ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Βασίλης Μπισμπίκης. Άνθρωπος του θεάτρου έξω από τα όρια του καθιερωμένου, στην κόψη -ίσως- του αβάν-γκαρντ, πανκιό στην εφηβεία του, το παιδί που κανείς γονιός δεν ήθελε παρέα για τα δικά του, στη σκοτεινή πλευρά της βόλτας στη νιότη του, τρυφερός πατέρας, στόχος σε κάμερες και μικρόφωνα για την αγάπη μιας στραφταλιζέ, παραδείσιας σταρ, διάσημος παρά τη θέληση του. Έτσι λέει.
Δεν παίρνει θέση κάτω από προστατευτικές του φτερούγες και μοιάζει στη σκηνή σαν ακροβάτης στα ύψη που αδιαφορεί αν το δίχτυ είναι διάτρητο και θα γεμίσει απ’ την πρόσκρουση του η θεατρική πλατεία αίματα.
Πίσω απ’ το σκούρο βλέμμα, μέσα στα μαύρα μπλουζάκια, μια λυσσαλέα επιμονή μοιάζει πυρακτωμένη να απαντά στον λατρεμένο δάσκαλο που δεν τον αποδέχτηκε με σκηνοθεσίες, που πάνε σφαίρα σε ένα κοινό που τον αποθεώνει όταν γίνεται ρόλοι στο περιθώριο, στο λούμπεν, και αφήνεται στο ένστικτο.

Μα του γυρνάει την πλάτη, αν δεν τον χλευάζει κιόλας, μικρόψυχα και τσιγγούνικα, όταν χορεύει άχαρο αφημένο ζεϊμπέκικο σε λαμπερές πίστες μπουζουκιών, σα να κάνει μονόζυγο σε κάθε νότα που βγαίνει απ’ τα χείλη της Δέσποινας Βανδή.
Από τις σπαταλημένες νεανικές νύχτες στα τσιμέντα της Ομόνοιας, με μόνο την καλοσύνη των τρανς να φωσφορίζει στα σκοτάδια για εκείνον, στη Φιλοθέη, σε όλο σινιέ βίλα με πισίνα και σε ένα κτηνώδες αγροτικό, να χάνει, σε φθινοπωρινό ξημέρωμα κάθε έλεγχο των φρένων του.
Νύχτα, αλάρμ, στρίγκλισμα φρένων, ανατριχιαστικό σπινιάρισμα στις χοντρές σαν ερπύστριες ρόδες, κάποιο σκυλί -δε μπορεί!- θα αλύχταγε και ο ήχος από λαμαρίνες να σμπαραλιάζονται, οσμή από καμένο λάστιχο.
Η Φιλοθέη, πάντα καλοζωισμένη και νωχελική δε θα βγει στο δρόμο πριν το ξημέρωμα. Μόνο από τις γρίλιες των ακριβών διπλά ενισχυμένων για καλή μόνωση, παραθύρων θα τον κρυφοκοιτάξει, να φεύγει με τα πόδια και χάνεται στα καλό κουρεμένα λέιλαντ, τα γκόλνεν κρεστ και το σκοτάδι.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης λέει πως κάποτε, στο δικό του «μια φορά και έναν καιρό» που βγήκε απ’ τις εξαρτήσεις, αυτό που τον έσωσε ήταν η ποίηση. Διάβαζε ασταμάτητα ποίηση. Κι ένιωθε μέσα απ’ τα λόγια των ποιητών ότι δεν θα είναι μόνος ποτέ πια. Και τώρα; Άμα παθιάζεται -συνέχεια, δηλαδή- στριφογυρίζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας σα τσεκούρι, τις λέξεις του Μαγιακόφσκι: «Όμως, εσείς θα το μπορούσατε ποτέ, όπως εγώ, τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του έξω, έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;».
Το παιδί που ανέθρεψε η γειτονιά
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1977 στο Λουτράκι, τη παραθαλάσσια κωμόπολη της Κορινθίας, περίπου 70 χιλιόμετρα από την Αθήνα, με το θαλασσινό αέρα, φιλτραρισμένο από τα δάση των Γερανείων.
Σε λίγα χρόνια, θα τον έπνιγε σα κλοιός από παντού η θάλασσα και θα θέλε να δραπετεύσει, μα όχι ακόμα. Ο πατέρας του, ο Μιχάλης Μπισμπίκης, υπήρξε καλός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Λουτρακίου και της Κορίνθου, αγαπούσε πάντα το ποδόσφαιρο και υπήρξε προπονητής σε διάφορες τοπικές ομάδες.
Οι γονείς του Βασίλη, δεν ήταν υπερπροστατευτικοί, αγαπημένοι σαν ζευγάρι που δεν τσακωνόταν ποτέ. Μα δεν ένιωθε, εκείνος, ούτε σύνδεση, ούτε αποδοχή. Και μεγάλωνε στο δρόμο, έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ, με παιχνίδι, λαχάνιασμα, ανακάλυψη του κόσμου όλου σε μια μόλις γειτονιά, χωρίς όριο, ελεύθερος.

«Μ’ ανέθρεψε η γειτονιά» έχει πει στην Αργυρώ Μποζώνη και στη lifo. Όμως, μικρό παιδί ακόμα, έφτιαχνε χάρτινες φιγούρες Καραγκιόζη και έστηνε μπερντέ με λευκά σεντόνια να σχηματίσει τις σκιές. Η έφτιαχνα τσίρκο και παραστάσεις – μονολόγους, όπου ήταν σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής, θιασάρχης και θεατρώνης και έβαζε εισιτήριο και ένιωθε χαρά.
Μεγαλώνοντας κάνει καταλήψεις, παίζει ξύλο, βρίζει τους καθηγητές του. Υιοθετεί την εμφάνιση των πανκ και οι γονείς δεν αφήνουν τα παιδιά τους να τον κάνουν παρέα. Δεν διάβαζε μαθήματα για το σχολείο, αλλά ξενύχταγε για να μάθει από άλλα κάποτε σχεδόν απαγορευμένα για την ηλικία του βιβλία πως υπάρχουν τραύματα πίσω από τις λέξεις και έλλειψη και κάποτε νέοι κόσμοι που ανοίγουν βουλιμικά την όρεξη για μια ζωή πραγματική ή φανταστική, δεν έχει σημασία.

Η καλοσύνη των τρανς εκδιδομένων και η ζεστασιά των τσατσάδων
Στα 15 του αποφασίζει πως απ’ αυτά που διάβασε είναι αναρχικός! Δεν θα μπει σε καλούπια και ούτε το σχολείο θα τον κάνει αυτόν another brick in the wall. Κήρυττε πως ψάχνονταν υπαρξιακά και σε βάθος, παρά με τη κανονιστική γνώση και παιδεία. Τον έδιωξαν από όλα τα σχολεία και του Λουτρακίου και της Κορίνθου, δεν είχε άλλα να πάει.
«Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και οι γονείς μου, τους ξεφτίλιζα όπου πήγαινα, είχαν απαυδήσει οι άνθρωποι» λέει κάτι δεκαετίες αργότερα. Βρίσκεται μόνος και έφηβος στην Ομόνοια και φοβάται και δεν το ξέρει καν. Σβήνει μικρούς και μεγάλους τρόμους μέσα από τις εξαρτήσεις και τις ουσίες.
Ήταν άφραγκος, παράφορος, πλάσμα των άκρων, της παράβασης ορίων, των καταχρήσεων, της βουτιάς χωρίς αέρα στα πνευμόνια στο περιθώριο. «Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτάνες και οι τρανς και με φρόντιζαν» λέει.

Ζούσε σε ένα απ’ αυτά τα λερά, καφετί, φτηνά, ξαναμμένα, ξενοδοχεία της Ομόνοιας και όταν έτρεμε απ’ το κρύο εκείνες ήταν που φρόντιζαν να ζεσταθεί, να φάει κάτι, να σταθεί ξανά όρθιος, βάζοντας τον δίπλα στις σόμπες στα μπουρδέλα, κοντά με τις τσατσάδες για να του ρίχνουν καμιά ματιά πως είναι.
Μα, γύρισε όλη την Ευρώπη, είδε μέρη άλλα, γνώρισε ανθρώπους και σα να ξεκινούσε. Κάπως έτσι, αποσπασματικά, σε θραύσματα μιλά για τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ο Μπισμπίκης, ο άνθρωπος που σαν ηθοποιός, ξέρει αν μη τι άλλο, να λέει και μπλέκει ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Άνθρωποι και ποντίκια ή μήπως Έγκλημα και Τιμωρία;
Αντέχει, επιβιώνει και συνεχίζει. Κάποτε αποφάσισε να σπουδάσει θέατρο με μόνο κριτήριο του ποια είναι η πιο φτηνή δραματική σχολή. Γράφτηκε σε εκείνη της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Ο δάσκαλος του, ο Βασίλης Ρίτσος έγινε ο μέντοράς του.
Τώρα το θέατρο ήταν ό,τι πιο σημαντικό για εκείνον. Και δίψαγε για αποδοχή, είχε αγωνία, νοιάζονταν, λαχταρούσε την αναγνώριση όσων εκτιμούσε και θαύμαζε απ’ το θεατρικό κόσμο της χώρας. Κάποτε έπαθε νευρικό κλονισμό, διαλύθηκε απ’ την υπερπροσπάθεια του. Ύστερα, έκανε ψυχανάλυση και μετά έμαθε να μην τον ενδιαφέρει η γνώμη όσων δεν είναι φίλοι και δικοί του άνθρωποι. Και δουλεύει στο θέατρο και στο σινεμά και στη τηλεόραση.

Κάποτε σκηνοθετεί κιόλας ύστερα από προτροπή του Μηνά Χατζησάββα. Από το 2013, μαζί με την ηθοποιό Φαίη Τζήμα, διατηρεί τη δική του θεατρική σκηνή, τον Τεχνοχώρο Cartel, που στην αρχή βρίσκεται στο παλιό μηχανουργείο στον Ελαιώνα. Παίρνει διάσημα, κάποτε, κλασσικά έργα, ξεκινώντας και φτιάχνει δικά του λόγια, ενώ αλλάζει και τη δράση κρατώντας ονόματα, τίτλο και κεντρική ιδέα.
Tο Shopping and Fucking ήταν η πρώτη του δουλειά σε επίπεδο σκηνοθεσίας και μετά το Στριπτίζ του Μρόζεκ. Θα πει πως υπογράφανε ως «ομάδα Cartel», αλλά επί της ουσίας ήταν δικά του τα έργα των μεγάλων συγγραφέων. Τον ενδιαφέρει, δηλώνει να σοκάρει και πως το θέατρο του σοκ, τον αντιπροσωπεύει. Πιστεύει στη βία με την έννοια «να εμβολίσει τον θεατή», να τον ταρακουνήσει, να πιάσει την καρδιά του. Λέει, πως τον θέλει να συμμετέχει, σαν ό,τι γίνεται να περνάει κι από εκείνον, «να νιώθει την αηδία ή τον έρωτα».

Λέει πως σε μια ερωτική σκηνή θέλει το ζευγάρι να φτάσει στα άκρα! Η μέθοδος του είναι πως όταν επιθυμεί να ασχοληθεί με τη φιλία, για παράδειγμα, που τον απασχολούσε, να κάνει και σκηνοθετεί το Άνθρωποι και Ποντίκια, μια μεταγραφή του από το μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ στην Αθήνα του σήμερα αντί για το Σαλίνας Ρίβερ της Καλιφόρνια του 1930 και του Μεγάλου Κραχ. Η παράσταση έκανε πάταγο και την παρακολούθησαν περισσότεροι από 25.000 θεατές.
Στη συνέχεια, είχε μια ανησυχία για την πατρότητα και έτσι έκανε μεταγραφή, όπως λέει, τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ. Με τα Κόκκινα Φανάρια του, που μεταφέρονται στον κόσμο των τρανς σεξεργατριών, το σερί της επιτυχίας, χαλάει και η παράσταση δεν βρίσκει αποδοχή.
Ύστερα ήρθε η ώρα του Ντοστογιέφσκι και του κλασσικού αριστουργήματος Έγκλημα και Τιμωρία. Τελευταία παράσταση που πήρε πολύ καλές κριτικές ήταν για την ερμηνεία του ως Σάιλοκ στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ, ενώ ο τηλεοπτικός του ρόλος ως Μάνου Βόσκαρη, στις Άγριες Μέλισσες τον τοποθέτησαν στο πάνθεο των γόηδων των κρυφών και μαζικών πόθων και στεναγμών της τηλεθέασης.

Όταν η πτώση έχει τη δική της αισθητική δύναμη
Τώρα πια, το Cartel έχει άλλο χώρο στου Ρέντη, παραχωρημένο από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι διάσημος και δυσφορεί. Μα, το καλύτερο κομμάτι της διασημότητας είναι όλα αυτά που προέρχονται από αυτήν. Τα χρήματα, η ελευθερία σε επιλογές ή εκκεντρικότητα, τα δώρα, τα ταξίδια, ο θαυμασμός και οι ορθάνοιχτες πόρτες ή οι σπουδαίες γνωριμίες. Αλλά η φήμη μπορεί να γουργουρίζει, να γρυλίζει ή και να κατασπαράζει και μαζί τίποτα δεν είναι πια τόσο απλό. Και όλα όσα ένας διάσημο κάνει ή λέει δημόσια κρίνονται αυστηρά από ανθρώπους που δεν γνωρίζει και δε θα συναντήσει ποτέ του.
Ο Τζον Φίσκε, ο Μάρσαλ ΜακΛούαν και πιο πρόσφατα θεωρητικοί της «κουλτούρας της φήμης» θα μπορούσαν αν τον γνώριζαν να χτυπήσουν παρηγορητικά τη πλάτη του Βασίλη Μπισμπίκη, συναντώντας τον στο κοινό τους τόπος πως πώς το σώμα του διάσημου γίνεται αντικείμενο φαντασιακής και συμβολικής κατανάλωσης, από την αισθητικοποίησή του μέχρι την ηδονή της πτώσης, τα ψυχοφθόρα σκάνδαλα, τις καταθλιπτικές αποτυχίες, λογιών εξευτελισμούς.
Το είδωλο στήνεται για να γκρεμιστεί, η λατρεία για να εκφυλιστεί, το ανυψωμένο πλάσμα για να αφεθεί, αν όχι να σπρωχτεί και λίγο στην πτώση ή να κυλίσει στην ταπείνωσή του, προσφέροντας στους πρώην υπνωτιστικά μαγεμένους θιασώτες του, την ηδονική ικανοποίηση της σαρκοφαγίας του. Ηθοποιός είναι ο κύριος Μπισμπίκης, ε, Βάκχες θα έχει διαβάσει, άλλωστε!

Ο Βασίλης Μπισμπίκης πριν και μετά τη Δέσποινα
Πριν απ’ όλα αυτά ο Βασίλης Μπισμπίκης ήταν παντρεμένος για χρόνια, με μια από τις ωραιότερες γυναίκες της Αθήνας, την Κωνσταντίνα Μπεκιάρη, με την έντονη προσωπικότητα, τις πολλές σπουδές, και το μεγάλο, παροιμιώδες χάρισμα της ως οικοδέσποινα που φτιάχνει μοναδικά σκηνικά σαν έργα τέχνης στα τραπέζια της.
Στη μια και μοναδική συνέντευξη της στον φίλο της δημοσιογράφο, Κωσταντίνο Αρτσίτα δήλωσε πως δεν της λέει τίποτα η δημοσιότητα επειδή «δεν την αφορά η ιστορία των άλλων» και πως πιέστηκε πολύ στο χωρισμό της αφού η αδιάκοπη πίεση από τα μέσα ήταν «βίαιη και τραυματική».
Ίσως θα έπρεπε να το περιμένει όταν έγινε σύζυγος ενός τόσο γνωστού άνδρα. Μα «ο Βασίλης δεν ήταν διάσημος όταν παντρευτήκαμε» είχε δηλώσει. Οι δυο τους έχουν έναν γιο τον 12χρονο Μιχάλη και οι σχέσεις τους είναι πολύ ομαλές.

Ο Μπισμπίκης με τη γέννηση του παιδιού του, ένιωσε να μεγαλώνει μέσα του η αίσθηση ευθύνης απέναντι στη νέα ύπαρξη και τότε έβαλε -λίγο- φρένο στη σπατάλη δυνάμεων, στη πολύ δουλειά, στο παθιασμένο τρόπο που καταπιάνεται με τα πράγματα.
Λέει στο παιδί του, πως όσα γράφονται ή λέγονται για τον ίδιο, κατά 95% είναι ψέματα και ό,τι αμφιβολία έχει ή απορία να το ξεκαθαρίζουν συζητώντας, ενώ θέλει να τον κάνει να νιώθει ότι έχει αποδοχή από τον από αυτόν και θα είναι δίπλα του σε ό,τι χρειαστεί.
Όλα βέβαια έχουν αλλάξει αφού στη ζωή του, έχει πει σαρωτικά, σαν φυσικό φαινόμενο, μια από μεγάλη σταρ της πίστας, που έχει υπάρξει διάσημη σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή της και μάλλον δεν ξέρει ή δεν θυμάται πια, κανέναν άλλο τρόπο. Μα, πριν φανερωθεί η σχέση τους το Νοέμβριο του 2021, μετά από ένα ρομαντικό τους ταξίδι, στην αιώνια πόλη, τη Ρώμη, εκείνη τον είχε προειδοποιήσει πως «θα γίνει ντόρος» και αν νιώθει σίγουρος για όλα αυτά που θα έρθουν.
Ήταν ναι, σίγουρος, μα όχι προετοιμασμένος για τη σφοδρότητα του ενδιαφέροντος που τον χτύπησε στην πρώτη τους κοινή, χέρι με χέρι, εμφάνιση στα εγκαίνια της δραματικής σχολής «Τεχνών Εκατό» του Λάκη Λαζόπουλου. Ο τελευταίος, άλλωστε, είναι εκείνος, ο οποίος φημολογείται πως τους γνώρισε, ένα καλοκαίρι πριν στην Πάρο. Ένα χρόνο, αργότερα, εκείνος θα πει πως παραμένει το ίδιο καψούρης και ερωτευμένος, πως του λείπει και πως ξαφνιάζεται κάθε φορά που τη βλέπει και εκείνη πως αυτός ο άνθρωπος, αυτός ήταν που «έριξε όλες τις άμυνές της».

«Η αμήχανη στιγμή που ένας Ντε Γκρες χορεύει καλύτερο ζεϊμπέκικο από έναν… Ντε Μπισμπίκ»
Εκείνος από τα θεατρικά υπόγεια της μοναστικής σχεδόν αφοσίωσης, με κάθε ευκαιρία, ανεβαίνει στις πίστες, ενώ αυτή τραγουδά και χορεύει ζεϊμπέκικα χωρίς να δείχνει να τον νοιάζει τίποτα άλλο παρά μόνο να καθρεφτίζεται στα μάτια της.
Το ‘χει με τον χορό, ή μάλλον, όχι, δεν το ‘χει, αλλά γουστάρει να χορεύει και το κάνει συχνά. Και έτσι, απλά, ο Μαγιακόφσκι συναντά τον Φοίβο και ο Ντοστογιέφσκι τον Θεοφάνους. Και, να τα «τι κοιτάζεις μάτια μου θλιμμένα, όλα ξανά αρχίζουνε με εμένα» και φέρ’ του τα «γέμισ’ η ζωή μου βράδια αξημέρωτα, δεν αντέχει η καρδιά μου τέτοιον έρωτα και ξανά οι γυροβολιές με τα τσαλίμια και δως του τα παθιασμένα φιλιά και οι αγκαλιές οι παράφορες!
Κάποια νύχτα, που ο Ρέμος τραγουδά με τη Βανδή «από το αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω» και «τη μοναξιά μου τη ζωγράφισα στα στήθια», ο Βασίλης Μπισμπίκης χορεύει ζεϊμπέκικο αλά Μπαγιαντέρα, σε χορογραφία κατευθείαν από το Αυτοκρατορικό Θέατρο Μπολσόι, στην Αγία Πετρούπολη, με δυσκολία πάνω σε σωρούς από πιατέλες με γαρύφαλλά.
Λίγο πιο πριν στο ίδιο ανισόπεδο πεδίο είχε χορέψει και ο Παύλος Ντε Γκρες, άλλο βαρύ και αντρουά ζεϊμπέκικο με χάρη τουλάχιστον Σαλταρέλο της πρώιμης Αναγέννησης. Ο Ρέμος σχολιάζει πως «στη πίστα χορεύουν πρίγκιπες, αλλά χορεύουν και αλήτες». Το σκέφτεται λίγο μη πάει και για κάνα τσαμπουκά η φάση και συμπληρώνει: «ωραίοι αλήτες»! Μα, για τον Βασίλη Μπισμπίκη πια, το παιχνίδι των social media έχει χαθεί από τα αποδυτήρια των χρηστών μόλις πιάνουν το πληκτρολόγιο τους.

NDP Photo Agency
Dancing with the Star
Οι χοροί γίνονται viral και οι σχολιασμοί πέφτουν σαν ριπές από οπλοπολυβόλα σε ταινία του Ταραντίνο. «Τι αλήτης; Αυτός είναι σαν ιδιοκτήτης χασαποταβέρνας στη Βάρη», «Η αμήχανη στιγμή που ένας Ντε Γκρες χορεύει καλύτερο ζεϊμπέκικο από έναν… Ντε Μπισμπίκ», «Ήμουν τόσο χάλια ψυχολογικά μέχρι που είδα το χθεσινό ζεϊμπέκικο του Μπισμπίκη και γέλασε το χειλάκι μου», «Η ζωή είναι μικρή για να μη χορεύεις ζεϊμπέκικο σαν τον Μπισμπίκη»!
Σχολιάζεται αν είναι μεθυσμένος, αν είναι πολύ ερωτευμένος -ε, ναι!- και πως είναι έτσι η κοιλιά. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, άμαθος στη διασημότητα του, που εξετάζεται από μακριά με μεγεθυντικούς φακούς, ενοχλείται.
«Ένα ζεϊμπέκικο χόρεψα κι έγινε θέμα. Εγώ πάντα πήγαινα στα μπουζούκια και χόρευα, αλλά τώρα είναι μια τρέλα. Σε ξεφτιλίζουν και ακούς τα πιο πουριτανικά σχόλια, για το πάχος μου ή δεν ξέρω τι. Απ’ την άλλη, δεν μπορώ να μη ζήσω, γιατί η τέχνη δεν είναι πιο πάνω από τη ζωή. Έτσι θα συνεχίσω και δεν με νοιάζει, ας είναι η ξεφτίλα μου ατελείωτη μέσα στα χρόνια. Αρκεί να μην επηρεάζεται η ευτυχία του παιδιού μου!» θα πει ανάμεσα σ’ άλλα.

Κατά τ’ άλλα εδώ και λίγους μήνες, σύμφωνα με ενημερωμένα σ’ αυτά τα γεγονότα δημοσιεύματα, το ζευγάρι μετακόμισε σε νέο σπίτι στη Φιλοθέη, πολλών τετραγωνικών και 6 υπνοδωματίων, από τα οποία τα δύο είναι για τα παιδιά της Δέσποινας, τη Μελίνα και τον Γιώργο και το τρίτο για τον Μιχάλη, τον γιο του Βασίλη Μπισμπίκη.
Στα social της η σούπερ σταρ αποκάλυψε το σαλόνι της με τον λευκό καναπέ, τη μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη και έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο, με μουσική υπόκρουση την νέα της επιτυχία «φαινόμενο αυτό που ζούμε, είσαι για μένα το νούμερο ένα»…
Χωρώντας σε μια φράση τις λέξεις «αντισυμβατικός» και «Φιλοθέη»
«Η ζωή μου χρωστούσε έναν τέτοιο έρωτα και τον απολαμβάνω» δηλώνει ο Μπισμπίκης και αφήνεται να τον γευτεί παθιασμένα, όπως κάνει άλλωστε με όλες τις στιγμές της ζωής. «Ακόμη και τώρα, στον έρωτα, στο ποτό, στη δουλειά παθιάζομαι» λέει και ακόμα «όλα τα κάνω υπέρμετρα, δεν έχω κανένα όριο».
Μα όσο περνάνε τα χρόνια, ο Βασίλης Μπισμπίκης, γίνεται λιγότερο ακραίος, δηλώνοντας πως βοηθιέται παίρνοντας φάρμακα. Ο γιατρός τον είχε προειδοποιήσει πως με τη ζωή που κάνει, θα έχεις προβλήματα και κυρίως κρίσεις πανικού.
Όμως, τον Μάρτιο του 2024 θα πάθει καρδιακό επεισόδιο. Όπως ξεκινά η νοσηλεία του σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, ζητά από την Δέσποινα Βανδή, που είναι στο πλευρό του, να καλέσει τον γιο του. Δεν ξέρει αν θα ζήσει και θέλει να τον ακούσει.
Ευτυχώς, θα πει μετά, που δεν το πήρα το παιδί να το ανησυχήσει. Δεν έχει κανέναν φόβο, ούτε αυτόν του θανάτου.
Όλα ήταν καλά τελικά και συνέχισε τα θεατρικά και τηλεοπτικά του σχέδια και πήγε και στους φίλους μου τους βοσκούς στην Κρήτη, όπως κάνει τα τελευταία οκτώ χρόνια και γιόρτασε τα γενέθλια της Δέσποινας. Έχει αίσθηση της δικαιοσύνης, θεωρεί μεγάλη αξία την φιλία, παρακολουθεί ντοκιμαντέρ για διάφορες φυλακές του κόσμου και έχει κάνει μάθημα δράματος στον Κορυδαλλό. Πιστεύει στις δεύτερες, ίσως και τρίτες, ευκαιρίες.
Τα τελευταία νέα του, κατά τα άλλα, ήδη τα γράψαμε και εμείς και σίγουρα τα έχετε ακούσει, διαβάσει, παρακολουθήσει σε όλα τα media καθώς και τα social από αυτά. Το κρητικό γλέντι στη Μεταμόρφωση νύχτα Παρασκευής, η επιστροφή στη βίλα στη Φιλοθέη ξημερώματα, το πέσιμο με το γιγάντιο αγροτικό στα σταθμευμένα αυτοκίνητα, η εγκατάλειψη τόπου τροχαίου, η εμφάνισή του στην εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού, όπου πήγε με ταξί, αφού είχε εγκαταλείψει και το δικό του αυτοκίνητο. Και αστυνομία, σύλληψη, χειροπέδες, αυτόφωρο.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης κατορθώνει και χωράει σε προτάσεις, λέξεις όπως «αντισυμβατικός» και «Φιλοθέη», βγαίνει απ’ το αυτόφωρο και κάνει επικριτικές υποδείξεις στους δημοσιογράφους αντί να δείχνουν υπερβολικό ζήλο για την υπόθεση του, να το κάνουν για ζητήματα πολιτισμού και θεάτρου, ενώ διατρανώνει, Δευτερά απόγευμα, πως «δεν εγκατέλειψε, δεν κρύφτηκε, δεν άφησε κανέναν» για το παράπτωμα που έκανε Παρασκευή βράδυ.
Κάποιοι φωνάζουν για τιμωρίες και άλλοι να μην εξαντλείται η αυστηρότητα στον Μπισμπίκη. Τα «σταύρωσον αυτόν» μπλέκονται με τα «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Η Δέσποινα Βανδή τραγουδά στη Θεσσαλονίκη. Λείπει. Εκείνος θα διαλυθεί, θα ανασυντεθεί και ίσως να εξυψωθεί στις ίδιες του τις επιθυμίες. Σαν τους θεατρικούς του ήρωες, Βασίλης Μπισμπίκης δεν είναι μονοδιάστατος, επίπεδος, πληκτικός, ενοχικός, προβλέψιμος. Άρα, ας μη στενοχωριόμαστε! Ναι! θα ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο!
Διαβάστε επίσης:
Γιώργος Μαζωνάκης: Ανήκει στον ίδιο και στα όνειρα του, δε θέλει κανένα μες στη μοναξιά του
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- UBS για Qualco: Ουδέτερη στάση για τη μετοχή μετά το πρώτο ισχυρό εξάμηνο
- ΗΠΑ: Η κυβέρνηση Τραμπ επιθυμεί να στείλει την Εθνοφρουρά και στο Σικάγο
- Ο Οργανισμός Λιμένος Ηρακλείου γιόρτασε την Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού
- «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα» – Ένα μουσικοθεατρικό ταξίδι που έκλεισε τον κύκλο του στο Θέατρο Άλσος
