στο 96,6%. Το fund που συνεργάζεται στενά με τον Τομ Μπρέιντι —ναι, τον ίδιο τον θρύλο του NFL— έχει μετατρέψει την άλλοτε παραμελημένη ομάδα της Championship σε επιχειρηματικό project με διεθνή προοπτική.

Δύο κινήσεις, δύο χώρες, μία κοινή λογική: η αμερικανική είσοδος στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει πάψει να είναι τάση· είναι πια δομή. Το «football» γίνεται «soccer», όχι απλώς στη γλώσσα, αλλά στο επιχειρηματικό DNA των συλλόγων.

Γιατί οι Αμερικανοί αγοράζουν (σ)την Ευρώπη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν φετίχ με το ποδόσφαιρο. Έχουν φετίχ με το… ROI —την απόδοση επένδυσης. Στο ευρωπαϊκό μοντέλο βλέπουν ό,τι έχουν ήδη χτίσει στα NBA, NFL, MLB: μια κερδοφόρα, πλήρως εμπορευματοποιημένη αθλητική αγορά. Οι Αμερικανοί επενδυτές βλέπουν συλλόγους με εκατομμύρια φιλάθλους, παγκόσμια brand recognition και τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης τηλεοπτικών, εμπορικών και ψηφιακών εσόδων — αλλά με ερασιτεχνική διοικητική νοοτροπία.

Η λογική είναι απλή: αγοράζεις μια ιστορική ομάδα «χαμηλά», τη σταθεροποιείς οικονομικά, επενδύεις σε υποδομές και marketing, και μέσα σε 3-5 χρόνια πολλαπλασιάζεις την αξία της. Η Αστον Βίλα, η Ρόμα, η Τουλούζ και η Μίλαν είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου τα funds μετέτρεψαν ζημιογόνες ομάδες σε κερδοφόρα brands.

Από πίσω, όμως, κρύβεται και κάτι άλλο: το αμερικανικό κεφάλαιο έχει πια την τεχνογνωσία να οργανώνει πολυϊδιοκτησίες — να κατέχει ομάδες σε διαφορετικές χώρες ή πρωταθλήματα και να λειτουργεί διασυνδεδεμένα συστήματα scouting, data analytics, και εμπορικών δικαιωμάτων.

Η Αγγλία των αμερικανών funds

Στην Αγγλία, η αμερικανική επιρροή έχει πάρει μόνιμο χαρακτήρα καθώς πάνω από δέκα ομάδες της Premier League ανήκουν σήμερα σε Αμερικανούς. Στην κορυφή βρίσκεται ο Τοντ Μποέλι, επικεφαλής του fund Clearlake Capital, που μαζί με τον Μαρκ Γουόλτερ ελέγχουν την Τσέλσι και, μέσω του ομίλου BlueCo, και το Στρασβούργο στη Γαλλία — χαρακτηριστική περίπτωση πολυϊδιοκτησίας.

Ακολουθεί ο πολυπράγμων Τζον Τέξτορ, μέσω του ομίλου Eagle Football Holdings, που έχει στην κατοχή του τη γαλλική Λιόν (77,5%), αλλά και μετοχές σε Κρίσταλ Πάλας, Μποταφόγκο (Βραζιλία) και Ρεσίφε (Βραζιλία). Ο Τέξτορ θεωρείται ίσως ο πιο επιθετικός «πολυεθνικός» παίκτης του αμερικανικού ποδοσφαιρικού καπιταλισμού.

Οι Σταν Κρένκε και η Kroenke Sports & Entertainment ελέγχουν την Αρσεναλ στο 100%, ενώ ο όμιλος Fenway Sports Group του Τζον Χένρι και του Τομ Βέρνερ κατέχει τη Λίβερπουλ (και τις ομάδες μπέιζμπολ Μπόστον Ρεντ Σοξ και χόκεϊ Πίτσμπουργκ Πένγκουϊνς).

Η οικογένεια Γκλέιζερ εξακολουθεί να κρατά την πλειοψηφία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, παρότι έχει παραχωρήσει το 28% στον Βρετανό Τζιμ Ράτκλιφ.

Ο Γουές Έντενς —γνωστός επίσης για τη συμμετοχή του στους Μιλγουόκι Μπακς του NBA— κατέχει το 50% της Αστον Βίλα, ο Αλαν Πέις μέσω της ALK Capital την Μπέρνλι, ο Μπιλ Φόλεϊ την Μπόρνμουθ, και ο πασίγνωστος επιχειρηματίας Σαχίντ Καν τη Φούλαμ.

Επιπλέον, στην Championship, η Knighthead έχει την Μπέρμιγχαμ, οι 49ers Enterprises (συνδεδεμένοι με τους Σαν Φρανσίσκου 49ers του NFL) έχουν εξ ολοκλήρου τη Λιντς, ενώ η Gamechanger 20 LLC κατέχει την Ιπσουιτς.

Συνολικά, η αγγλική πυραμίδα φιλοξενεί πάνω από δώδεκα αμερικανικές ιδιοκτησίες, καθιστώντας την Premier League το πιο «αμερικανοποιημένο» πρωτάθλημα στον κόσμο.

Οι υπόλοιποι της «γηραιάς ηπείρου»

Στην Ιταλία, το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις πανδημίας. Ο Τζέρι Καρντινάλε της RedBird Capital Partners κατέχει τη Μίλαν και την Τουλούζ στη Γαλλία, φτιάχνοντας ένα «δίδυμο» ομάδων σε δύο διαφορετικά πρωταθλήματα. Ο Νταν Φρίντκιν ελέγχει τη Ρόμα και πρόσφατα απέκτησε και την Εβερτον, δείχνοντας ότι η επέκταση δεν έχει γεωγραφικά όρια.

Ο Ρόκο Κομίσο, ιδιοκτήτης της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Mediacom, είναι απόλυτος άρχοντας της Φιορεντίνα, ενώ ο Κάιλ Κράους της Krause Group έχει την Πάρμα και ο όμιλος 777 Partners την Τζένοα (μαζί με μετοχές σε Σταντάρ Λιέγης και Βάσκο ντα Γκάμα).

Η Αταλάντα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του επενδυτικού σχήματος του Στίβεν Παλιούκα (πρώην συνιδιοκτήτης των Μπόστον Σέλτικς), ενώ η Ίντερ ανήκει πλέον κατά 99% στο fund Oaktree Capital των Χάουαρντ Μαρκς, Μπρους Καρς και Τζον Φρανκ, ύστερα από την κατάπτωση του δανείου της κινέζικης οικογένειας Ζανγκ.

Στη Γαλλία, ο Φρανκ Μακόρτ κατέχει τη Μαρσέιγ, ο Τέξτορ τη Λιόν, ο Τζέρι Καρντινάλε τη Τουλούζ, ο Τοντ Μποέλι (μέσω BlueCo) το Στρασβούργο και ο Βίνσεντ Βόλπ τη Χάβρη.

Αυτό το αμερικανικό «Club des Cinq» (σ.σ. των πέντε) έχει μετατρέψει τη Ligue 1 σε επενδυτικό πεδίο πειραματισμού — μια αγορά ιδανική για «value investing» και πώληση παικτών στην Premier League.

Στην Ισπανία, πέρα από τη νέα είσοδο της Apollo στην Ατλέτικο Μαδρίτης, ο πρώην τενίστας Άντι Κόλμπεργκ έχει την πλειοψηφία της Μαγιόρκα, ενώ η Velocity Sports Partners (συνδεδεμένη με την ALK Capital του Πέις της Μπέρνλι) αγόρασε πριν από λίγο καιρό την Εσπανιόλ.

Ο νέος χάρτης του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου

Αν προσθέσει κανείς όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τουλάχιστον 27 ευρωπαϊκές ομάδες των κορυφαίων πρωταθλημάτων και ευρωπαϊκών διοργανώσεων ανήκουν πια σε αμερικανικά χέρια. Και πολλές από αυτές ελέγχονται από τα ίδια funds ή επιχειρηματικά σχήματα που μοιράζουν την επιρροή τους σε διαφορετικές χώρες.

Ο Τζον Τέξτορ (Λιόν, Κρίσταλ Πάλας, Μποταφόγκο), ο Τζέρι Καρντινάλε (Μίλαν και  Τουλούζ), ο Τοντ Μποέλι (Τσέλσι και Στρασβούργο), ο Νταν Φρίντκιν (Ρόμα και Εβερτον) και ο όμιλος 777 Partners (Τζένοα, Σταντάρ Λιέγης και Βάσκο ντα Γκάμα) συνθέτουν την πρώτη γενιά διακρατικών ιδιοκτητών.

Κι ενώ οι Ευρωπαίοι ακόμη συζητούν αν αυτό το μοντέλο «πνίγει» το συναίσθημα του ποδοσφαίρου, οι Αμερικανοί έχουν ήδη μεταφέρει την κουλτούρα τους: spreadsheets αντί για φανατισμό, επενδυτικά KPI αντί για ποδοσφαιρική ρομαντζάδα.

Το ερώτημα δεν είναι πια αν το ποδόσφαιρο αλλάζει — είναι αν προλαβαίνει να καταλάβει πόσο έχει ήδη αλλάξει…