• Business

    Μενέλαος Τασόπουλος (Παπουτσάνης): Επενδύουμε 6 εκατ. ευρώ το 2020 – Διερευνά για μονάδα παραγωγής στην Κεντρική Ευρώπη

    Μενέλαος Τασόπουλος, CEO Παπουτσάνης

    Μενέλαος Τασόπουλος, CEO Παπουτσάνης


    Χρονιά σταθμός αποδεικνύεται το 2020 για την Παπουτσάνης, το μεγαλύτερο  παραγωγό στερεού σαπουνιού την Ευρώπη, που αξιοποιεί τη μεγάλη ζήτηση για είδη σαπουνιού και αντισηπτικά λόγω της πανδημίας και διευρύνει τη διεθνή του παρουσία. Μια χρονιά με απώλειες για τον τομέα των ξενοδοχειακών ειδών που αποτελεί το 35% του τζίρου και τώρα είναι σχεδόν ανύπαρκτος αλλά και μια χρονιά με μεγάλες ευκαιρίες που προσφέρει η ανάπτυξή της ελληνικής βιομηχανίας στο χώρο του σαπουνιού και των αντισηπτικών, προϊόντων που έχουν μεγάλη και διαρκή ζήτηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

    Οι εξαγωγές της εταιρείας, εξάλλου, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, έφτασαν στο 67% του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης έναντι 49% την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ενώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020 δεν πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις αλκοολούχων αντισηπτικών.

    Με στόχο να διατηρήσει τους πολυεθνικούς πελάτες της, η ελληνική βιομηχανία, που φέτος γιορτάζει 150 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας, διπλασιάζει το επενδυτικό της πρόγραμμα στα 6 εκατ. ευρώ για το 2020 και διερευνά τη δημιουργία μικρής μονάδας στην Κεντρική Ευρώπη για να εξυπηρετεί τους πελάτες της ανταγωνιστικά, έχοντας μειώσει το κόστος μεταφοράς.

    Όπως είπε χθες ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Μενέλαος Τασόπουλος, στη διαδικτυακή συζήτηση
    «Ελληνική μεταποίηση: ανάπτυξη εν μέσω κρίσης;» που διοργάνωσε ο ΙΟΒΕ,
    η γεωγραφική  θέση της Ελλάδας είναι ένα πρόβλημα για όσες επιχειρήσεις εξάγουν στη Δυτική Ευρώπη. “Αν ήμασταν στην Κεντρική Ευρώπη το κόστος μεταφοράς θα ήταν στο μισό. Το κόστος των μεταφορικών από τη Ριτσώνα στον Πειραιά είναι 50 ευρώ/τόνος.  Γι αυτό διερευνούμε μήπως θα έπρεπε να γίνει μια μικρότερη μονάδα, που θα λειτουργούσε συμπληρωματικά με την μονάδα της Ριτσώνας, ώστε τα προϊόντα  μας να προσεγγίζουν πιο άμεσα και ανταγωνιστικά του πελάτες μας στην Κεντρική Ευρώπη. Επίσης θα “απαντάει” και στα σωβινιστικά αισθήματα που υπάρχουν και μπορεί να αναπτυχθούν σε κάποιες χώρες λόγω του κορονωιού”.

    Γιατί κυριαρχεί στην Ευρώπη

    Η χρήση του σαπουνιού για πολλά χρόνια στην Ευρώπη έπεφτε υπέρ του υγρού σαπουνιού, με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή βιομηχανία να αποεπενδύει εδώ και καιρό και έτσι σήμερα  ο ανταγωνισμός της λειτουργεί με παλιές υποδομές. Ο όμιλος Δαυίδ-Λεβέντη αντίθετα το 2000, επένδυσε στη Ριτσώνα, σε ένα εργοστάσιο με υποδομές ποιότητας και μεγάλη παραγωγική δυναμικότητα, το οποίο σήμερα μπορεί να ανταπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες.

    Η Παπουτσάνης παράγει πρώτη ύλη για σαπούνι τη σαπωνόμαζα, ξενοδοχειακά προϊόντα, προϊόντα Παπουτσάνης και προϊόντα για τρίτους (φασόν).

    Σήμερα αυξάνει  το επενδυτικό πρόγραμμα στα 6 εκατ. ευρώ από 3 εκατ. ευρώ το 2019  για να ενισχύσει την παραγωγική της δυναμικότητα για να διατηρήσει τους πελάτες της περιόδου αυτής και να είναι ανταγωνιστική.  “Θα κάνουμε ό,τι πρέπει να κάνουμε για να ενισχύσουμε τη θέση μας και να κρατήσουμε τους πελάτες μας” σημείωσε ο κ. Τασόπουλος.

    Οι εξαγωγές αποτελούν το 65% του συνόλου του τζίρου της, που πέρυσι ήταν 31 εκατ. ευρώ και εξάγει τα προϊόντα της σε 25-30 χώρες.   Στρατηγική της εταιρείας είναι η δημιουργία προϊόντων βιώσιμων και καινοτόμων, αλλά και φιλικών στο περιβάλλον. Το 22% του κύκλου εργασιών προέρχεται από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνόμαζας, ως πρώτης ύλης για την παραγωγή σαπουνιών.

    Η συγκεκριμένη κατηγορία αφορά κυρίως εξαγωγές και αναπτύχθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2020 κατά 70%. Η ανάπτυξη οφείλεται στη διεύρυνση του πελατολογίου αλλά και τη γενικότερα αυξημένη ζήτηση, καθώς αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν που χρησιμοποιείται για την παραγωγή σαπώνων.

    “Στους πελάτες μας μπορούμε να ανταποκριθούμε σε όλες τους τις ανάγκες από υγρό και στερεό σαπούνι, μπουκάλια, και καπάκια, αξιόπιστα και με ποιοτικά προϊόντα και γι αυτό μας επιλέγουν” εξηγεί ο κ.Τασόπουλος.

    Πώς η κρίση έγινε ευκαιρία

    Με το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού προτεραιότητα για την εταιρεία ήταν η ασφάλεια των εργαζομένων της και η εξασφάλιση της δραστηριότητάς της.

    “Στο ξεκίνημα της κρίσης είχαμε πολύ αγωνία και πολύ φόβο και δεν ξέραμε τι θα γίνει, ποια θα είναι η έκταση του προβλήματος και πώς θα αντιδράσει η πολιτεία. Από τα μέσα Φεβρουαρίου πήραμε όλα τα μέτρα για να προστατέψουμε τους εργαζόμενους μας αλλά και τη δραστηριότητά μας”.

    “Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε γιατί υπήρχε πολύ μεγάλη ζήτηση στον τομέα του σαπουνιού. Το ξενοδοχειακό κομμάτι που αποτελεί το 1/3 της δραστηριότητάς μας άρχισε να πέφτει από το Μάρτιο στο 50% και τώρα η δραστηριότητα αυτή που αφορά την ξενοδοχειακή αγορά είναι ανύπαρκτη. Από το 35% των πωλήσεών μας που είναι το ξενοδοχειακό το 20% αφορά εξαγωγές και το 15% Ελλάδα” τόνισε ο κ. Τασόπουλος.

    “Μπήκαμε στο αντισηπτικό μέσα Απριλίου γιατί θεωρήσαμε ότι αν παράγαμε αντισηπτικά, που ήταν πολύ εύκολο τεχνικά, θα προστατεύαμε τη δραστηριότητα της εταιρείας. Παράγοντας αντισηπτικά προστατεύαμε τη λειτουργία της εταιρείας αφού θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε να λειτουργούμε ακόμη κι αν είχαμε κρούσμα”.

    Το εργοστάσιο δούλευε 24 ώρες την ημέρα και 7 ημέρες την εβδομάδα για να ανταπεξέλθει η εταιρεία στη ζήτηση. Την περίοδο της κρίσης η εταιρεία Παπουτσάνης παρήγαγε 150.000 φιαλίδια τσέπης ανά 24 ώρες   ενώ εφόσον υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη η παραγωγή μπορεί να ανέλθει σε 250.000 φιαλίδια ανά 24 ώρες.

    Μείωση στα προϊόντα ξενοδοχείων από το πρώτο τρίμηνο

    Οι αρνητικές επιπτώσεις του Covid-19 αποτυπώθηκαν τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2020 της Παπουτσάνης, σύμφωνα με τα οποία οι πωλήσεις της εταιρίας στην ξενοδοχειακή αγορά κατέγραψαν μείωση κατά 30%.

    Όμως ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών ανήλθε στα 8,1 εκατ. ευρώ έναντι 5,8 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2019 παρουσιάζοντας αύξηση 40% ενώ  οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 90% και ανήλθαν σε 5,4 εκατ. ευρώ έναντι 2,8 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο, λόγω της αύξησης των πωλήσεων της σαπωνομάζας και σαπουνιού.

    Μικρότερες, αλλά αξιοσημείωτες, ήταν και οι απώλειες στα ξενοδοχειακά προϊόντα της εισηγμένης που εξάγονται σε χώρες του εξωτερικού: Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις ξενοδοχειακών προϊόντων στο εξωτερικό μειώθηκαν κατά 18% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, δεδομένου ότι σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, οι περιορισμοί σε ταξίδια και η επακόλουθη μείωση διανυκτερεύσεων καθυστέρησαν σε σχέση με την Ελλάδα.

     



    ΣΧΟΛΙΑ