• bloomberg
    Sponsored by

    Bloomberg

    Οι ιαπωνικές εταιρείες έχουν 4,8 τρισεκατομμύρια δολάρια στα ταμεία τους και δεν τα ξοδεύουν

    • Bloomberg

    O Κυβερνητης της Τραπεζας της Ιαπωνιας (BOJ) Haruhiko Kuroda στα κεντρικα της τραπζας στο Tokyo


    Στις τράπεζες σε όλη την Ιαπωνία βρίσκεται ένα «βουνό» χρημάτων που είναι μεγαλύτερο από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των περισσότερων χωρών – τα ταμειακά αποθέματα των εταιρειών της χώρας. Για μερικούς είναι μια απόδειξη για τη δύναμή τους, αλλά για πολλούς είναι μια χαμένη ευκαιρία.

    Οι εισηγμένες εταιρείες στην Ιαπωνία κατείχαν 506,4 τρισεκατομμύρια γιέν (4,8 τρισεκατομμύρια δολάρια) σε μετρητά σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία τους, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ, σύμφωνα με στοιχεία που συνέταξε το Bloomberg. Είναι πάνω από τριπλάσιο συγκριτικά με τον Μάρτιο του 2013, μήνες μετά την επιστροφή του πρωθυπουργού Shinzo Abe στην εξουσία με τη δέσμευση να καταργήσει την υπερβολική αποταμίευση ρευστού.

    Αν και οι εταιρείες βλέπουν το ρευστό ως προστασία για δύσκολους καιρούς, ενοχλεί επί μακρόν τους επενδυτές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα στελέχη πρέπει να το επενδύσουν για ανάπτυξη ή να το επιστρέψουν στους μετόχους. Σε μια από τις πιο λαμπρές πολιτικές του, ο Abe έχει αναδιοργανώσει τις δομές εταιρικής διακυβέρνησης, επιδιώκοντας να αναγκάσει τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν κεφάλαια πιο παραγωγικά, αντί να τα αφήνουν να μένουν στάσιμα σε τραπεζικούς λογαριασμούς.

    Δεν είναι ότι οι προσπάθειες του πρωθυπουργού δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Οι εταιρείες παρέχουν μεγαλύτερες αποδόσεις στους μετόχους από τότε που η κυβέρνηση Abe θέσπισε νέους κανόνες για επενδυτές και στελέχη από το 2014. Ωστόσο, ο Zuhair Khan, επικεφαλής έρευνας στην Jefferies Japan, εκτιμά ότι διανέμουν μόνο το 40% των κερδών στους ιδιοκτήτες μετοχών, όταν θα μπορούσαν να διανέμουν περίπου το 70%.

    «Αυτή η κατάσταση που θυμίζει Σκρουτζ Μακ Ντακ πρέπει να διορθωθεί”, δήλωσε ο Naoki Kamiyama, επικεφαλής στρατηγικής της Nikko Asset Management στο Τόκιο.

    Το παραδοσιακό αφήγημα των υπερβολικά επιφυλακτικών ανώτατων στελεχών που προσκολλώνται σε αχρείαστα μεγάλες ποσότητες μετρητών δε λέει πλέον ολόκληρη την ιστορία, σύμφωνα με τον Felix Lam, ανώτερο διαχειριστή χαρτοφυλακίου μετοχών Ασίας-Ειρηνικού στην BNP Paribas στο Χονγκ Κονγκ. Τώρα, τα αυξανόμενα επίπεδα μετρητών είναι περισσότερο συνάρτηση των αυξανόμενων κερδών. Τα κέρδη ανά μετοχή στις εταιρείες του δείκτη Topix κατά το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους αυξήθηκαν κατά 80% σε σύγκριση με το τρίμηνο που έληξε το Δεκέμβριο του 2012, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg.

    «Ο λόγος για τα υψηλά επίπεδα μετρητών έχει μετατοπιστεί από τη συντηρητική στάση στο να είναι αποτέλεσμα της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών», δήλωσε ο Lam μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη, τα buybacks των ιαπωνικών εταιρειών έχουν φθάσει σε υψηλά επίπεδα-ρεκόρ και χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω του δικού τους ισολογισμού, παρά με χρέος».

    Οι επαναγορές που ανακοινώθηκαν από εταιρείες που είναι εισηγμένες στην Ιαπωνία ανήλθαν σε περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs. Κατά τους πρώτους πέντε μήνες του τρέχοντος έτους, έχουν ήδη φθάσει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς εταιρείες όπως η Sony και η SoftBank Group ανακοίνωσαν σχέδια για επαναγορές-ρεκόρ.

    Ταυτόχρονα, οι εταιρείες έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα 8,4 τρισεκατομμύρια γιέν σε μερίσματα το 2019, σύμφωνα με την Societe Generale.

    Ωστόσο, οι επαναγορές ωχριούν σε σύγκριση με την αμερικανική αγορά, όπου οι 500 μεγαλύτερες εταιρείες ανακοίνωσαν πέρυσι buybacks ύψους 800 δισεκατομμυρίων δολαρλιων, σύμφωνα με τη Societe Generale.

    Ο Topix ενισχυόταν κατά 0,2% στις πρώτες συναλλαγές την Τρίτη, φέρνοντας τα κέρδη για το τρέχον έτος σε λίγο λιγότερο από 1%. Ο δείκτης S&P 500 ενισχύεται σχεδόν κατά 17% το 2019.

    Οι επικριτές λένε ότι οι ιαπωνικές επιχειρήσεις δεν κάνουν αρκετά με τα χρήματά τους. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, για παράδειγμα, έχουν ατονήσει. Οι συνολικές συμφωνίες που ανακοινώθηκαν από εταιρείες που είναι εισηγμένες στην Ιαπωνία φέτος υποχώρησαν σε περίπου 95 δισεκατομμύρια δολάρια, από περίπου 215 δισεκατομμύρια δολάρια την ίδια περίοδο πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία που συνέταξε το Bloomberg.

    Και διακρατώντας μεγάλα ποσά μετρητών με μηδενικό επιτόκιο, οι εταιρείες καταλήγουν σε χαμηλότερες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με τον Soichiro Matsumoto, κύριο επενδυτικό στέλεχος για την Ιαπωνία της Credit Suisse Group.

    Η «τσιγκούνικη» συμπεριφορά των στελεχών στην Ιαπωνία δεν αποτελεί έκπληξη για πολλούς παρατηρητές της αγοράς, οι οποίοι λένε ότι οι περισσότερες εταιρείες υιοθέτησαν μια συντηρητική στάση όταν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων κατέρρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η επακόλουθη περίοδος οικονομικής στασιμότητας, που είναι γνωστή ως «χαμένες δεκαετίες», είδε προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν μπορούσαν πλέον να δανείζουν τις επιχειρήσεις.

    Βροχερή μέρα

    Τρεις δεκαετίες αργότερα, τα στελέχη εταιρειών εξακολουθούν να θέλουν να είναι ανεξάρτητα από τη χρηματοδότηση με ομόλογα. «Η στρατηγική είναι να έχεις πολλά μετρητά, επειδή αυτό σου δίνει στρατηγική ευελιξία για εξαγορές ή ένα μαξιλάρι για μια βροχερή μέρα, γιατί ποιος ξέρει πότε η οικονομία μπορεί να πάει άσχημα», δήλωσε ο Khan της Jefferies.

    Κοιτάζοντας μπροστά, οι επενδυτές βλέπουν τη δυνατότητα περισσότερων αλλαγών στις ιαπωνικές εταιρείες, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός ακτιβιστών στοχεύει εταιρείες με φτωχές καταβολές σε μετόχους. Αλλά οι περισσότεροι λένε ότι τα μετρητά θα συνεχίσουν να συσσωρεύονται, ενώ τα κέρδη που διανέμονται στους ιδιοκτήτες μετοχών θα αυξάνονται μόνο σταδιακά.

    «Είναι καλό το ότι οι εταιρείες επιστρέφουν περισσότερα χρήματα στους επενδυτές μέσω υψηλότερων buybacks», δήλωσε ο Nicholas Smith της CLSA στο Τόκιο. «Αλλά δεν είναι αρκετό».



    ΣΧΟΛΙΑ