Δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά

Ο οδηγός σταματά στο 51 Quai des Grands-Augustins. Κατεβαίνω, και για λίγα δευτερόλεπτα μένω ακίνητη. Δεν είναι αυτό που φανταζόμουν. Το θρυλικό Maison des Plaisirs, στέκι βασιλιάδων, συγγραφέων, σταρ και εταίρων της Belle Époque, βρίσκεται σε μια γωνιά σκοτεινή, σχεδόν παρακμιακή. Το κτίριο μικρό, σκοτεινό, κουβαλά πάνω του τρεις αιώνες φθοράς και μυστικών.

1

Η ώρα είναι γύρω στις εννέα και μισή, κι ο Σηκουάνας μπλέκεται με τον ουρανό σε χρώμα που θυμίζει υδράργυρο. Τα φώτα της προκυμαίας λάμπουν σαν το χείλος του γυάλινου ποτηριού στο οποίο θα πιώ σε λίγο το πιο dirty dirty martini της ζωής μου. Η πόρτα του Lapérouse μοιάζει λιγότερο με είσοδο και περισσότερο με χρονομηχανή. Μια πύλη που με ρουφάει στο 1766 — εποχή βασιλιάδων, γερουσιαστών, γοητείας, απαγορευμένων απολαύσεων, και μυστικών δεσμών.

Lapérouse

Το κατάστημα που έγινε εστιατόριο-oίκος ανοχής, σήμερα

Περνάω το κατώφλι και το δεξί χρυσό τακούνι του Malone Soulier μου πιάνεται σε ένα κόκκινο, βελούδινο κρόσσι. Δεν ξέρω αν ήταν του χαλιού, της κουρτίνας ή της πόρτας, γιατί εδώ υπάρχουν τόσα, και όλα μπλέκονται μεταξύ τους. «Έμπλεξα κι εγώ», σκέφτηκα. O concierge όμως αμέσως σώζει την κατάσταση. «Δεν είναι έτοιμο το τραπέζι σας», λέει η οικοδέσποινα στην υποδοχή, «αλλά μπορείτε να περάσετε στο μπαρ του ισογείου». «Επίτηδες το κάνουν, είμαι σίγουρη», σκέφτομαι καθώς έχω καρφωθεί να περιεργάζομαι το κόκκινο, μάξι, εξώπλατο φόρεμά της, αλλά ας μην πιαστώ πουθενά πάλι.

Τραβάει μια βαριά, μουσταρδί, βελούδινη κουρτίνα και βρίσκομαι σε ένα μπαρ γεμάτο κεριά, χαμηλά, γυμνά, ξύλινα τραπεζάκια, κόκκινες ταπετσαρίες, και μια μυρωδιά υγρού υπογείου που δεν έχω αποφασίσει αν μου αρέσει ή όχι, αν και σε τέτοια μέρη φυλάσσονται τα καλύτερα κρασιά. Μια σκέψη που δεν κάνω τυχαία, καθώς το Lapérouse, όπως μαθαίνω, ξεκίνησε το 1766 ως κατάστημα εμπορίας κρασιών και έπειτα εξελίχθηκε σε εστιατόριο, τόσο διάσημο ανάμεσα στην γαλλική αφρόκρεμα της εποχής, που ο δεύτερος και τρίτος όροφος μετατράπηκαν σε μικρά δωμάτια, ώστε να διασφαλίζεται η ιδιωτικότητα των καλεσμένων.

Ακριβώς πίσω μου, παίζει γυναίκα dj ηλεκτρονική μουσική, κάτι που δεν συνάδει καθόλου με την ατμόσφαιρα. Ο μπαρτέντερ με διορθώνει γιατί πλέον, αν και παλαιότατο, το Maison des Plaisirs, ειδικά μετά την ανακαίνισή του το 2019, έχει γίνει το απόλυτο στέκι για διασημότητες όπως οι Lauren Sánchez, Brooks Nader, Leonardo DiCaprio, Amal Clooney, Gigi Hadid και Kendall Jenner. Μάλιστα, εάν θέλεις να δειπνήσεις εδώ και τυχαίνει να είναι εβδομάδα μόδας, πρέπει να κάνεις κράτηση τρεις μήνες πριν, γιατί εδώ χτυπά η καρδιά της μόδας του Παρισιού και όχι στα ατελιέ. Κάτι που άλλωστε γνώριζα και γι᾽ αυτό ήρθα.

Μυστήριοι διάδρομοι και κλειστές πόρτες

«Μα για ποια ανακαίνιση μιλάτε;», ρωτώ, γιατί όταν πιάστηκε το γοβάκι μου στην είσοδο αισθάνθηκα ότι σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα στην κάμαρα του Λουδοβίκου του ΙΔ΄, και όχι σε εστιατόριο του εικοστού πρώτου αιώνα. Είναι ξεκάθαρο ότι η ανανέωση του εσωτερικού έγινε με απόλυτο σεβασμό της ιστορίας του οικήματος που ίδρυσε το 1766 ο Monsieur Lefèvre, ο οινέμπορος του βασιλιά. Ο maître εξηγεί ότι ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, έτρεχαν νερά από τους τείχους και στο κελάρι βρέθηκαν πάνω από 11.000 φιάλες κρασιού που υπάρχουν εδώ ακόμη και σήμερα. «Θέλω να τις δω», τον διακόπτω σχεδόν με αγένεια από ενθουσιασμό. « J’ aime bien cette fille hah !», λέει στον maître που τώρα μας συνοδεύει στο τραπέζι μας.

Κι αυτό που έβλεπα ως μικρό και ταπεινό μέρος από τον δρόμο, ξαφνικά γίνεται ένας λαβύρινθος. Ανεβαίνουμε μια στενή, στριφογυριστή σκάλα, με μικρά, στενά, ανισόπεδα, ξύλινα σκαλοπάτια. Στρίβουμε αριστερά, περνάμε έναν διάδρομο με ξύλινες πόρτες με χρυσά πόμολα. Μετά κι άλλα σκαλοπατάκια, κι άλλες πόρτες, κι άλλοι διάδρομοι. «Αυτό μοιάζει πιο πολύ με ξενοδοχείο, παρά εστιατόριο», σκέφτομαι. Οι διάδρομοι στενόχωροι και συνωμοτικοί, θα έλεγα, με σερβιτόρους να χορεύουν κρατώντας γεμάτους ασημένιους δίσκους. Νομίζω ανεβήκαμε τρεις ορόφους με πολλά «pardon madame !» και «pardon monsieur !» Προστατεύω το κεφάλι μου από τις σαμπάνιες που κυκλοφορούν πάνω από αυτό μέχρι που η μουσική του πιάνου φτάνει στ᾽ αυτιά μου και εμείς φτάνουμε στον χώρο του εστιατορίου.

Αίσθηση μπουντουάρ με σπάνιο savoir faire

Στον τρίτο όροφο, με θέα τον Σηκουάνα από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες, ο χώρος του εστιατορίου είναι βυθισμένος στο κόκκινο, όπως βυθίζονται και τα τακούνια μου στο πλούσιο χαλί. Οι γωνιακοί καναπέδες, οι τεράστιοι καθρέφτες και οι απανταχού πολυέλεη το κάνουν να μοιάζει πιο πολύ με μπουντουάρ, και πραγματικά πιστεύω ότι θα πεταχτεί από το martini μου η Dita Von Teese. Κάθομαι με θέα ολόκληρο το εστιατόριο μπροστά μου και το ποτάμι στα αριστερά μου.

Τοποθετώ την Lady D μου σε ένα ραφάκι και κάτω από ένα αμπαζούρ. Την κυκλοφορώ για πρώτη φορά σήμερα. Πού να ήξερε ότι η πρώτη νύχτα της ζωής της έξω από το κουτί θα ήταν τόσο συναρπαστική; Γύρω μου παρατηρώ μεγάλες παρέες αλλά και ζευγάρια. Δεν ακούς πολλά εδώ, κυρίως ψιθύρους, το πιάνο, τα σερβίτσια, και που και που φωνές από την κουζίνα – και κανείς δεν βγάζει σέλφι, ούτε ασχολείται με το κινητό του. Παρατηρώ βεβαία και τις τσάντες των υπόλοιπων κυριών. Και η Lady D στέκεται υπερήφανη δίπλα σε δεκάδες mini Kelly και Lady D κυρίως σε μεταλλικές, περιορισμένες εκδόσεις. Εδώ πρέπει να ντυθείς για να έρθεις. Δεν επιλέγει το Lapérouse τυχαία ο κόσμος της μόδας και της πολυτέλειας.

Αμαρτωλές απολαύσεις με θρύλους του παρελθόντος

Μαζί με το μενού, ο σερβιτόρος μας, μας δίνει και ένα μάθημα ιστορίας. Εδώ σύχναζαν ο Ζολά, ο Μωπασάν, ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Προυστ. Η Κολέτ έγραψε εδώ το La Chatte. Ο Γούντι Άλεν επέλεξε το σκηνικό για την ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Από εδώ έχουν περάσει ο Όρσον Γουέλς, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Νιώθω ότι έχει παγώσει ο χρόνος και έχω ήδη χορτάσει με όσα έχω δει και έχω ακούσει ως τώρα, αλλά ανυπομονώ να δοκιμάσω το αδιαμφισβήτητα γαλλικό μενού.


Με ένα μεγαλειώδες, χρυσό γράμμα L στην αρχή του μενού μοιάζει με ερωτική επιστολή στον ίδιο του τον εαυτό. Ο Frédéric Beigbeder γράφει στην πρώτη σελίδα του κάτι συγκλονιστικά αληθινό: «Ορισμένα εστιατόρια ζουν περισσότερο από εμάς. Είναι αρκετά ενοχλητικό να νιώθεις τόσο εφήμερος σε αυτά. Μεταξύ του Lapérouse και εμάς, η μάχη είναι χαμένη εκ των προτέρων. Θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε τρεις αιώνες Παρισιού χωρίς να βγούμε από το 51 Quai des Grands Augustins. Άλλωστε, τι χρησιμεύει ο έξω κόσμος; Από τα παράθυρα βλέπω μια βάρκα να γλιστράει στον Σηκουάνα. Οι πολυέλαιοι τρεμοπαίζουν και ζηλεύουν τους ανθρώπους. Λίγα φαντάσματα με ενθουσιάζουν όσο οι αναμνήσεις. Βρίσκεστε στο σαλόνι όπου ο Προυστ και η Κολέτ δείπνησαν – αλλά ποτέ μαζί. Η κουζίνα είναι τόσο γευστική όσο η νοσταλγία, και τα πιο όμορφα κοκτέιλ διαλύουν τον χρόνο.» Και τώρα νομίζω ότι πείνασα.

Laperouse Celar

Η πρωτιά των τριών αστεριών Michelin

Το Maison des Plaisirs έλαβε τρία αστέρια Michelin το 1933, καθιστώντας το ένα από τα πρώτα στον κόσμο που πέτυχε κάτι τέτοιο. Διατήρησε αυτή τη διάκριση μέχρι το 1969. Σήμερα, επιμελείται το μενού ο Chef Jean-Pierre Vigato. Ξεκινήσαμε με ψωμί και βούτυρο γιατί αν δεν φας ψωμί και βούτυρο στο Παρίσι, τότε καλύτερα να μην πας. Το ίδιο L, το σήμα κατατεθέν του εστιατορίου, βρίσκεται παντού: στον πάγο, στο βούτυρο, στην πετσέτα. Η λίστα κρασιών είναι ατελείωτη με περισσότερες από 7.000 φιάλες και περίπου 800 ετικέτες που βρίσκονται στο κελάρι κάτω από τις σκάλες, πίσω από πέτρινες πόρτες. Κυριαρχούν οι σαμπάνιες και τα κόκκινα κρασιά Βουργουνδίας και ο σομελιέ μας κατευθύνει εξαιρετικά. Μας αναφέρει επίσης ότι το κελάρι γλίτωσε από την πλημμύρα του 1910 και έπειτα έγινε καταφύγιο σε καιρό πολέμων. Τελικά, όλα εδώ έχουν μία ιστορία και κάθε λεπτό που περνάει το μέρος γίνεται όλο και πιο συναρπαστικό.

Ακολουθεί το φουά γκρα πάπιας με θυμάρι και μανιτάρια. Το μάτι μου πέφτει στις πατάτες «Charlotte» γεμιστές με χαβιάρι, το πιο διάσημο πιάτο του Lapérouse. Όλα φτάνουν με μια σύντομη αλλά ευλαβική εξήγηση από τον σερβιτόρο μας, τον Paul. Δεν ξέρω γιατί τα πάντα μπορούν να συνοδευτούν από χαβιάρι σε αυτό το μενού, αλλά η πατάτα που έχω στο στόμα μου έχει τόσο πλούσια γεύση και υφή που η ευχαρίστησή μου φτάνει το επίπεδο του άσεμνου. Τα κυρίως πιάτα, φιλέτο βοδινού Chateaubriand με τηγανιτές πατάτες και σάλτσα μαύρου πιπεριού, και τα ριγκατόνι με τρούφα είναι το ίδιο απολαυστικά. Το Chateaubriand είχε το τέλειο κόκκινο χρώμα και ακριβώς όπως το είχα ζητήσει: ζουμερό και γεμάτο γεύση, χωρίς τίποτα περιττό να την ανταγωνίζεται.

Η απογοήτευση που οδήγησε σε συναρπαστικά μυστικά

Η αλήθεια είναι υπάρχει κάτι που με απογοήτευσε και μετά από δυο-τρία ποτήρια Chambertin, Grand Cru 2004, βρίσκω το θάρρος να το εξομολογηθώ στον Paul. Έχοντας μιλήσει με τον Thierry, τον Υπεύθυνο του Lapérouse στο Λονδίνο, στο καινούργιο ξενοδοχείο The OWO, είχα μάθει ότι στο Lapérouse στο Παρίσι, υπάρχουν μικρά δωματιάκια και ότι εκεί τρως. Ο Paul μου εξηγεί ότι αυτά πρέπει να τα ζητήσεις στην κράτηση και μάλιστα μήνες πριν, αλλά θα μας ξεναγήσει όποτε θέλουμε, αρκεί να είναι ελεύθερα. Και αφού δεν είχαμε παραγγείλει ακόμη επιδόρπιο, η κατάλληλη στιγμή για την ξενάγηση ήταν τώρα.

Lapérouse

Και επιστρέφουμε ξανά στις ξύλινες, στενές σκάλες και τις μυστήριες πόρτες τις οποίες ο Paul πρώτα χτυπά και έπειτα ανοίγει. Κι εδώ αποκαλύπτεται ένας τεράστιος, άλλος κόσμος που εξηγεί πολλά από τα αρχικά μου ερωτήματα και παρατηρήσεις. Κι αν νόμιζα ότι μόνο τα λογοτεχνικά φαντάσματα του Προυστ, Κοκτό, Μποντλέρ, και Ζολά κοσμούν τις ταπετσαρίες, έκανα μεγάλο λάθος. Το κάθε σαλονάκι είχε τη δική του προσωπικότητα και όνομα, όλα σε ύφος μπουντουάρ. Το La Belle Otero είναι για 2 άτομα. Πήρε το όνομά του προς τιμήν της διάσημης εταίρας της εποχής Belle Epoque. Εδώ επίσης λέγεται ότι ο Σερζ Γκένσμπουργκ γνώρισε την Τζέιν Μπίρκιν. Το Les Amours είναι για 8 άτομα και ο τίτλος του μου λέει πολλά.

Κι αν οι καθρέφτες είχαν στόμα…

Το Les Sénateurs είναι για 6 άτομα. Παντού παρατηρώ τεράστιους, θολούς, παλιούς και χιλιογρατζουνισμένους καθρέφτες. Δεν κρατιέμαι και ρωτώ τον Paul, γιατί είναι έτσι και γιατί δεν τους άλλαξαν στην ανακαίνιση. Η απάντησή του λέει όσα πρέπει να ξέρει κανείς για το Maison des Plaisirs και πώς κατέληξε από κατάστημα κρασιών σε εστιατόριο και οίκο απολαύσεων, όπως υπερήφανα διαφημίζεται. Όπως μου αναφέρει οι «cocottes», χαϊδευτικό για τις πόρνες πολυτελείας στη Γαλλία τον 17 αιώνα, πληρώνονταν με διαμάντια. Οι εταίρες φρόντιζαν να επαληθεύσουν τη γνησιότητα των πολύτιμων λίθων τους δοκιμάζοντας να χαρακώσουν τους καθρέφτες. Κάθε χαρακιά και συναλλαγή. Κι αν οι καθρέφτες είχαν στόμα, πόσα θα μπορούσαν να αποκαλύψουν;

Το δωμάτιο Les Sénateurs παίρνει το όνομά του από τη Γαλλική Γερουσία. Μέσα σε αυτό υπάρχει μια μικροσκοπική πόρτα, σαν καταπακτή, και ο Paul εξηγεί ότι από αυτό το δωμάτιο μπορείς να βγεις κατευθείαν έξω, σε διακριτικό σημείο του δρόμου, χωρίς να πρέπει να περάσεις από όλο το Maison. Από εδώ πάντα έμπαινε και έβγαινε ο Γερουσιαστής και όχι μόνο. Δεν ζήτησα να μπω για να επαληθεύσω την ύπαρξη του τούνελ, αλλά προσωπικά, πιστεύω πως δεν είναι φήμη.

Ανισόρροπες γλυκές απολαύσεις

Το Victor Hugo μπορεί να φιλοξενήσει έως και 10 άτομα. Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας είχε τη συνήθεια να έρχεται εδώ, ειδικά την ώρα του απογευματινού τσαγιού, όπου υποδεχόταν τον εγγονό του με ζεστή σοκολάτα, μαντλέν και μαρμελάδες. Το L’astrolabe είναι το μεγαλύτερο, αλλά και το πιο πολυτελές δωμάτιο. Για 30 άτομα με έναν μεγάλο παγκόσμιο χάρτη στο ταβάνι, θυμίζει τα ταξίδια του διάσημου ναυτικού Lapérouse από τον οποίο πήρε το όνομά του το εστιατόριο. Μέτρησα τουλάχιστον 15 δωμάτια, άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, κάποια με παράθυρα, κάποια χωρίς. Σήμερα όλα είναι εφικτά εδώ. Από τη στιγμή που μπαίνεις σε ένα από αυτά, μπορείς να κάνεις ό, τι θες. Και το φαγητό σου σερβίρεται μόνο αφού δώσεις άδεια στο προσωπικό να εισέλθει.


Ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα μας ενημερώνει ότι το γλυκό μας περιμένει στο τραπέζι μας. Το πανύψηλο λευκό κέικ βανίλιας, επιμέλεια του Christophe Michalak, ξέρει να φλερτάρει με τον κίνδυνο. Απίστευτα ελαφρύ και πλούσιο ταυτόχρονα, με επικάλυψη από υπέροχη μαλακή μαρέγκα, ταλαντεύεται επικίνδυνα με κάθε πιρουνιά, σαν να παίζουμε τζένγκα.

Τρεις αιώνες σε ένα ποτήρι

Θα παραδεχτώ πώς δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγινε μετά ούτε την στιγμή που έφευγα και γι᾽ αυτό δεν φταίει το Chambertin. Ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν το προσωπικό, έμπειρο, φιλικό, με εξυπηρέτηση που έμοιαζε με χορογραφία, σε έναν χώρο σαν βελούδινη, επιχρυσωμένη όπερα, με το άρωμα της τρούφας στον αέρα και τα μυστικά των καθρεφτών, σίγουρα με μέθυσαν. Η εμπειρία του Lapérouse είναι η απόλυτη μύηση σε ένα Παρίσι που ακόμα θυμάται πώς να κάνει τις βραδιές να διαρκούν.

 

«Είναι ένα όμορφα στοιχειωμένο οίκημα. Οι καθρέφτες θυμούνται ό,τι οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει. Σαν τάφοι με διαμάντια των εταίρων του Μποντλέρ, αντανακλούν τον κόσμο του παρελθόντος. Η ανάμνηση των παλαιών απολαύσεων γαλβανίζει το παρόν. Απόψε είναι μια βραδιά όπως όλες οι άλλες, αλλά δεν βρίσκεστε οπουδήποτε:  είστε στο παραμύθι», λέει και κλείνει το μενού ο Frédéric Beigbeder.

Το Lapérouse δεν είναι απλώς εστιατόριο. Είναι ένας καθρέφτης που πάνω του έχουν χαραχτεί τρεις αιώνες επιθυμιών, εξομολογήσεων και αμαρτιών. Είναι το είδος του μέρους όπου, ακόμη κι αν δεν σε δει κανείς, έχεις ήδη γίνει μέρος της ιστορίας. Τα χαλιά καταπίνουν τα τακούνια, και οι διάδρομοι σε κάνουν να ξεχνάς σε ποια δεκαετία βρίσκεσαι.

Το δείπνο σου μετατρέπεται σε ένα ταξίδι όπου ο έρωτας τελικά, σίγουρα περνάει από το στομάχι. Κι αφού βγεις στον φρέσκο αέρα, το Παρίσι μοιάζει πιο λαμπερό, πιο βαθύ, πιο επικίνδυνα γοητευτικό. Σαν να έχεις πιει όχι απλώς κρασί, αλλά τρεις αιώνες μυστικών σε ένα ποτήρι.

Διαβάστε επίσης:

Μια βόλτα στην Καμπανία (μέρος 1): Αμάλφι

Vacheron Constantin: αποκλειστική ξενάγηση στο Club 1755

30 Avenue Montaigne: Από το τραπέζι του L’Avenue στην καρδιά του Dior