• Big Story

    Πώς οι πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ έκαναν τη ΔΕΗ «ωρολογιακή βόμβα» – Η επόμενη μέρα


    Ωρολογιακή βόμβα που θα περάσει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης έχει γίνει η ΔΕΗ μετά από τέσσερα χρόνια πολιτικών ΣΥΡΙΖΑ, με τις εκθέσεις των οίκων να τονίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της και ότι μόνο η στήριξη της κυβέρνησης μπορεί να τη σώσει. Οι κραυγές αγωνίας και οι προειδοποιήσεις για την πορεία της ΔΕΗ σε όλη τη διάρκεια της 4ετίας ΣΥΡΙΖΑ δεν σταμάτησαν την κυβέρνηση από το να συνεχίζει τις ίδιες πολιτικές, να χρησιμοποιεί τη ΔΕΗ με άξονα το πολιτικό της όφελος ακόμη κι αν αυτό κόστιζε πολύ ακριβά στην ίδια την εταιρεία. Χαμένες ευκαιρίες και αποτυχημένες επιλογές, ιδεολογικές εμμονές και προσκόλληση στο πολιτικό όφελος κόστισαν ακριβά στην επιχείρηση που από καρδιά της οικονομίας μετατράπηκε σε συστημικό κίνδυνο.

    Οι σημερινοί κυβερνώντες, που το καλοκαίρι του 2014, όταν ψηφιζόταν η Μικρή ΔΕΗ μιλούσαν για “εθνικό έγκλημα”, τα τελευταία τέσσερα χρόνια παραχωρούν χωρίς τίμημα και απαξιώνουν τα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ. Ο νόμος της Μικρής ΔΕΗ όμως όριζε ελάχιστο τίμημα πώλησης 2 δισ. ευρώ και απαιτούσε από τον επενδυτή την κατασκευή μιας νέας μονάδας κόστους 1,5 δισ. ευρώ. Σήμερα εκχωρούνται δωρεάν οι μισοί πελάτες της ΔΕΗ και η πώληση ζημιογόνων λιγνιτικών μονάδων δεν μπορεί να αποφέρει όφελος. Δηλαδή ενώ η απελευθέρωση ενέργειας μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη στη ΔΕΗ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να το κάνει προκαλώντας ζημιές.

    Το 2018 έκλεισε για τη ΔΕΗ με ζημίες 542 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 127,6 εκατ. ευρώ το 2017 και πραγματικό ύψος ζημιών, εάν συμπεριληφθούν και οι μονάδες Μελίτης και Μεγαλόπολης που βρίσκονται σε διαδικασία πώλησης, στα 903,7 εκατ. ευρώ.

    Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας μειώθηκε κατά 201,8 εκατ. ευρώ και σε ποσοστό, 4,1% σε σύγκριση με το 2017.

    Στο τέλος του έτους οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρείας της και του ομίλου ΔΕΗ υπολείπονταν κατά 949 εκατ. και 708 εκατ. ευρώ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, κάτι που έκανε τον ορκωτό λογιστή (ΕΥ) να επισημάνει στην έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων τον κίνδυνο χρεοκοπίας.

    Ειδικότερα, η ΕΥ επεσήμανε τον κίνδυνο κατάρρευσης της ΔΕΗ και την αδυναμία του ομίλου και της εταιρείας να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Τόσο ο ορκωτός όσο και η έκθεση των αποτελεσμάτων επισημαίνουν την ύπαρξη αβεβαιότητας ως προς τη συνέχιση της δραστηριότητας της ΔΕΗ, εξαιτίας των υψηλών ζημιών, των μειωμένων εσόδων, αλλά και του γεγονότος ότι οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις υπολείπονται σημαντικά των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων.

    Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της εταιρείας, η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας έχει πέσει στα 292 εκ. ευρώ επιβεβαιώνοντας την καταστροφή για την οποία αντιπολίτευση πλέον καταγγέλλει την κυβέρνηση. Η ζημιά στη ΔΕΗ ίσως είναι η μεγαλύτερη ζημιά, μετά τις τράπεζες, των κυβερνητικών επιλογών την τετραετία που πέρασε.

    Τέσσερα χρονιά καταστροφικών επιλογών

    Ποιες ήταν όμως οι κυβερνητικές επιλογές που έφεραν τη ΔΕΗ σε αυτή την κατάσταση και που ευθύνονται για τη κατάπτωση της ΔΕΗ από υγιή επιχείρηση και πυλώνα του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, σε προβληματική επιχείρηση και συστημικό κίνδυνο για την οικονομία;

    2015: Δεν πούλησαν, απαξίωσαν. Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τη δέσμευση να εγκαταλειφθεί το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της μισής ΔΕΗ το γνωστό σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ», χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία πραγματικής απελευθέρωσης της αγοράς ενεργείας, με όφελος για τη ΔΕΗ που θα πετύχαινε την αναδιάρθρωσή της και την εξυγίανση συνολικά της αγοράς ηλεκτρισμού.

    Τότε η νέα κυβέρνηση εισηγήθηκε στους θεσμούς αντί της πώλησης της μισής ΔΕΗ σε ιδιώτες, την πώληση λιγνιτικών μονάδων, αλλά και τη διάθεση μέσω δημοπρασιών σε τρίτους λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε χαμηλές τιμές (ΝΟΜΕ) και δεσμεύτηκε για μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στο 50% για τα επόμενα 5 χρόνια…χωρίς τίμημα! Και όλα αυτά με δεσμευτικούς στόχους, που αν δεν επιτευχθούν θα ακολουθήσουν εναλλακτικά δομικά μέτρα. Το κυβερνητικό σχέδιο, εντασσόταν στην πολιτική «δεν πουλάμε τη ΔΕΗ» και τη διατηρούμε πυλώνα του Δημοσίου, δηλαδή της κυβέρνησης και των κομματικών προτεραιοτήτων, χωρίς να υπολογίζει τη ζημιά που προκαλούσε στην ίδια την εταιρεία.

    Έτσι αντί να επιλέξουν να ανταποκριθούν στην υποχρέωση της χώρας για άρση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στον λιγνίτη όσο και στο άνοιγμα της λιανικής αγοράς με αντάλλαγμα, επέλεξαν να το κάνουν χωρίς αντάλλαγμα. Αντί η ΔΕΗ να εισπράξει  αξία, επέλεξαν να τη χάσει. Αντί να επιλέξουν ένα σχέδιο, όπως η «Μικρή ΔΕΗ», που θα έδινε ένα ένα τίμημα 2 δις. ευρώ στη ΔΕΗ για το μερίδιο και τα περιουσιακά στοιχεία που θα μεταβίβαζε, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις βάσεις για συνολική αναδιάρθρωση της Επιχείρησης, επέλεξαν πολιτικές, που απαξίωσαν το όποιο πλεονέκτημα είχε μόνο και μόνο για να μπορούν να ισχυρίζονται ότι διαφύλαξαν «το δημόσιο χαρακτήρα της επιχείρησης».

    Το κόστος της επιλογής αυτής για την εταιρεία δεν είναι μόνο η κακή της χρηματοοικονομική κατάσταση, με τον κίνδυνο, εάν δεν υπάρξει άμεσα αναστροφή, να συμπαρασύρει την οικονομία. Μεγάλος κόστος είναι και όσα δεν έκανε η ΔΕΗ χωρίς τη δύναμη πυρός των 1,5 δις. ευρώ που θα μπορούσε να επενδύσει στον τομέα των ΑΠΕ, έχοντας σήμερα εξασφαλίσει το μέλλον της.

    Ο νόμος για τη Μικρή ΔΕΗ εξασφάλιζε την κατασκευή δυο υπερσύγχρονων μονάδων (Μελίτη II, Αγ Δημήτριος VI) και την ένταξη της Πτολεμαΐδας V στο σύστημα δυο χρόνια νωρίτερα με τη ρευστότητα της ΔΕΗ ενισχυμένη.

    Αυτή η εξέλιξη επέτρεπε στη χώρα να θέσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους περιβαλλοντικά με την ταχύτερη απόσυρση γηρασμένων μονάδων, αξιοποιούσε το  θνικό μας καύσιμο ορθολογικά δίνοντας και ανάσα ζωής στο ενεργειακό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας για να σχεδιάσει την επόμενη μέρα.

    2016: Εκτόξευσαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Πάλι με άξονα το πολιτικό όφελος και αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην ίδια την επιχείρηση, η διοίκηση της ΔΕΗ  ποχρεώθηκε να εφαρμόσει οριζόντιες πολιτικές μη αποκοπής του ρεύματος για οφειλές έως και 1.000 ευρώ, με αποτέλεσμα οι συνολικές ανεξόφλητες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εκτοξευθούν σε πάνω από 2,7 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του τζίρου της.

    2016: Την παγίδευσαν στο φαύλο κύκλο παραγωγής ζημιών των ΝΟΜΕ. Με τη θεσμοθέτηση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, πιχειρείται να μεταφερθεί «υπεραξία» που αποκτά η ΔΕΗ  την αξιοποίηση του λιγνίτη σε τρίτους προμηθευτές για να ανοίξει η αγορά λιανικής και να αυξηθούν τα μερίδια των ανταγωνιστών της.

    Ο μηχανισμός για να επιτευχθεί αυτή η απαίτηση, περιλαμβάνει την πώληση ενέργειας από τη ΔΕΗ σε φθηνότερη τιμή απ’ αυτήν που μπορούν να αγοράσουν από τη χονδρεμπορική αγορά. Η τιμή προκύπτει από δημοπρασίες σε κατώτατη τιμή από τις οποίες αποκλείεται η ΔΕΗ και η οποία, βασίζεται στο μεταβλητό και μόνο κόστος, δηλαδή την τιμή  ωρίς απόδοση, αποσβέσεις και χρηματοοικονομικό κόστος.

    Ο τρόπος που εφαρμόστηκαν τα ΝΟΜΕ δεν έχει καμιά σχέση με τον αντίστοιχο μηχανισμό που εφαρμόστηκε το 2011 στη Γαλλία (εξ ου και η ονομασία ΝΟΜΕ) κατά το οποίο η EDF υποχρεώθηκε μεν να διαθέσει πυρηνική ενέργεια στους ανταγωνιστές της σε τιμή όμως που κάλυπτε το πλήρες κόστος παραγωγής της EDF και μέρους του κόστους αποσυναρμολόγησης των πυρηνικών σταθμών μετά το τέλος της ζωής τους.

    Ο μηχανισμός που θεσμοθετήθηκε το 2016 επέτρεψε τις εξαγωγές από του εναλλακτικούς προμηθευτές με αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία του μηχανισμού στο να μειωθούν τα μερίδια λιανικής της ΔΕΗ στο 50% μέχρι 31.12.2019 και ταυτόχρονα έφερε μεγάλη ζημιά  τη ΔΕΗ. Από την εφαρμογή των ΝΟΜΕ η επιχείρηση στις δέκα δημοπρασίες που έχουν γίνει μέχρι τώρα  έχει ήδη χάσει  10 εκατ.  Μόνο μέσα στο 2018 πάνω από 223 εκατ.

    Τα ΝΟΜΕ εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά το 4ο τρίμηνο του 2016 ξεκινώντας από 460 MW λιγνιτικής κυρίως (και σε πολύ μικρότερο βαθμό υδροηλεκτρικής) παραγωγής της ΔΕΗ και εξακολούθησαν να εφαρμόζονται διαρκώς αυξανόμενα μέχρι σήμερα, χωρίς να είναι ορατός ο ορίζοντας κατάργησής τους. Σήμερα  η ισχύς των προϊόντων NOME (κυρίως λιγνιτική ενέργεια) που διατίθεται από τη ΔΕΗ προς τους ιδιώτες ανέρχεται στα 1883 MW,  σε τιμή σχεδόν 48 €/MWh (κατά μέσο όρο), τη στιγμή που η Οριακή Τιμή Συστήματος ξεπερνά κατά μέσο όρο τα 75 €/MWh.

    Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ιδιώτες Προμηθευτές Η/Ε (αλλά και οι Έμποροι – traders) αγοράζουν την ενέργεια των μονάδων της ΔΕΗ προς 48 €/MWh  ταν η ΔΕΗ για να καλύψει τους πελάτες της, αφού έχει στερηθεί την ενέργεια των δικών της μονάδων (την έχει πουλήσει προς 48 €/MWh στους ανταγωνιστές της), αναγκάζεται να αγοράσει αυτή την ενέργεια από το Σύστημα (δηλ. πρακτικά από άλλους Παραγωγούς, εισαγωγείς κλπ) σε τιμή 75 €/MWh…

    Αυτή η κυβερνητική επιλογή κοστίζει πολύ ακριβά στη ΔΕΗ κάθε χρόνο χωρίς τελικά να απελευθερώνει την αγορά ενέργειας….με αποτέλεσμα να δεσμεύεται για ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες ΝΟΜΕ. Κάτι που την εξαντλεί οικονομικά χωρίς ποτέ να αυξάνονται τα μερίδια των ιδιωτών στην ελληνική αγορά αφού το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που αγοράζεται φθηνά με τα ΝΟΜΕ καταλήγει στις εξαγωγές. Και γι αυτό «τιμωρείται» με την υποχρέωση για ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες ΝΟΜΕ τις οποίες για να καλύψει καταλήγει να αγοράζει ενέργεια ακόμη και από το Σύστημα…

    2017: Χάρισε το 50% της αξίας του ΑΔΜΗΕ και έχασε σημαντική λειτουργική κερδοφορία. Η κυβερνητική έμπνευση για τη μεταβίβαση του ΑΔΜΗΕ με τρόπο ώστε να μη χαθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του κόστισε στη ΔΕΗ εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στο τίμημα και  ε λειτουργικά κέρδη.

    Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης ήταν η πώληση του 49% του ΑΔΜΗΕ σε Κινέζους (24%) και Δημόσιο ( 25%) και απόδοση του υπολοίπου 51% στους μετόχους της ΔΕΗ.

    Στην έκθεση, που συνόδευε τα αποτελέσματα της χρήσης 2015, η διοίκηση της ΔΕΗ έθετε διακριτικά τις ενστάσεις της για τον παραπάνω σχεδιασμό. Σημείωνε, τότε, ότι η Επιχείρηση θα απωλέσει EBITDA περίπου 180 εκατ. ευρώ (σ.σ. μέσος όρος των τεσσάρων τελευταίων χρήσεων ως το 2015), κινδυνεύοντας να παραβιάσει όρους δανειακών συμβάσεων.

    Η State Grid κατέβαλε στη ΔΕΗ 320 εκατ. ευρώ για την απόκτηση του 24% του ΑΔΜΗΕ και την ανάληψη του management, ενώ το Δημόσιο κατέβαλε 241 εκατ. ευρώ για την εξαγορά του 25% του ΑΔΜΗΕ καθώς το τίμημα υπολογίζεται με βάση την αποτίμηση της Deloitte και όχι των Κινέζων.

    Το υπόλοιπο 51% του ΑΔΜΗΕ όμως αποδόθηκε χωρίς τίμημα (carve out) στους μετόχους της ΔΕΗ (Δημόσιο και ιδιώτες). Το αποτέλεσμα αυτής της έμπνευσης ήταν  ΔΕΗ να εισπράξει μόλις 561 εκατ. ευρώ, ενώ  ν η ΔΕΗ πωλούσε το 100% του ΑΔΜΗΕ θα είχε, σύμφωνα με στελέχη επενδυτικής τραπεζικής, όφελος από τίμημα και μείωση δανεισμού περίπου 1,44 δισ. ευρώ (σ.σ περίπου 8 φορές το μέσο EBITDA). Περιπτώσεις εταιρειών που παράγουν τέτοιες ελεύθερες ταμειακές ροές όπως ο ΑΔΜΗΕ αποτιμούνται διεθνώς 8 με 10 φορές τα EBITDA χρήσης.

    Τότε έγραφαν οι εκθέσεις “για να καλυφθούν οι απώλειες, που προκαλούνται στη ΔΕΗ από το κυβερνητικό σχέδιο, θα πρέπει να αποδοθεί από τη ΔΕΗ στους μετόχους, μαζί με το 51% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ, δανεισμός της τάξης των 580 εκατ. ευρώ. λλιώς η κεφαλαιακή διάρθρωση της επιχείρησης θα επιδεινωθεί.”

    2018:  Δεν ακολούθησαν τις συμβουλές διάσωσης. Μια ακόμη ευκαιρία διάσωσης της ΔΕΗ χάνεται και ακόμη μια φορά επελέγη το πρόσκαιρο πολιτικό όφελος από το όφελος της ΔΕΗ.

    Από τον Φεβρουάριο του 2018 η ΜcKinsey προειδοποιεί για τον κίνδυνο βιωσιμότητας της ΔΕΗ διαπιστώνοντας ότι το καθαρό χρέος της Επιχείρησης  ταν (σ.σ. αρχές 2018) 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη. Για να γίνει βιώσιμη η Επιχείρηση, θα πρέπει η σχέση αυτή να περιοριστεί στο 3, σημείωνε η ΜcKinsey στο business plan που παρέδωσε στη διοίκηση της ΔΕΗ και στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Ενέργειας και πρότεινε το «σχέδιο Πυξίδα», δράσεις για τη βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 90 με 100 εκατ. ετησίως την πενταετία 2018-2022.

    Το σχέδιο όμως είχε επιλογές που δεν άρεσαν ούτε στη Διοίκηση της ΔΕΗ ούτε φυσικά στο υπουργείο: Πρότεινε τη μείωση προσωπικού κατά 6.000 άτομα στην 5ετία, αριθμός που αντιστοιχεί στο 50% των εργαζομένων στη ΔΕΗ και αναπροσαρμογή των τιμολογίων.

    Το σχέδιο της ΜcKinsey έμεινε στο συρτάρι και φυσικά ήδη είναι αναχρονιστικό αφού έχουν αλλάξει τα δεδομένα και σήμερα δεν αρκεί πια για να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της εταιρείας. Η λειτουργική κερδοφορία έχει συρρικνωθεί κατά 45% σε σύγκριση με το 2017, καθιστώντας δυσχερέστερη την αναλογία της με το καθαρό χρέος της Επιχείρησης που μειώθηκε το 2018 κατά 212,4 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, κρίσιμες παραδοχές που έλαβε υπόψη της η ΜcΚinsey, όπως για παράδειγμα η τιμή των CO2, έχουν διαφοροποιηθεί ριζικά.

    H μελέτη της McKinsey κατέληγε στο συμπέρασμα πως είναι μια μη βιώσιμη επιχείρηση και εκτιμούσε πως θα πρέπει να βελτιώσει τη λειτουργική κερδοφορία της κατά 500 εκατ. σε μια 5ετία για να αποφύγει την κατάρρευση. Οι προειδοποιήσεις όμως δεν ελήφθησαν υπόψιν γιατί απλά για την κυβέρνηση δεν αποτελεί προτεραιότητα η οικονομική κατάσταση της ΔΕΗ. Προτεραιότητα αποτελεί το πολιτικό όφελος που μπορεί να αντλήσει και με αυτόν τον άξονα συνεχίζει μέχρι και σήμερα να τραβάει στα όριά της τις αντοχές της εταιρείας.

    2019: Δεν επέτρεψε το υπουργείο αύξηση των τιμολογίων. Η χαμένη ευκαιρία της εξόδου στις αγορές με ομόλογο που θα βασιζόταν στην απόφαση αύξησης των τιμολογίων, αποτελεί ακόμη μια κυβερνητική επιλογή σε βάρος της ΔΕΗ.

    Στις αρχές Ιανουαρίου ο Πρόεδρος της ΔΕΗ κ. Παναγιωτάκης σημείωνε ότι «έρχεται πρόταση για την αύξηση τιμολογίων της ΔΕΗ ώστε η απόφαση να ληφθεί το Φεβρουάριο και να εφαρμοστεί σε 60 ημέρες. Η αύξηση θα είναι μονοψήφια και το πιθανότερο είναι να αποτελεί συνάρτηση της αύξησης στην τιμή ρύπων ενώ εξετάζεται και η μείωση της έκπτωσης 15% στους συνεπείς πελάτες.

    Αμέσως μετά την απόφαση αυτή, η διοίκηση της ΔΕΗ προγραμμάτιζε ταξίδι στο Λονδίνο για συναντήσεις με επενδυτές στο πλαίσιο της προετοιμασίας της έκδοσης του ομολόγου 250-300 εκατ. ευρώ που θα ακολουθήσει. Οι αυξημένες ανάγκες ρευστότητας της ΔΕΗ το 2019, σε συνδυασμό με την κακή πορεία των EBITDA το 2018 κάνει τις αυξήσεις των τιμολογίων αναπόφευκτες, και την έξοδο στις αγορές με ομόλογο αναγκαία για να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας της χρονιάς». Η αύξηση των τιμολογίων όμως δεν εγκρίθηκε ποτέ από τον υπουργό, καθώς το πολιτικό κόστος θα ήταν μεγάλο… λίγους μήνες πριν τις εκλογές. Όσο για τις αγορές, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε γρήγορα…

    Η επόμενη μέρα – Οι κίνδυνοι – Οι εθνικές εκλογές

    Αντιμέτωπη με πολλούς κινδύνους είναι πλέον η ΔΕΗ, αφού πέρα από τα προβλήματα ρευστότητας που οριακά αντιμετωπίζονται, τουλάχιστον άμεσα, τα μέτωπα είναι πολλά. Οι τιμές των ρύπων κινούνται ανοδικά δημιουργώντας νέα κόστη, τα ΝΟΜΕ συνεχίζονται με μεγάλες ποσότητες και είναι σημαντικό το ενδεχόμενο να καταλήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για την πώληση των μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης.

    Αν ο διαγωνισμός αποτύχει, θα έχει συνέπειες, αφού θα πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να μειώσει το μερίδιο αγοράς της στις αγορές παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

    Στη συνοδευτική έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2018 σημειώνει χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση ότι δεν θα υποχρεωθεί η μητρική εταιρεία να προχωρήσει σε περαιτέρω αποεπενδύσεις λιγνιτικής (ή άλλης) ισχύος παραγωγής στο μέλλον…».

    Με τις κυβερνητικές επιλογές να έχουν εξουθενώσεις την επιχείρηση, με άδεια τα ταμεία και αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές για χρηματοδότηση, η ΔΕΗ εξαρτάται από το Δημόσιο περισσότερο από ποτέ. Το Δημόσιο που την καταστρέφει, την κρατά και ζωντανή με τις  νέσεις ρευστότητας και έσοδα από προπληρωμένους λογαριασμούς έναντι εκπτώσεων. Το πρόβλημα ρευστότητας έχει μεταφερθεί στο σύνολο της αγοράς ηλεκτρισμού με συνολικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Μεγάλη είναι και η έκθεση προς τη ΔΕΗ των ελληνικών τραπεζών. Από το συνολικό χρέος των 3,7 δισ. ευρώ της ΔΕΗ έχουν χρηματοδοτήσει περί το 1,7 δισ. ευρώ.

    Με το κόστος των CO2 να αυξάνεται και τη ΔΕΗ να μην έχει  αποτελεσματική αντιστάθμιση το 2019 εξελίσσεται σε μια ακόμη δύσκολη χρονιά και τις ζημιές να αναμένονται ισόποσες αν όχι μεγαλύτερες από το 2018.

    Μόνη ελπίδα… οι εθνικές εκλογές

    Με τη σημερινή κυβέρνηση να έχει δείξει ξεκάθαρα τις προθέσεις της και τον τρόπο που αντιμετωπίζει  ταθερά τη ΔΕΗ, η μόνη ελπίδα για την εταιρεία είναι ουσιαστικά …οι  εθνικές εκλογές.

    Η αγορά αναμένει πια μια αλλαγή στην πολιτική βούληση ώστε να αποτελεί  στόχο η αναδιάρθρωση της εταιρίας με ορθολογικό και αποτελεσματικό τρόπο για να επανέλθει σε μια πορεία ανάκτησης αξίας. Και ο τρόπος αυτός έχει να κάνει με εθελουσία, με αύξηση τιμολογίων, με  ιαγωνισμό των λιγνιτικών καθώς και με αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίου μονάδων, που θα περιλαμβάνει στην λίστα και άλλες πλην των λιγνιτικών.

    Η πώληση των υδροηλεκτρικών αναμένεται πλέον να τεθεί το επόμενο διάστημα και θα αποτελεί το  όνο εναλλακτικό  ρόπο  ια εξεύρεση κεφαλαίων που αποτελεί προτεραιότητα για  α εισέλθει με αξιώσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές.



    ΣΧΟΛΙΑ