ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η φράση του Επίκουρου «Ουδέν ικανόν ω ολίγον το ικανόν», ή αλλιώς τίποτα δεν είναι αρκετό για όποιον το αρκετό είναι λίγο, θα μπορούσε να ’ναι τίτλος μιας υποτιθέμενης αυτοβιογραφίας για τα έργα και τις ημέρες του Βούλγαρου δισεκατομμυριούχου Σπας Ρούσεφ. Ο μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών και των media, των πολυτελών ξενοδοχείων, όπως το Radisson Blu και το Hilton στη Σόφια, και των ακινήτων, που αγάπησε βαθιά την Ελλάδα, αγοράζοντας μάλιστα το μαροκινού ρυθμού τεράστιο παλάτι του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στο Πόρτο Χέλι, μοιάζει να πέρασε ένα μακρύ, σχεδόν ατέλειωτο, χρυσό καλοκαίρι, όλο παραλίες, τέχνη και κοσμικές εκδηλώσεις.
Στα σπίτια στο Λονδίνο, τον Άγιο Αιμιλιανό, το νησί Μίστικ των Γρεναδίνων νήσων στην Καραϊβική, ή την ιστορική κατοικία του στο κέντρο της Σόφιας, στην οδό Vrabcha, δίπλα στην Εθνική Όπερα, τα κρύσταλλα πάντα λάμπουν, τα χαλιά βουλιάζουν κάτω από τα πόδια σαν σύννεφα, οι τοίχοι στολίζονται από μεταμοντέρνα πολύτιμα έργα τέχνης και οι καλεσμένοι μιλούν πάντα ευγενικά και τυπικά, με άλλους σαν και τους ίδιους, εκπαιδευμένους να αντέχουν το βάρος του πλούτου τους.
Ο 71χρονος μεγιστάνας, που κάποτε φύλαγε παιδιά στο οικοτροφείο του ορεινού, μικρού χωριού Γκαλαμπνίκ του μεσαιωνικού δήμου του Ραντομίρ και μετά δούλευε ως σοφέρ ενός από τα ισχυρότερα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας, επί υπαρκτού σοσιαλισμού, μπορεί πια να περνά τα καλοκαίρια του χωρίς να δουλεύει ή να νοιάζεται να αυξήσει ακόμη πιο πολύ την τεράστια, ήδη, περιουσία του. Έτσι, φέτος, μαζί με τη σύζυγό του Ντιλιάνα, απόλαυσαν τη χρυσή παραλία τους στην Αργολίδα και ασχολήθηκαν με τη συλλογή έργων τέχνης και σπάνιων βιβλίων τους, με τις πρώτες εκδόσεις των βραβευθέντων με Νόμπελ, τη Collection Diliana & Spas Roussev. Μεγάλης αξίας κομμάτια της δάνεισαν, μάλιστα, σε γκαλερί στην Aix–en–Provence.
Ο ίδιος επέβλεψε τη διαδικασία μετακίνησης, οργάνωσης και προετοιμασίας για τη συγκεκριμένη έκθεση. Όλα, λοιπόν, εξελίχθηκαν πλουσιοπάροχα και ονειρικά, για εκείνο το παιδί που γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1954, δέκα, μόλις, χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια ισοπεδωμένη, όλο χαλάσματα γειτονιά στη Σόφια, σε μια Βουλγαρία που προσπαθούσε να επουλώσει τις καταστροφές των συμμαχικών βομβαρδισμών, να αντέξει τη φτώχεια, το κρύο, τη σιωπή, στήνοντας προτομές λατρευτικές του Λένιν και του Δημητρόφ.
Μπριγκάδες, Κομσομόλ και στο λυκόφως του υπαρκτού σοσιαλισμού
Ο Σπας, που θα πει στα ελληνικά Σωτήρης Ρούσεφ, μεγαλώνει, λοιπόν, σε μια Σόφια με δύο πρόσωπα, ανάμεσα στις παλιές λεωφόρους της Belle Époque με τα αρχοντικά προπολεμικά σπίτια και στα νέα σοσιαλιστικά μπρουτάλ οικοδομήματα, σταλινικού ρεαλισμού, που σηκώνονταν γύρω από την πλατεία Νεζαβισιμόστ και την οδό Τσαρ Οσβομποντίτελ. Και η ζωή γύρω του είναι ακριβώς έτσι, εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ένα παρελθόν που δεν είχε ξεπεράσει και ένα μέλλον που δεν είχε ακόμη υπάρξει.
Κάτω από κόκκινα λάβαρα και σημαίες και τις αφίσες που διαφήμιζαν «τη φωτεινή κυριαρχία του σοσιαλισμού», παρέλαυνε και αυτός μαθητής – πιονέρος με κόκκινο μαντίλι και υπό τους ήχους εμβατηρίων που υμνούσαν την εργατική τάξη. Μπορεί, παιδάκι, τη δεκαετία του ’60, να μεγάλωνε σε εκείνα τα στριμωγμένα διαμερίσματα με τις κοινόχρηστες κουζίνες, μπάνια και τραπεζαρίες και κάποτε να άκουγε κρυφά και φοβισμένα με την οικογένειά του το «Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη» από το Μόναχο της Δυτικής, φτιαγμένο από τους Αμερικανούς, παράνομο, μέσα από τα ισχυρά βραχέα κύματα, σαν ένα παράθυρο στον κόσμο.
Μπορεί να στεκόταν στις ουρές για να πάρει το καθημερινό ψωμί για την οικογένειά του ή να πέρναγε όλο το καλοκαίρι στο χωριό τους, για να χορτάσει γάλα από κατσίκες και αυγά. Μπορεί να έφτασε σε μια εφηβεία μελαγχολική από αδιέξοδα ή αποφασισμένη όσο οι γενικοί γραμματείς του κόμματος πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον. Μπορεί και όχι! Κανείς δε θα μάθει ποτέ, μιας και ο Σπας Ρούσεφ κρατά πάντα καλά φυλαγμένη τη ζωή του, αφού ξέρει πως η γνώση των άλλων είναι δύναμη. Σπουδάζει στο Ανώτατο Ινστιτούτο Φυσικής Αγωγής Γκεόργκι Δημητρόφ, που σήμερα ονομάζεται Εθνική Αθλητική Ακαδημία Βασίλ Λέφσκι.
Όταν το πεπρωμένο του στα διοικητικά συμβούλια πολυεθνικών και στις συμφωνίες εκατομμυρίων δεν ήταν ούτε καν υποψία, ο γυμνασμένος νέος με τα πολύ γαλάζια μάτια, Σπας Ρούσεφ, δούλεψε στο ταπεινό κρατικό οικοτροφείο στο Γκαλάμπνικ, το χωριουδάκι με τους 180 κατοίκους, μακριά από τη Σόφια, όπου συνέβαιναν όλα. Εκεί, εργαζόμενος ως βασπιτάτελ, μια ιδιότητα που σημαίνει τον γυμναστή, παιδαγωγό και ιδεολογικό επιμελητή, φρόντιζε τα παιδιά των εργατικών οικογενειών, μαθαίνοντάς τους πειθαρχία και αφοσίωση, ενώ τα συνόδευε στις σχολικές τους εκδρομές.
Το παλιό πέτρινο κτίριο με τη χαμηλή οροφή για τον πάγο και τα χιόνια και τις μυρωδιές από σούπα λεντίτσα, δηλαδή φακή, στο κυλικείο, μπορεί να μην είχε τίποτα το εντυπωσιακό, αλλά υπήρξε το πρώτο γραφείο του μελλοντικού μεγιστάνα. Με το τέλος του ωραρίου, συμμετείχε ενεργά στη ζωή της νεολαίας της περιοχής. Στο «Σπίτι της Νεολαίας» του Ραντόμιρ διοργάνωνε χορούς, μικρές θεατρικές παραστάσεις, ακόμη και ερασιτεχνικές προβολές κινηματογράφου, ενώ παρέμεινε συνεπής με τις ιδεολογικές γραμμές του κόμματος. Και η πορεία του μέσα από τον κρατικό μηχανισμό ήταν ανοδική. Από τα οικοτροφεία και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις βρέθηκε στην Κομσομόλ, την πανίσχυρη νεολαία του καθεστώτος, κι από εκεί στους «μπριγκαδιέρηδες», τις μεγάλες νεανικές ομάδες εργασίας που κατασκεύαζαν υποδομές και συμμετείχαν σε κρατικά προγράμματα.
Και λίγο πριν καταρρεύσει το σύστημα, ο Ρούσεφ οδηγούσε, κυριολεκτικά, την εξουσία, ως προσωπικός σοφέρ του Στογιάν Μάρκοφ, ισχυρού μέλους του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Βρισκόταν, λοιπόν, στην καρδιά της κομμουνιστικής εξουσίας, στο πλευρό ενός συντρόφου με τεράστια επιρροή σε όλες τις πλευρές της πολιτικής, της οικονομίας και της κρατικής ζωής. Και ήξερε πια πώς λειτουργεί το κάθε πολιτικό σύστημα και ποιος ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στα κέντρα εξουσίας — ίδιος, πάντα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Αρπάζοντας κάθε ευκαιρία της μετακομμουνιστικής εποχής
Τη 10η Νοεμβρίου του 1989 ο υπαρκτός σοσιαλισμός στη Βουλγαρία καταρρέει επίσημα, με την καθαίρεση του επί 35 χρόνια ηγέτη της χώρας, Τοντόρ Ζίβκοφ, ύστερα από την πίεση της σοβιετικής περεστρόικα και των εξεγέρσεων που είχαν ήδη ξεκινήσει στην Ανατολική Ευρώπη.
Η ημερομηνία είναι ορόσημο για τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας και για την ανατολή του επιχειρηματικού άστρου του Σπας Ρούσεφ. Εκείνος, πια, μετρά τον κόσμο με άλλη αντίληψη, όχι πια σοσιαλιστική, θεωρώντας τον εαυτό του όχι σαν καταπιεσμένο προλετάριο, αλλά σαν προσωρινά άτυχο εκατομμυριούχο.
Και είναι αποφασισμένος να κατακτήσει τον κόσμο όλο, κι ας μην είχε δει τίποτα αυτός, έχοντας με το ζόρι βρεθεί, μέχρι τότε, στα σύνορα της Βουλγαρίας.
Ο σοφέρ του κορυφαίου της βουλγαρικής νομενκλατούρας πιάνει δουλειά στο Σοφίσκι Μουζικάλνι Σέντιμι, ή στο Sofia Musical Weeks, το διεθνές καλλιτεχνικό φεστιβάλ με συναυλίες, όπερα, μπαλέτο, διαλέξεις, master classes, εκθέσεις φωτογραφίας και άλλα πολιτιστικά γεγονότα.
Εργάζεται ως αγοραστής και προμηθευτής όλων των υλικών, διαπραγματεύεται τιμές, επιλέγει ποιες εταιρείες θα προμηθεύσουν τι, κάνει συμβάσεις, ελέγχει ποιότητα, είναι υπεύθυνος για παραλαβές και πληρωμές. Στη Βουλγαρία των οικονομικών αδιεξόδων, η δουλειά του τον φέρνει σε εξαιρετικά προνομιακή θέση, έχοντας πρόσβαση σε αγαθά που όλοι οι άλλοι έβλεπαν μόνο ως ελλείψεις. Την ίδια περίοδο, ο Ρούσεφ εμφανίζεται να περνά και από τον κρατικό μηχανισμό μέσα από την Foreign Aid Agency, την Υπηρεσία Ξένης Βοήθειας, που είχε τότε στα χέρια της τη διαχείριση διεθνών κεφαλαίων και προγραμμάτων ανοικοδόμησης για τη μετακομμουνιστική Βουλγαρία. Όπως έγραφε η εφημερίδα Capital και το ερευνητικό δίκτυο OCCRP, γύρω από τη λειτουργία της υπηρεσίας υπήρξαν αναφορές για ασάφειες στη ροή των χρημάτων και αδιαφανείς διαχειρίσεις, με το όνομά του να συνδέεται με όλα αυτά.
Ωστόσο, ποτέ δεν του αποδόθηκαν κατηγορίες, ούτε στοιχειοθετήθηκε εμπλοκή του σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το όνομα του Ρούσεφ αρχίζει να συνδέεται με τον όμιλο Telelink, μια εταιρεία με ισχυρή παρουσία στην αγορά των τηλεπικοινωνιών στη Βουλγαρία.
Η Telelink υπήρξε το πρώτο σταθερό θεμέλιο της επιχειρηματικής του διαδρομής και η βάση πάνω στην οποία έχτισε τις επόμενες, πιο φιλόδοξες κινήσεις του, αφού μ’ αυτήν μπήκε σε μεγάλες συμφωνίες με διεθνείς εταιρείες τηλεπικοινωνιών, ανέλαβε έργα εγκατάστασης δικτύων και προμήθειες εξοπλισμού. Λίγο αργότερα προχώρησε στην εξαγορά της Vivacom, της μεγαλύτερης εταιρείας τηλεπικοινωνιών της χώρας, η οποία παλαιότερα λεγόταν BTC.
Ο Σπας Ρούσεφ σχεδιάζει, οργανώνει, δρα πάντα μελετημένα αλλά αιφνιδιαστικά και χωρίς οι άλλοι να υποψιάζονται καν τις κινήσεις του. Και έχει δείξει ήδη πόσα και πόσο αποτελεσματικά μπορεί να κάνει. Μα μπορεί ακόμα περισσότερα…
Η χτισμένη πάνω σε σοσιαλιστικά θεμέλια αυτοκρατορία Ρούσεφ
Το 2016, μια ομάδα επενδυτών με επικεφαλής τον Ρούσεφ αγόρασε τη Vivacom σε δημοπρασία αντί 330 εκατομμυρίων ευρώ, αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας. Η εξαγορά αυτή σηματοδότησε την οριστική του είσοδο στο ανώτερο επίπεδο του επιχειρηματικού χάρτη, με συμφωνίες που ξεπερνούσαν τα σύνορα της Βουλγαρίας και τον καθιέρωναν ως έναν από τους πιο ισχυρούς παίκτες του κλάδου. Θα αγοράσει το Radisson Blu Hotel στο κέντρο της Σόφιας και αργότερα το Hilton για 24 εκατ. ευρώ. Θα ξεκινήσει να συμβουλεύει κορυφαίες εταιρείες για την είσοδό τους στη βουλγαρική αγορά, όπως την αμερικανική Motorola, την ελβετική Electrowatt και την ελληνική Intralot.
Το 2015, ως πρόεδρος της Viva Telecom και σε συνεργασία με τη ρωσική τράπεζα VTB, θα ολοκληρώσουν με επιτυχία την αγορά της βουλγαρικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών Vivacom για 330 εκατ. ευρώ. Χρόνια αργότερα, το 2021, βαθύπλουτος και ισχυρός, θα αποκτήσει και την Bulsatcom, τον μεγαλύτερο πάροχο δορυφορικής τηλεόρασης στη Βουλγαρία, ενισχύοντας τη θέση του και στον χώρο των μέσων ενημέρωσης και των υπηρεσιών τηλεοπτικής και δορυφορικής μετάδοσης.
Κάνει αγορές εταιρειών, συγχωνεύσεις, πωλήσεις έναντι τεράστιων κεφαλαίων και πλουτίζει χωρίς μέτρο, όρια, υπολογισμούς, κρατώντας πάντα μια σοσιαλιστικού τύπου μυστικοπάθεια. Για λίγο θα γίνει ιδιοκτήτης της περιβόητης ποδοσφαιρικής ομάδας Λέφσκι Σόφιας, που κάποτε θεωρούνταν η ομάδα του Υπουργείου Εσωτερικών και της αστυνομίας, ενώ η μεγάλη της αντίπαλος, η ΤΣΣΚΑ Σόφιας, ήταν η ομάδα του στρατού. Νωρίς θα αποχωρήσει από τη διοίκηση, συνεχίζοντας όμως να υποστηρίζει οπαδικά και κυρίως οικονομικά την ομάδα.
Χωρίς σταματημό, για δεκαετίες, με καθεστώτα να καταρρέουν, εξουσίες να αλλάζουν χέρια, νέες δυνάμεις να αναδύονται και τον κόσμο να αλλάζει συνεχώς, ο Σπας Ρούσεφ είχε καταφέρει όλα εκείνα που κάποτε, γυμναστής σε ένα ορεινό χωριό της σοσιαλιστικής Βουλγαρίας του Ζίβκοφ, δεν είχε καν τολμήσει να υποψιαστεί. Είναι πάμπλουτος, ισχυρός, ξεχωριστός. Ένας επιτυχημένος που επωφελήθηκε απ’ ό,τι κι αν του έτυχε!
Ο σύμβουλος δύο Βούλγαρων προέδρων, πάντα στο παρασκήνιο
Οι ολιγάρχες, λένε οι άνθρωποι στη σλαβικά συγγενή Βουλγαρία, τη Ρωσία, δεν φοβούνται πια την επανάσταση, αλλά τη χρηματοδοτούν για να την ελέγξουν. Ή, ακόμα καλύτερα, ταιριάζει στην περίπτωση του Ρούσεφ ο αφορισμός του Αλεξάντερ Χέρτσεν πως η εξουσία συγκεντρώνεται πάντα στα ίδια χέρια, όσο κι αν αλλάζουν τα καθεστώτα.
Έτσι, ο γραμμωμένος νεαρός της Κομσομόλ, το παιδί-πιονέρος με τα κόκκινα μαντήλια και τα κίτρινα σφυροδρέπανα, ο άνθρωπος κοντά στην απόλυτη εξουσία των κορυφαίων στελεχών του κόμματος, το 1991 — και ποιος να το μάντευε! — είναι σύμβουλος του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Βουλγαρίας, Ζέλιο Ζέλεφ. Ως σύμβουλος του Ζέλιο Ζέλεφ, ο Ρούσεφ δεν θα αναλάβει ποτέ επίσημη θέση εξουσίας. Υπάρχει ισχυρός στη σκιά, πάντα αθόρυβος, δίπλα και πίσω από τα κέντρα των αποφάσεων, εκεί όπου οι πραγματικές ισορροπίες καθορίζονται χωρίς δηλώσεις και τίτλους. Λέγεται πως είναι ένας παντοδύναμος παρασκηνιακός μεσολαβητής ανάμεσα στη νεογέννητη πολιτική εξουσία της μετακομμουνιστικής Βουλγαρίας και τα μεγάλα χρηματοοικονομικά δίκτυα του Λονδίνου.
Παρέχει συμβουλές, χτίζει γέφυρες, ανοίγει δίαυλους με διεθνή κεφάλαια, φέρνει κοντά ανθρώπους και συμφέροντα που αργότερα θα αποδειχθούν καθοριστικά για την πορεία της χώρας — και τη δική του. Τίποτα από όλα αυτά δεν αποδείχθηκε ποτέ παράνομο και καμία κατηγορία δεν του αποδόθηκε. Ωστόσο, η παρουσία του μέσα στον αθέατο μηχανισμό της εξουσίας θα αφήσει το αποτύπωμά της στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι πρώτες οικονομικές ισορροπίες της νέας εποχής.
Ο ίδιος ρόλος θα επαναληφθεί στο μέλλον του, όταν θα βρεθεί στην ίδια θέση στο πλευρό του Σιμεόν Σάξ Κόμπουργκ Γκόθα, που υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς της Βουλγαρίας, ως Σιμεόν Β΄, από το 1943 έως το 1946, και που επέστρεψε από την εξορία μετά την πτώση του κομμουνισμού, ιδρύοντας πολιτικό κόμμα, κερδίζοντας τις εκλογές και κυβερνώντας ως πρωθυπουργός. Ο βασιλιάς που προσαρμόστηκε στη δημοκρατία κυβέρνησε για τέσσερα χρόνια, αλλά η φθορά της δημοτικότητάς του, που οφειλόταν σε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις οικονομικής ανάπτυξης και στην απογοήτευση της μεσαίας τάξης που προσδοκούσε πως θα την καταλάβει ένας γαλαζοαίματος, τον έκανε να εγκαταλείψει την πολιτική και να ασχοληθεί με κοσμικές δραστηριότητες.
Μέσα από αυτόν, όμως, ο Σπας Ρούσεφ θα διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του και θα σχετιστεί με τον όλο και πιο ισχνό, μικρό κύκλο των αριστοκρατών ευγενών και των έκπτωτων μοναρχών της Ευρώπης, που περιφέρουν τον απόηχο περασμένων μεγαλείων στα απομεινάρια τεράστιων περιουσιών. Ένα τέτοιο, εξουθενωτικά γιγαντιαίο σύγχρονο παλάτι, σε ένα ειδυλλιακό σημείο της Ελλάδας, θα γίνει αργότερα δικό του, στην άκρη της ζωής, εκείνου που κάποτε είχε παίξει τον ρόλο του τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας.

Ο «γκρίζος καρδινάλιος» της βουλγαρικής εξουσίας και η βαριά σκιά των σκανδάλων
Μια σωρεία από φήμες σκανδάλων, ψιθύρων διαφθοράς και αναπόδεικτων δημοσιευμάτων συνοδεύουν την ισχύ του Σπας Ρούσεφ. Το όνομά του εμφανίστηκε σε φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν το 2003, όπου ο βουλγαρικός Τύπος έκανε λόγο για το «σκάνδαλο του γιοτ».
Οι φωτογραφίες δείχνουν τον Ιβάν Τόντοροφ, γνωστό ως «The Doctor», που μπλέκονταν σε λαθρεμπόριο, να παίζει χαρτιά σε υπερπολυτελές γιοτ στο Μονακό της ελίτ των πλουσίων, μαζί με τον τότε υπουργό Οικονομικών Μίλεν Βελτσέφ, τον υπουργό Μεταφορών Πλάμεν Πετρόφ και άλλα πρόσωπα. Το γιοτ λέγεται ότι ήταν ναυλωμένο από τον Ρούσεφ. Η διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματιών έγινε αντικείμενο έντονων συζητήσεων στη Βουλγαρία και ο Ιλιάν Βασιλέφ, πρώην διπλωμάτης και νυν αρθρογράφος —ανάμεσα στα άλλα στα NewGeopolitics, Financial Times, Reuters— σημείωσε πως «όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί των πολιτικών και λογής τάχα πατριωτών πως θα σώσουν τη Βουλγαρία, ανάμεσα από γεγονότα και αξιώσεις, κάνουν τις λέξεις “μεταρρυθμίσεις” και “διαφάνεια”, στα χείλη τους, απλώς αποσπάσματα από φαρσοκωμωδίες, στην εποχή των κομμάτων της μεγάλης διαφθοράς».
Σε αρκετά δημοσιεύματα καταγράφηκε η καταγγελία ότι η δημοπρασία του 2015 για την απόκτηση της Vivacom, που κέρδισε το σχήμα στο οποίο ήταν εμπλεκόμενος ο Ρούσεφ, ήταν στημένη για να τον ευνοήσει, με χαμηλή τιμή εκκίνησης και αποκλεισμό άλλων διεκδικητών. Στην προσφυγή των αντιπάλων της δημοπρασίας, η κατηγορία ήταν ότι η διαδικασία ήταν ψευδής, με σκοπό να δοθεί η εταιρεία σε αυτούς σε τιμή κατώτερη της πραγματικής.
Οι υπερασπιστές της συμφωνίας αρνήθηκαν ότι υπήρξε παράνομη πρακτική. Καμία από αυτές τις ιστορίες δεν κατέληξε ποτέ σε κατηγορητήριο, ούτε τεκμηριώθηκε δικαστικά.
Ωστόσο, διαμόρφωσαν γύρω από το όνομά του μια αύρα παρασκηνιακή και γεμάτη μεθοδεύσεις. Με πολλά ΜΜΕ να αποκαλούν τον Σπας Ρούσεφ «γκρίζο καρδινάλιο», άνθρωπο με επιρροή πίσω από τα παρασκήνια, που έχει διασυνδέσεις με πολιτικούς και επιχειρηματικά συμφέροντα, συχνά τονίζεται ότι «δεν υπάρχει Βούλγαρος πολιτικός που να μην απαντά στο τηλέφωνό του», μια φράση που εμφανίζεται σε δημοσιευμένα πορτρέτα του ως ένδειξη της επιρροής του.
Συζυγική πίστη και η αβάσταχτη οδύνη της τραγικότερης απώλειας όλων
Τον «πιο θλιμμένο τόπο στον κόσμο» χαρακτήριζε ο Economist το κομμάτι εκείνο της ευρωπαϊκής ηπείρου που βρίσκεται ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη και που οι λογοτέχνες ορίζουν ως «ανατολικά της Δύσης».
Μα τη δεκαετία του ’80 ο Σπας ερωτεύεται, με όλο το πάθος και την αφοσίωση της σλαβικής ψυχής του, και ο κόσμος γύρω του γίνεται χαρούμενος. Η Ντιλιάνα γίνεται για εκείνον ό,τι ο Βούλγαρος «ποιητής του πάθους, του έρωτα και της εσωτερικής φλόγας» Πέγιο Γιαβόροφ συμπυκνώνει: «Θα έρθεις εσύ – κι όλα θα τρεμοπαίξουν, σαν λουλούδι που νιώθει τον ήλιο.
Θα δω το βλέμμα σου – και τότε θα καταλάβω, πως πάντα εσένα περίμενα». Παντρεύονται το 1983 και από τότε δεν χωρίζουν ποτέ, με εκείνον να γιορτάζει κάθε επέτειό τους, κάποτε απλά και αργότερα πλουσιοπάροχα, μέσα σε επιβλητική χλιδή, όπως και τα δικά της γενέθλια. Όμως, είναι ακόμα το 1990, όταν ο Σπας Ρούσεφ δουλεύει πολύ και λείπει αρκετά από τη τεράστια πολυκατοικία στο κέντρο της Σόφιας που είναι το σπίτι τους, για να συναντήσει το πεπρωμένο του μεγιστάνα.
Το ζευγάρι έχει γίνει οικογένεια, αποκτώντας τον γιο τους, τον Ντιμίτρι ή Μίτκο, όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά. Μια μέρα, και ενώ το όμορφο, ζωηρό αγόρι παίζει στο άνετο διαμέρισμα του 10ου ορόφου, ξεφεύγει από την προσοχή της μητέρας του, πάει στο μπαλκόνι και βρίσκεται στο κενό. Και πάλι, η σπουδαία ποιήτρια Ελισαβέτα Μπάγριανα, η πιο γνωστή στη Δύση, μπορεί ίσως να κλείσει σε λέξεις την οδύνη των δυο γονιών, που έμοιαζαν να τα είχαν όλα — για λίγο.
«Ο μικρός τάφος – ούτε λουλούδια φυτρώνουν! Η μάνα περνά και ψιθυρίζει “Συγχώρεσέ με”. Ο άνεμος φέρνει το γέλιο που πέρασε, και ο ήλιος λάμπει – μα εσύ δεν είσαι εδώ. Μικρή καρδούλα, σταμάτησες να χτυπάς όταν ο κόσμος ήταν ακόμη θαύμα. Τώρα κάθε δύση είναι μαχαίρι στα στήθη, και κάθε άνοιξη – σιωπηλό δάκρυ».
Αφήνοντας την Βουλγαρία πίσω
Η αφόρητη, φρικτή και απάνθρωπου πόνου απώλεια βυθίζει τους δυο γονείς στην πιο βαθιά οδύνη. Ο Ρούσεφ τελικά αντιδρά παίρνοντας τη γυναίκα του, σαν μάνα έτοιμη να χαθεί με μια καρδιά σπασμένη σε κομματάκια, και πάνε στο Λονδίνο. Μακριά από τη Σόφια, τη Βουλγαρία, τους ήχους, τη γλώσσα, τις μυρωδιές και ό,τι θυμίζει τη βαριά, άδικη, ασύλληπτα αμετάκλητη απώλεια του αγοριού τους. Είναι πια μια νέα ζωή, όπου όλα γύρω τους είναι πρωτόγνωρα και τόσο διαφορετικά από ό,τι είχαν μάθει. Είναι πολύχρωμα και αλλόκοτα και όχι μια συνεχόμενη υπογράμμιση θλίψης και απαρηγόρητου πένθους.
Όχι πως μπορούν να ξεχάσουν τον Μίτκο τους ποτέ, αλλά τουλάχιστον να μην αιμορραγεί η ψυχή τους συνέχεια. Αποκτούν δύο παιδιά, τον Εβγκένι και τη Χρίστα-Μαρία. Θα επιστρέψουν με τον καιρό στη Βουλγαρία και θα αποκτήσουν και εκείνο το υπέροχο σπίτι δίπλα στο αρχιτεκτονικό αριστούργημα της Εθνικής Όπερας, πολύ κοντά στο Κοινοβούλιο και τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, στην περιβόητη για την ομορφιά της οδό Vrabcha. Έχουν την έπαυλή τους στο παραδείσιο Μίστικ και τον τόπο τους πια στο Λονδίνο. Περνούν τους χειμώνες στο Σαν Μόριτζ, στην κοιλάδα Ενγκαντίν της Ελβετίας, στον τόπο της παλιάς ευρωπαϊκής πολυτέλειας. Συλλέγουν εκλεκτά έργα σύγχρονης τέχνης και σπάνιες εκδόσεις βιβλίων.
Γιορτάζουν επετείους, γενέθλια, Χριστούγεννα και Πάσχα στα πιο φίνα καταστήματα, όπως στο Loulou’s, ένα από τα πιο διάσημα και μυστικά ιδιωτικά members–only club του Λονδίνου, στην 5 Hertford Street, στην καρδιά του Mayfair. Εμφανίζονται σε ελίτ εκδηλώσεις, όπως στα V&A Design Fund Gala στο Λονδίνο, σε ιδιωτικά δείπνα μόδας ή σε μεγάλα πάρτι, όπως στην 25η επέτειο του περιοδικού GQ. Και εκείνη, όμορφη, μέσα σε φίνα υφάσματα και περίτεχνες σχεδιαστικές δημιουργίες, έχει εκείνη τη σπαρακτική, μόνιμη θλίψη στα μάτια που μοιάζει να υποτιτλίζει κάθε βλέμμα της: «Μίτκο… Μίτκο… Μίτκο…»…
Ο Άγιος Αιμιλιανός και ένας όλο χλιδή γάμος
Ο Σπας Ρούσεφ προσπαθεί κάθε στιγμή να κάνει τη γυναίκα του ευτυχισμένη και μεγαλώνει τα παιδιά τους σαν πριγκιπικά μέλη βασιλικής οικογένειας, έστω και σοσιαλιστικών καταβολών. Έτσι, έχει πια γνωρίσει και συναναστρέφεται εκείνους τους περιπλανώμενους ανά την Ευρώπη ευγενείς με τα πολλά ονόματα και επίθετα και, ανάμεσά τους, τον Παύλο και τον Νικόλαο ντε Γκρες. Όλοι μαζί φωτογραφίζονται σε ελαφριές κοσμικότητες και εορταστικά δείπνα, όλα κρυστάλλινα ποτήρια, πορσελάνινα σερβίτσια και λινά τραπεζομάντηλα. Πολλές φορές, ο Βούλγαρος ολιγάρχης, παρέα ή μόνο με την οικογένειά του, απολαμβάνει το φημισμένο ελληνικό καλοκαίρι, που μοιάζει να απευθύνεται πια μόνο σε Κροίσους, στις Σπέτσες και στην Ύδρα.
Το καλοκαίρι του 2017 ζει πολυτελώς μποέμικη ζωή —αντιφατικό μεν είδος, που όμως έχει εφευρεθεί και ευδοκιμεί στη Μύκονο— έχοντας ενοικιάσει μια βίλα έναντι 250.000 ευρώ. Τελικά, έχοντας επισκεφθεί το παλάτι της τέως βασιλικής οικογένειας των Ελλήνων στον Άγιο Αιμιλιανό, αποφασίζει να το αγοράσει και να έχει μια δική τους βάση στην Ελλάδα. Θέλει έτσι να κάνει τη Ντιλιάνα να χαμογελάσει, αφού αγαπά τους περιπάτους στην άκρη των κυμάτων του Αιγαίου, την ώρα του δειλινού.
Το πραγματικά γιγαντιαίων διαστάσεων πολυτελές οίκημα με την ειδυλλιακή πριβέ παραλία και την ιδιωτική προβλήτα, την 30μετρη, σχεδόν σαν λίμνη, πισίνα, τις 12 τεράστιες κρεβατοκάμαρες με αντίστοιχα μπαλκόνια, τα σιντριβάνια, τα φίνα πλακάκια από το Μαρόκο, τα πολυάριθμα σαλόνια και αίθρια, τους αχανείς κήπους και την πανοραμική θέα προς τον Αργοσαρωνικό, αλλάζει ιδιοκτήτη.

Η χαμένης καταγωγής σε όλες τις ευρωπαϊκές βασιλικές αυλές αριστοκρατία με τους ξεθωριασμένους τίτλους της παραδίδει τα κλειδιά της άλλοτε βασιλικής κατοικίας στον άνθρωπο που υπήρξε μέλος της Κομσομόλ και των ιδεολογικών μπριγκάδων, έναντι ποσού που, ανάλογα με τα δημοσιεύματα, κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 εκατομμυρίων ευρώ. Πολύτιμα έργα της δικής τους συλλογής παίρνουν πια τη θέση τους στους τοίχους, σαν να σβήνουν τα ίχνη όσων έζησαν εκεί πριν.
Η μοντέρνα τέχνη απλώνεται δίπλα στη σλαβική παράδοση, η μαροκινή διακοσμητική λεπτομέρεια συναντά την ελληνική φύση και όλα μαζί στήνουν ένα σκηνικό, όπου η ιστορία μοιάζει να ξεχνιέται κάτω από στρώσεις αισθητικής. Μα έτσι συμβαίνει πάντα! Το καινούργιο καλύπτει το παλιό, όχι για να το ακυρώσει, αλλά για να το κάνει να μοιάζει ακόμη πιο μακρινό. Εκεί, η μοναχοκόρη και χαϊδεμένη του Ρούσεφ, Χρίστα-Μαρία, στις 6 και 7 Ιουλίου του 2024, παντρεύτηκε τον Αμερικανό Τζον Οκίμα. Οι δύο τους γνωρίστηκαν στα φοιτητικά τους χρόνια, στο Williams College στη Μασαχουσέτη.
Ο γάμος τους ξεπέρασε σε χλιδή κάθε προσδοκία, με περισσότερους από 300 καλεσμένους να καταφθάνουν από τη Νέα Υόρκη, τη Σόφια, το Λονδίνο και την Ελλάδα. Η νύφη φορούσε μια ασημί και λευκή δημιουργία της Σίλιας Κριθαριώτη, με παραμυθένιες λεπτομέρειες, ενώ ο γαμπρός εντυπωσίασε με άσπρο κοστούμι του Ναπολιτάνου σχεδιαστή Μαριάνο Ρουμπινάτσι.
…το καλοκαίρι της μοναχικότητας
Ένα καλοκαίρι αργότερα, οι ρυθμοί στον Άγιο Αιμιλιανό είναι νωχελικοί, χωρίς θόρυβο, ηχηρά γέλια και μεγάλα πάρτι. Ο Ρούσεφ και η Ντιλιάνα, με το θλιμμένο, μακρινό βλέμμα, αφήνουν μόνο κάποιες φωτογραφίες στο Instagram ως μνήμη, για μια δύση και έναν περίπατο στην παραλία τους στο Πόρτο Χέλι.
Στο καδράρισμα είναι μόνο οι ίδιοι, η θάλασσα και ο κόκκινος ουρανός. Ούτε σπίτια και παλάτια, μα ούτε και ξενοδοχεία, μεγάλα κτήρια επιχειρήσεων και εξωτικές επαύλεις. Δε θα το ξέρουν προφανώς, αλλά η μοναχικότητά τους θυμίζει Καζαντζάκη και τη φράση του, πως «αυτό που θέλω ν’ αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω».
Διαβάστε επίσης:
Βασίλης Μπισμπίκης: Από την Ομόνοια με τις τρανς, στη βίλα της Φιλοθέης με τη Δέσποινα Βανδή
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
