ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Για κάποιες δεκαετίες ήταν σκέτο η «Απόλυτη»! Έτσι, με την υπερβολή των κοντινών συνεργατών και των εκπροσώπων του τύπου που αγαπούν τα κλισέ, τα βασισμένα, όμως, σε δεδομένα πως η σταρ Άννα Βίσση για 50 χρόνια τώρα, με τα 37 πλατινένια και 16 χρυσά άλμπουμ, με 30 εκατομμύρια αντίτυπα δίσκων σε πωλήσεις, sold-out συναυλίες σε μεγάλα στάδια, είναι για πολέμιους, για θιασώτες της σταρ του αντίπαλου δέους, για φανατικούς θαυμαστές, μια εθνική υπόθεση.
Ακολουθώντας την εποχή, τις τελευταίες 5 δεκαετίες, γίνεται χαμαιλέων των μουσικών ειδών. Από τον Ρίτσο, τον Ελευθερίου, τον Κουγιουμτζή και τον μέγα Μίκη Θεοδωράκη, πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκη, περνάει στα «Σαν κι εμένα καμιά», «Χούλα χουπ, χούλα χουπ, φόρα την κουλούρα σου και κούνα τη μεσούλα σου», κάνει μιούζικαλ στα θέατρα, βγαίνει στις μεγάλες πίστες των μεθυσμένων φυγών από παρκινγκ, των hang over, των φωτογραφιών πάνω από πιατέλες με φιστίκια και της επιδειξιμανίας «κάθισα στο πρώτο τραπέζι». Συνεχίζει σε primum διασκέδαση με το Hotel Ερμού, κάνει ζωή billionaire με το ζεύγος Κούστα και δίνει ιστορικές τις συναυλίες της για τους μη πλούσιους fan στο Καλλιμάρμαρο με τα εισιτήρια να εξαφανίζονται σε χρόνο ρεκόρ. Τελειομανής και πάντα εργατική, λένε οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Μετς, την καταλαβαίνουν να κάνει πολύωρες εξουθενωτικές πρόβες, λίγο πριν οι παθιασμένες ιαχές υψωθούν: Άννα, ζούμε για να σ ακούμε…
«Ρε, ξέρεις ποια είμαι εγώ, πώς με λένε κι η σκούφια μου από πού κρατάει;»
Τα επίσημα βιογραφικά της είναι γνωστά, δημοσιευμένα μια φορά και έναν καιρό σε λαϊκά περιοδικά με την Άννα Βίσση σε κάθε ηλικία της εξώφυλλο και σήμερα σε copy paste χωρίς κόπο πληροφορίες, στο διαδίκτυο. Γεννήθηκε στο χωριό Πύλα της Λάρνακας, στην Κύπρο, όπου ο παππούς της είχε μπακάλικο στον Τουρκομαχαλά, στις 20 Δεκεμβρίου του 1957, από τον Νέστορα και την Σοφία Βίσση.
Είχαν ένα μικρό σπίτι, με αυλή κοντά στη εκκλησία της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας στο κέντρο της Λάρνακας και εκείνη ήταν ένα παιδί με λασπωμένα γόνατα και έπαιζε συνεχώς με παιχνίδια που έφτιαχναν οι γιαγιάδες της, έχει πει σε παλιά εξομολογητική της συνέντευξη στο Nitro. Ο πατέρας της, ήταν ο μπακάλης της γειτονιάς, όπως και ο παππούς της και το μπακάλικο είχε μεγάλες ξύλινες πόρτες, και απ’ έξω σακούλια με όσπρια χύμα, που σερβίρονταν με τη σέσουλα. Θυμάται τον εαυτό της να χώνει τα χέρια της μέσα στα σπόρια και να παίζει και να κλέβει σελίνια από το ταμείο για να αγοράζει ρούχα. Ο παππούς της έπαιζε βιολί και εκείνη, καθόμουν στην άκρη του ποδιού του και τραγουδούσα το πρώτο παιδικό τραγουδάκι που είχε μάθει.

Μεγάλωνε με τις άλλες δυο αδελφές της, την επίσης μουσικό Λία και την Νίκη. Από έξι χρονών άρχισε το μπαλέτο και το πιάνο, δείχνοντας μεγάλη ικανότητα και στα δυο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η οικογένεια απέκτησε το δικό της σπίτι στην οδό Άγγελου Σικελιανού, με ένα τεράστιο γιασεμί στην αυλή, που στη σκιά του τα κορίτσια έφτιαχναν κολιέ από τα λουλουδάκια του.
Η μητέρα της, εντοπίζει το ξεχωριστό ταλέντο της Άννας και βρίσκεται στο Εθνικό Ωδείο όπου κάνει σολφέζ, πιάνο και κιθάρα. «Κάθε χρόνο μάλιστα, ερχόταν από την Αθήνα ο Μανώλης Καλομοίρης και μας εξέταζε στο πιάνο και θυμάμαι το τρέμουλο που είχαμε» έχει πει σε συνέντευξη της σε Κυπριακό μέσο.
Με ένα ηχόχρωμα «σαν φωνή από βιολεντσέλο» όπως θα πει ο περιώνυμος Μίμης Κουγιουμτζής, λίγα χρόνια αργότερα, η 12χρονη Άννα κερδίζει έναν διαγωνισμό, αφού πρώτα μαζί με την αδελφή της Λία έχουν γίνει γνωστές από συναυλίες τους στην Κύπρο ως αδελφές Βίσση. Η οικογένεια θα ζήσει στην Κυψέλη και η Άννα, στα 16 της θα ηχογραφήσει τα δυο πρώτα της τραγούδια στην Μήνος.
Λίγο αργότερα θα σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 1974 αρχίζει η έντεχνη καριέρα της, μέσα από συνεργασίες με τον θρυλικό Μίκη Θεοδωράκη και τον Κουγιουμτζή. Η Βίσση από το 1974 μέχρι και το 2025 τραγούδια πάντα, παίρνει βραβεία, κάνει σόου, πουλάει τρελά και γνωρίζουμε κάθε λεπτομέρεια της ζωής της μέσα από εκατοντάδες ιλαστρουσιόν εξώφυλλα περιοδικών και χιλιάδες δημοσιεύματα κάθε μέσου.
Από το Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου την σχισμάδα στα Παραλύω, Τρελαίνομαι, Καταρρέω
Το κοινό πάντα ερωτευμένο μαζί της! Από τότε που μικρόσωμο κορίτσι, με ριχτά ινδικά ρούχα, όλο μάτια, από την Κύπρο, τραγούδαγε τα «Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» και το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου την σχισμάδα» ή το «Στα χρόνια της υπομονής». Μετά ελάφρυνε το πράγμα, με Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» σε ωραίο «Κίτρινο, γαλάζιο και πορτοκαλί» αλλά και με «Μεθυσμένη Πολιτεία» και «Αυτός που περιμένω» και μια άλλη εικόνα, γέννημα εποχής σχιζοφρενικής και παράδοξης.
Η μικρή αγαπημένη, από τον Ρίτσο, τον Ελευθερίου, τον Κουγιουμντζή και τον μέγα Μίκη Θεοδωράκη, περνάει στα «Σε ένα φτηνό ξενοδοχείο να τρυπώσουμε» και στα Παραλύω, Τρελαίνομαι, Καταρρέω, ή στο ύμνο στην κινητή τηλεφωνία, που ήταν τότε στα σπάργανα, το «μου αδειάζεις κάθε λίγο και λιγάκι, κινητό τηλεφωνάκι μου, μου αδειάζεις κάθε λίγο και λιγάκι. Εγώ σ’ αγαπάω, εγώ σε φροντίζω τις μπαταρίες σου με αγάπη τις γεμίζω»! Μεγάλη επιτυχία σημειώνει και το «αγάπη είναι ο ιδρώτας στο μπλουζάκι σου, τα σχισμένα τα τσιγάρα στο τασάκι σου, η σκόνη στα παπούτσια που φοράς, τα κομμένα νύχια που πετάς, η λάμψη των ματιών σου, το σουσάμι απ’ το κουλούρι στις σχισμούλες των δοντιών σου…»!
Η Βίσση είναι τόσο παθιασμένη και παράφορη στη σκηνή, με καθαρότητα και τεχνική της στη φωνή τη σχεδόν ουράνια, όλο υγρασία και βουτηγμένη στο συναίσθημα, που ακόμη και στίχους στην άκρη του ξεκαρδίσματος, τα υποστηρίζει με φροντίδα σαν σε θεϊκή κατάληψη, με εκρηκτικές κορυφώσεις σχεδόν υπερφυσικές, με θεατρικότητα που θυμίζει εκκλησιαστική κατάνυξη.
«Πόσες φορές είπαμε πυρ, μα τα βαμπίρ, δεν πεθαίνουν έτσι απλά, μ’ ένα σκέτο γεια χαρά και πάμε γι’ άλλα! Πρέπει το βαμπίρ μέσα μας που ζει, πρέπει το βαμπίρ μέσα μας που ζει να πεθάνει» τραγουδάει κι αλλού «πάρε με, μια βόλτα αστρική, με ένα σου ηλεκτρικό φιλί. Πάρε με, μια βόλτα μαγική, δίχως βενζίνη! Ένα κερί, υγρασία, μια βρύση που στάζει, τηλεκοντρόλ η καρδία, σταθμούς που αλλάζει. Κάτι μου λες στο αυτί που σε σκέψεις με βάζει και ξαφνικά τίποτα δε με νοιάζει».

Είναι η εποχή, που ο Νίκος Καρβέλας, μεγάλος έρωτας, σύζυγός της και πατέρας της κόρης της, της Σοφίας, έχει γίνει alter ego της μουσικό. Οι ίδιοι εκτός απ το ότι προτιμούσαν, πάντα μικρά μέρη και να λένε ό,τι επιθυμούσαν και λαχτάραγε η ψυχή τους, βουτάνε στην εποχή των μπουζουκίων.
«Σαν τον άνεμο θα φύγω, μα θα μείνω» – Μάλα – Η Μουσική του Ανέμου
Ναι, είναι εποχές μεθυσμένες, φαραωνικών αφισών, εγερθείσης δόξας σε ένα παράλληλο σύμπαν που η παραλιακή, η Ιερά Οδός, η Πειραιώς, η Συγγρού ήταν σα να βρίσκονταν τουλάχιστον στο Λος Αντζελες και μέσα τους έλαμπαν παγκόσμια οι καριέρες του αμανέ σε τεχνητή γονιμοποίηση με την ποπ και μετά την ραπ, με γεννήματα υβριδικά τεράτων καψούρας, μεγαλείου, επίδειξης και χολιγουντιανής έπαρσης θαμώνων και τραγουδιστών.
Μάχες με γαρύφαλλα, ποιος θα πετάξει πιο πολλά, τουαλέτες για κόκκινο χαλί κάθε βράδυ, υπερτιμήσεις φιαλών, αποτσίγαρα, hang over, τσαμπουκάδες, πιατέλες με φιστίκια ανάκατα με στάχτη και αγώνες επίδειξης πλούτου, ποιος κάθεται στο πρώτο τραπέζι. Η Βίσση κι απ αυτό σώθηκε! Η Βίσση αναμετρήθηκε και με τα μεγάλα τραγούδια και με εκείνα που κόβονταν στα μέτρα της σπουδαίας ερμηνευτικής της δύναμης, όπου ακόμα και την κοινότυπα την κάνει να ακούγεται σπαραγμός.
Σώθηκε δε κι απ την εποχή του «ταγαριού και του σανδαλιού» και απ την εποχή του μπουζουκοαμανέ και της μεγάλης σοβαροφανούς ευκολίας. Προσπαθεί με ροκ όπερες. Μπορεί η υπόθεση ή οι στίχοι ή η επιλογή θέματος, να χαρακτηρίστηκαν από κάποιους αφελή, ή απλοϊκά, όμως τόσο η αναμέτρηση, η προσπάθεια και η αφοσίωση στο να καταπιαστούν με ένα άλλο είδος καλλιτεχνικό απ αυτό του μπουζουκό – ξενυχτάδικου, καθώς και η προσοχή στη παραγωγή και οι ερμηνείες, ειδικά της Άννας Βίσση, ήταν πάντα αναμφισβήτητα γεγονότα.
Οι ροκ όπερες τους, λοιπόν, «Δαίμονες», και «Οι καμπάνες του Edelweiss», «Μάλα, το τραγούδι του ανέμου» έγιναν καλλιτεχνικά γεγονότα, συζητήθηκαν πολύ και έγιναν και πεδία αναφοράς, ενώ το παράδειγμα τους μετά, προσπάθησαν να μιμηθούν πολλοί καλλιτέχνες λιγότερης δυναμικής και αξίας απ τους δυο τους, που ακόμη και αν σπαταλήθηκε ή κάθισε σε ευκολίες, είναι χειροπιαστή και γενικώς αποδεκτή!

Οι βοηθοί, οι συνεργάτες της, οι άνθρωποι γύρω της χάνουν κάποτε, από «αγάπη υπερβολική» μάλλον, το μέτρο και βάζουν τον πήχη ψηλά και μιλώντας για θεατρικές στιγμές που θα είναι «ένα μουσικοθεατρικό όραμα που διεισδύει και αναδεικνύει το έρεβος της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από μία συγκλονιστική ιστορία», λες και η αναμέτρηση του Καρβέλλα ήταν με τον ίδιο τον Σοφοκλή και η Βίσση θα έπαιζε όχι την Μάλα, αλλά τη Δηιάνειρα στις Τραχίνιες, ερμηνεύοντας στη κόψη αθωότητας και τραγικού βάθους.
Μα η Βίσση, ότι κι αν τραγουδά το κάνει επιτυχία. Δεν είναι λίγοι οι επικριτές της αλλά και οι συνάδελφοι της, όπως ο νωρίς χαμένος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, που αναφέρονται σ αυτήν υπονοώντας πως το ταλέντο της, το ένθεο χάρισμα της, το σπατάλησε σε εύκολα σουξέ και δεν θα αφήσει πίσω της, ίχνη μεγάλων τραγουδιών. Η Βίσση παρ’ όλα αυτά συνεχίζει, με τις επιλογές της να λατρεύεται από ένα κοινό που παραληρεί σε κάθε εμφάνιση και λατρεύεται έτσι όπως δεν έχει συμβεί σε κανέναν άλλον καλλιτέχνη στην Ελλάδα.
«… Αγάπη είναι εσύ, στιγμές που δεν ξεχνώ, χαμόγελα και δάκρυα, όλα εσύ…»
Η Άννα Βίσση είναι σε top-certified, δεύτερη μετά τον άλλο μεγάλο συλλογικό έρωτα των Ελλήνων, την Χάρις Αλεξίου, που στα 70’s τραγούδαγαν μαζί στις μπουάτ Θεμέλιο και Διαγώνιος. Τότε, που ήταν παρέα εκείνες και ο Γιώργος Νταλάρας και ο Αντώνης Βαρδής. Μα στα πρόσφατα mega-live της, η Βίσση έχει από τις μεγαλύτερες προσελεύσεις κοινού, που έγιναν ποτέ.
Στο Down Town έλεγε παλιότερα για τις αλλαγές στα μουσικά είδη που έκανε πως «μπορεί να δημιούργησα πολλές εικόνες του εαυτού μου, τη μια πάνω στην άλλη, να φούσκωσα και να ξεφούσκωσα μαλλιά, να τραγούδησα σε μπουάτ και μεγάλα μαγαζιά, να είπα πολύ καλά τραγούδια, να είπα και κάποια άλλα που δεν ήταν τόσο καλά –αλίμονο αν δεν συνέβαινε σε μια καριέρα 50 χρόνων-. Τα γούσταρα όλα και τα έκανα με απίστευτο κέφι, στο σωστό timing. Τα χόρτασα και προχωράω. Εξακολουθώ όμως να είμαι μια γυναίκα που θέλει να κάνει κι άλλα πράγματα, κρατώντας την παιδικότητα και τον αυθορμητισμό της. Θέλω ακόμα να ρισκάρω, να τολμήσω. Θέλω να είμαι μια γυναίκα που θέλησε κάποια πράγματα παθιασμένα, τα τόλμησε και τις περισσότερες φορές νίκησε. Ηττήθηκα κάποιες φορές, αλλά αν δεν νικηθείς δεν χαίρεσαι την ευτυχία. Ο κανόνας των αντιθέσεων άλλωστε…».
Και έτσι συμβαίνει και στη ζωή της, που είναι πάντα δεμένη με την τέχνη της. Χωρίζει με τον σύζυγο της, που είχε γνωρίσει απ το 1973 και σύνθετη της και πατέρα του μοναδικού της παιδιού, της Σοφίας, όπως ήδη είπαμε, αλλά συνεχίζουν να ζουν μαζί. Τον θεωρεί πάντα, ιδιοφυή ροκά και τον πιο αγαπημένο της φίλος, ίσως τον μόνο που έχει, λέει, με τον πλήρη ορισμό της φιλίας. Κάνουν σχέσεις με άλλους ανθρώπους, αλλά βγαίνουν μαζί και όλοι παρέα. Κάποιοι σοκάρονται. Κάποιοι άλλοι τα θεωρούν όλα αυτά πουριτανικούς αναχρονισμούς. Και ενώ έχουν χωριστές ζωές, αργούν καμία δέκατα να πάρουν επίσημα διαζύγιο, διότι απλά δεν είναι πρακτικοί άνθρωποι!

Γίνεται πολύ καλή φίλη και με την επόμενη σύζυγο εκείνου, την Αννίτα Πάνια. Διαφορές φήμες, συνήθως αρνητικές, συνοδεύουν την ζωή της Βίσση. Κάποιες σεξιστικού χαρακτήρα. Κάποιες άλλες μεταφυσικού. Κάθε σταρ που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να ξέρει τον κανόνα πως η φήμη όσο τερατώδης κι αν είναι, θα ξεπεραστεί αμέσως μόλις κυκλοφορήσει η επομένη. Και η Άννα Βίσση ξέρει καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Η καλύτερα δε την νοιάζει να ακολουθεί κανόνες, αλλά να είναι ο εαυτός της. Στην ζωής της μ. Κ -μτφρ: μετά Καρβέλαν- γίνονται γνωστές ελάχιστες σχέσεις, με νεότερους της άνδρες που ταιριάζουν με την δική της εμφάνιση, που ως φαινόμενο φυσικό είναι πάντα νεανική. «Μη με ρωτήσεις για τον έρωτα» θα πει σε συνέντευξη της στη Vogue, «άλλωστε τον έχω πολυτραγουδήσει. Ποτέ δεν με αφορούσε και πολύ, εδώ που τα λέμε. Ήταν πάντα η δεύτερη προτεραιότητά μου. Δεν με έσερνε από τη μύτη. Η μουσική με σέρνει από τη μύτη!
«Call me, I’m feeling so lonely» και «I’m still in love with everything I hate»
Κατά τα άλλα ταξιδεύει συχνά, φαίνεται να κάνει απόπειρες για διεθνή καριέρα, πράγμα που θα κατάφερνε, λένε οι γνώστες της μουσικής βιομηχανίας, αν είχε ξεκινήσει λίγο πιο νωρίς. Κάνει το single «Call Me» το κυκλοφόρησε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας Moda Records στη Νέα Υόρκη, έφτασε στο No. 1 στο Billboard Hot Club Play Chart και σε υψηλές θέσεις σε άλλα dance charts των ΗΠΑ.
Έζησε για λίγο στο Λος Άντζελες για να δουλέψει πάνω σε αγγλόφωνο άλμπουμ, συνεργάστηκε με DJs και παραγωγούς εκεί, για remixes κομματιών της, χαρακτηρίστηκε ως «Greek Madonna. Και γνώρισε κόσμο. Έγινε κολλητή της υποψήφιας για Όσκαρ, ενδυματολόγου Πατρίτσια Φιλντ, με την οποία πάει μαζί και στην απονομή Όσκαρ. Στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το καλοκαίρι του 2004, η Άννα Βίσση τραγουδά τη «Μισιρλού» με το δικό της τρόπο, μπροστά σε δισεκατομμύρια τηλεθεατές και κάνει πάταγο.
Με μια καριέρα που ξεκινάει από τον 20 αιώνα και συνεχίζεται στον 21ο γιγαντωμένη, η Άννα Βίσση θα δεχτεί να εκπροσωπήσει την Ελλάδα, στον εδώ διαγωνισμό της Γιουροβίζιον. Θα πάει πολύ καλά, αλλά δεν θα φέρει για δεύτερη χρονιά την πρωτιά στην χώρα όπως πολλοί περίμεναν. Η Άννα Βίσση μετα απ αυτό, θα σωπάσει για λίγο και θα ταξιδέψει ξανά στην Αμερική. Με την επιστροφή της θα κάνει πάλι προκλητικές δηλώσεις.
«Αν ήμουν ομοφυλόφιλη θα είχα ερωμένη την Παπαρίζου αλλά σύζυγο μου την Αρβανιτάκη», «ευτυχώς που υπάρχουν και τα μποτοξάκια» είναι κάποιες απ τις δηλώσεις που βάζουν πάλι φιτιλιές για συζητήσεις. Οι επικριτές της είναι οι πρώτοι που σοκάρονται με το «Μπορείς απόψε να βγεις μ όλες τι τσούλες της γης», τραγούδι σε στίχους της Μυρτώς Κοντοβά, ενώ η ίδια δείχνει το απολαμβάνει κάνοντας τους να κοκκινίζουν από σεμνοτυφία.
Μα η Βίσση κάνει άλλη μια τεράστια επιτυχία και γενικά κατέχει 48 βραβεία και περισσότερες από 70 υποψηφιότητες, έχοντας τον τίτλο της πιο πολυβραβευμένης Ελληνίδας τραγουδίστριας. Έχει κάνει στο παρελθόν τηλεόραση με το σόου «Με αγάπη Άννα», θα κάνει το 2011 και ένα αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Όσο Έχω Φωνή», που η ίδια χαρακτήριζε ως rockumentary και που κατέγραφε την καθημερινότητά της σε ηχογραφήσεις, πρόβες για live και συναντήσεις με προσωπικότητες όπως ο Jean Paul Gaultier και ο Dave Stewart. «Δεν με νοιάζει η ηλικία» λέει στο Πρώτο Θέμα, «με νοιάζει να συνεχίζω να αγαπώ αυτό που κάνω και να δίνω χαρά στον κόσμο».
«Υπάρχει κόντρα στο μυαλό και στην ψυχή, κόντρα σε κάθε λογική, κόντρα στα «πρέπει» και στα «μη»
Φυσικά έχει περάσει και η εποχή μιας θρυλικής κόντρας, τουλάχιστον για τους θαυμαστές που κράτησε 25 χρόνια. Η Ελλάδα χωρίζεται πάντα σε στρατόπεδα για τις σταρ της. Η Βερώνη ή η Παρασκευοπούλου; Η Κοτοπούλη ή η Κυβέλη; Η Αλίκη ή η Τζένη; Η Άννα ή η Δέσποινα;
Η αντιπαλότητα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν η Άννα Βίσση ήταν ήδη καθιερωμένη καλλιτέχνιδα, ενώ η Δέσποινα Βανδή ανέβαινε δυναμικά στη μουσική σκηνή. Η δήλωση της Βανδή το 1999 στο περιοδικό Down Town, που μπήκε στο εξώφυλλο πως «η Άννα Βίσση είναι 30 χρόνια στο τραγούδι κι εγώ δεν είμαι ακόμη 30 χρονών» χώρισε τους θαυμαστές της μιας σταρ και της άλλης, ακαριαία και βιβλικά σχεδόν, όπως τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας, ο Μωυσής.
Όταν, δε η Δέσποινα Βανδή εμφανίστηκε σε χριστουγεννιάτικη εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με ένα εντυπωσιακό κόκκινο φόρεμα ραμμένο από μοδίστρα, το όποιο είχε φορέσει η Άννα Βίσση φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο της Vogue δια χειρός Lacroix, η αντιπαλότητα γινόταν οριστική. Για τους θαυμαστές ήταν η βασίλισσα Αννα ως Ελισάβετ της Αγγλίας και η Δέσποινα, η Μαρία Στιούαρτ, στα μπουζούκια και χωρίς αιματοχυσίες!

Με πρωτοβουλία Νίκου Κοκλώνη οι δυό τους, συναντήθηκαν επί σκηνής στον τελικό του τηλεοπτικού σόου J2US, τα Χριστούγεννα του 2020 και με αγκαλιές και φιλιά, έληξαν την περιβόητη αντιπαλότητα, δηλώνοντας άγνοια για τη κόντρα και ότι συνέβη ερήμην τους, ως κάτι φαντασιωσικό, που είχε κατασκευαστεί από τα media και το κοινό. Μα τώρα πια, η Αννα Βίσση είναι μόνη της στο θρόνο της, ως Gloriana της αγάπης του κοινού της και δεν δείχνει να υπάρχουν «δελφίνες» για το ολόχρυσο της όχι στέμμα, αλλά ασύρματο μικρόφωνο!
«… Με ήλιο και οξυζενέ, σαν τα μαλλιά μου τα σαντρέ…»
Η Αννα Βίσση, γιαγιά πιά του Νίκου και του Νέστορα, που ζουν μόνιμα στη Νέα Υόρκη με τους γονείς τους, την Σοφία Καρβέλα με τον Θανάση Πανουργιά, συνεχίζει πιο νεανικά από ποτέ. Και πιο πλουσιοπάροχα από ποτέ. Πολύ φίλη της Δήμητρα Μέρμηγκα – Κούστα, ζει σαν billionaire, μαζί με τον «boss» όπως δρ. Ιωάννης Κούστας, μια ζωή όχι ροκ πια, αλλά απ αυτές που αφορούν στην ελίτ του πλούτου ολόκληρου του πλανήτη.

Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη, όπου ζει στα οικονομικά δυσπρόσιτα Χάμπτονς, για εκθέσεις, συναυλίες και ψώνια και από εκεί στις εξωτικές Μπαχάμες, όπου περνάει καλοκαίρια σε ιδιωτικά νησιά, όπως το Norman’s Cay. Πάει μαζί τους στην Ίμπιζα, όπου με glam στυλ, απολαμβάνει δείπνα σε ακριβά εστιατόρια και το λαμπερό διάσημο nightlife. Με το luxury γιοτ του ζεύγους Κούστα το Belita, φτάνει σε ειδυλλιακά νησιά και παρθένες θάλασσες, που οι υπόλοιποι θνητοί, μόνο ονειρεύονται. Γίνεται νονά του μικρού Κούστα στη Σύμη, μα γλεντά τη βάφτιση σε πάρτι στο Κάπρι, όπου απολαμβάνει το τραγούδι και τη παρέα του sir Ελτον Τζον. Ως και το τελευταίο της video clip το γυρνά στο «κοσμοπολίτικο και ειδυλλιακό» όπως γράφεται πάντα, Σορέντο.
Και αν πριν έξι χρόνια, με διάθεση μποέμ και ελαφρώς χίπικη έκανε βίντεο κλιπ τρώγοντας καρπούζι με τη Γιώτα Γιάννα, κάπου στη βόρεια Ελλάδα, τραγουδώντας «Όσοι Αγαπάνε Δεν Πεθαίνουνε», τώρα, οι καλλιτεχνικές της ανησυχίες την έχουν οδηγήσει σε πιο fashion statement εμφανίσεις και glam αισθητική. Και η απόλυτη έγινε μονάρχης και βασίλισσα της pop ελληνικής μουσικής, με αντίστοιχο βασιλικό life style. Γιατί, άλλωστε, όπως λέει και η τελευταία της μεγάλη επιτυχία: «αυτή η αγάπη είναι με της καρδιάς τα χρώματα βαμμένη, τα ανεξίτηλα, που δεν ξεβάφουνε ποτέ. Με ήλιο και οξιζενέ σαν τα μαλλιά μου τα σαντρέ…»…
«Όσο έχω φωνή θα στο τραγουδάω…»
Η Άννα Βίσση γίνεται αντικείμενο διδακτορικής διατριβής στο τμήμα Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Από τα πολυθεάματα στο Αθηνών Αρένα μέχρι τις μεγάλες συναυλίες της σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Μελβούρνη είναι η σύγχρονη φωνή των Ελλήνων όπου κι αν βρίσκονται. Από το 2015, πρώτα στην Ερμού 152 και μετα στο Γκάζι το «Hotel Ερμού» η Βίσση κάνει σερί επιτυχία στη νυχτερινή Αθήνα, με το lounge-club της, όλο chesterfield καναπέδες, σεπαρέ, άνετη ατμόσφαιρα, καλό φωτισμό και σκηνή, που επιτρέπει παρεΐστικες νύχτες και στην ίδια, να είναι κοντά με τους φανατικούς θαυμαστές της. Και το κοινό της, είναι από πιτσιρικάδες έως πλούσιους 60αρηδες, από ερωτευμένα ζευγάρια μέχρι μεγάλες παρέες έτοιμες για όλα και μοναχικούς που απλά δεν έχουν μάτια παρά μόνο για εκείνη.
Το 2024, η Άννα Βίσση γιόρτασε τα 50 της χρόνια στην μουσική, γράφοντας ιστορία, με την μεγάλη συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο, όπου 65.000 θεατές τραγούδησαν μαζί της για σχεδόν τέσσερις ώρες, σε μια βραδιά που έσπασε ρεκόρ προσέλευσης. «Βλέπω με χαρά, αλλά και περιέργεια, τα τραγούδια μου να αφορούν πολλούς νέους ανθρώπους» είχε πει μετά, «και αναρωτιέμαι: Τι μπορεί να αισθάνεται ένας πιτσιρικάς σήμερα που ακούει την 65άρα Βίσση; Τι να νιώθει άραγε; Δεν είναι αλλόκοτο; Μάλλον φαίνεται ότι κάτι δημιουργώ στους νέους. Ποιος ξέρει τι! Δεν βρίσκω τον λόγο να το σκαλίσω. Μου αρκεί που συμβαίνει».
Και συμβαίνει ξανά στη φετινή της συναυλία στον ίδιο χώρο, το Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου, που έβαλε στο ενεργητικό της ακόμα έναν θρίαμβο, αφού έκανε sold out σε 4 ημέρες. Γι’ αυτό και προστέθηκε άλλη μια συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο για την Κυριακή 14 του μήνα. Θα πει ξανά, για αγάπες υπερβολικές ή φτιαγμένες από νάιλον, για το πως η ώρα φτάνει 12 και δεν χτυπάει το τηλέφωνο και για την αναμονή κάποιου, που θα ναι απλός στρατιώτης στα χαρακώματα, για τραύματα κι αντίδοτα, για μεθυσμένες πολιτείες, πως μια ζωή χωράει σε μια αποσκευή, σε ένα βαγόνι, σε ένα μοναχικό σταθμό και πολλά άλλα, που όσο έχει φωνή θα τα τραγουδάει…
Διαβάστε επίσης:
Κατερίνα Μπιρμπίλη και Παύλος Βαρδινογιάννης: Η πολυτέλεια του να μη σε ξέρουν όλοι
Ο πόλεμος των Δαυίδ: Η μαμά Δήμητρα, η κόρη Αλεξία, ο Αλκης και μια αμύθητη περιουσία
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Δεν φταίει ο Γιάννης. Ούτε ο Σπανούλης, και πριν μιλήσεις για την Εθνική μπάσκετ δες την εικόνα στον καθρέφτη [βίντεο]
- Fitch: Υποβάθμισε τη Γαλλία από «AA-» σε «A+»
- Οι «Νύχτες» της Λήδας Κοντογιαννοπούλου: Η ζωγράφος που κάνει το σκοτάδι ποίηση και κατακτά τις αίθουσες τέχνης
- Όμιλος Φάις: Με υπογραφή Ergon Agora η επόμενη ευκαιρία για την Αγορά Μοδιάνο
