• Big Story

    Ειρήνη Αγαπηδάκη: Μην την πάθεις σαν την Άννα. Άνοιξε την πόρτα, σήκω και φύγε και στείλε τον Τσίπρα από εκεί που ήλθε

    Eιρήνη Αγαπηδάκη

    Ειρήνη Αγαπηδάκη


    Η Άννα ήταν μόλις 27 ετών και ο Νίκος 35. Από την αρχή, φαινόταν να έχουν απόλυτη επικοινωνία, σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Έπιναν με τον ίδιο τρόπο καφέ, τους άρεσε το ίδιο είδος μουσικής, οι ίδιες ταινίες, τα ίδια φαγητά, είχαν παρόμοιες συνήθειες, έμοιαζαν τόσο, που αισθάνονταν να είναι ένα. Είχαν διαφορετικές αξίες αλλά ούτως ή άλλως δεν συζητούσαν πολύ για αυτές. Ποιος νοιάζεται για αυτά όταν το σεξ είναι τόσο καλό; Μια από εκείνες τις καταπληκτικές φορές, η Άννα έμεινε έγκυος.

    Ο Νίκος ενθουσιάστηκε και της πρότεινε να παντρευτούν, ζητώντας της όμως, να παραιτηθεί από τη δουλειά για να φροντίσει το παιδί. Η Άννα κολακεύτηκε, της άρεσε το στυλ του πάτερ-φαμίλια που έβγαζε ο Νίκος. Όπως έλεγε άλλωστε ο ίδιος, περίμενε μια προαγωγή τόσο καλή που δε θα χρειαζόταν πια να ξαναδουλέψει η Άννα. Μπορεί να γνωρίζονταν λίγο, αλλά η ταύτιση που είχαν ήταν τόσο μεγάλη, που ήταν σίγουροι ότι η σχέση θα πήγαινε μια χαρά.

    Ο γάμος έγινε με δόξα και τιμή, με κάτι οικονομίες που είχε μαζέψει η Άννα τα προηγούμενα χρόνια . Ήταν τόσο ευτυχισμένη, σαν να ζούσε ένα όνειρο, που δε σκέφτηκε καθόλου τα χρήματα. Άλλωστε, μόλις έπαιρνε την προαγωγή ο Νίκος, θα μπορούσαν πάλι να ξεκινήσουν να βάζουν κάποια χρήματα στην άκρη.

    Μερικούς μήνες μετά τον γάμο, γεννήθηκε το παιδάκι τους. Ο Νίκος ενθουσιάστηκε και χάρηκε πολύ που ήταν αγόρι, σύντομα όμως, τα ξενύχτια, το κλάμα, οι αυξημένες ανάγκες του παιδιού, οι αλλαγές που προκάλεσε στον τρόπο ζωής τους, τους απομάκρυναν. Ο Νίκος άρχισε να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού για να μην ξυπνά με το κλάμα του μωρού τη νύχτα, δε βοηθούσε καθόλου την Άννα με τις δουλειές του σπιτιού και γυρνούσε ολοένα και πιο αργά από τη δουλειά.
    Εν τω μεταξύ, η προαγωγή δεν ερχόταν και τα λεφτά δεν έφταναν. Η Άννα στην αρχή στεναχωριόταν αλλά δεν έλεγε τίποτα, ήταν σίγουρη ότι ο πάτερ-φαμίλιας που γνώρισε, σύντομα θα έκανε όσα της υποσχέθηκε. Όμως, όσο πήγαινε το πράγμα χειροτέρευε. Οι λογαριασμοί μαζεύονταν, ο Νίκος όλο μιλούσε για προαγωγή και προαγωγή δεν έβλεπε, τα δήθεν ξενύχτια στη δουλειά αυξάνονταν, με αποτέλεσμα να γυρνά σπίτι τα ξημερώματα, μεθυσμένος.

    Η Άννα ήταν διαλυμένη. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι ο άνδρας των ονείρων της έπαθε τέτοια μετάλλαξη, αποφάσισε λοιπόν να του μιλήσει. Η συζήτηση ήταν αποκαλυπτική. Ο Νίκος της εξήγησε ότι από γατούλα μεταλλάχθηκε στη… μάνα του! Δεν ήταν πια φροντισμένη, ενδιαφέρουσα, μυστηριώδης, ανεξάρτητη. Όλη την ώρα του μιλούσε για χρήματα, για το μωρό και κυκλοφορούσε με τις πιτζάμες. Αν άλλαξε εκείνος, ήταν επειδή άλλαξε αυτή. Η Άννα σκεφτόταν ότι είχε δίκιο. Δε δούλευε, ήταν κλεισμένη σε ένα σπίτι και πάλευε να τα βγάλει πέρα με τα ελάχιστα χρήματα που της έδινε ο Νίκος και τα ελάχιστα λεπτά που τον έβλεπε κάθε μέρα.

    Η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο, οι συγκρούσεις αυξήθηκαν, η προαγωγή δεν ήρθε ποτέ, ο Νίκος μπερμπάντευε πια απροκάλυπτα και η Άννα από τη μια θύμωνε, από την άλλη αισθανόταν ότι είχε δίκιο: έτσι όπως κατάντησε, μια σκιά του εαυτού της, άδικο είχε ο Νίκος που έψαχνε άλλες;

    Οι λογαριασμοί όμως δεν ξέρουν από ψυχολογικά αδιέξοδα και συναισθηματισμούς και σωρεύονταν απλήρωτοι. Κάποια στιγμή τους έκοψαν το ρεύμα. Η Άννα θύμωσε τόσο, που έκανε ένα γερό καυγά με τον Νίκο και του είπε όλα όσα δεν είχε πει τα δύο χρόνια του γάμου τους: για τις οικονομίες της που εξανεμίστηκαν, τη δουλειά της που έχασε, την προαγωγή του που ήταν όνειρο απατηλό, τις υποσχέσεις που δεν εκπλήρωσε ποτέ την ανευθυνότητά του ως πατέρα, όλα- όλα.
    Έξαλλη, του φώναξε «αν ήσουν ανάξιος να κάνεις οικογένεια, γιατί μου ζήτησες να σε παντρευτώ;» κι εκείνος της απάντησε «εγώ είμαι ανάξιος για οικογένεια ή εσύ είσαι ανίκανη να κρατήσεις έναν άνδρα μέσα στο σπίτι;».

    Ο καυγάς αγρίεψε, η Άννα τον έβριζε, αλλά εκείνος γελούσε και την κορόιδευε.
    Η Άννα βρισκόταν σε αδιέξοδο, όμως τι να έκανε χωρίς λεφτά, χωρίς βοήθεια, χωρίς δουλειά και τόσα προβλήματα; Συνέχισε να μένει μαζί του και έκανε υπομονή. Όπως άλλωστε της είπε η μητέρα της, έπρεπε να βρει το κουμπί του, για να τον αλλάξει. Το πάλεψε πολύ, αλλά το κουμπί δε βρισκόταν. Το είχε πάρει πια απόφαση: έφταιγε εκείνη, ήταν ανάξια να τον κρατήσει.

    Αυτό κάνει ο λαϊκισμός: σου παίρνει όλα εκείνα που σε έκαναν ανεξάρτητο και σε μετατρέπει σε θύμα, σε σκιά του εαυτού σου. Όσο φοβάσαι, τόσο σε θυματοποιεί. Ώσπου στο τέλος πιστεύεις ότι δεν αξίζεις πια τίποτα, και δεν κάνεις καμιά προσπάθεια να ξεφύγεις από τα δίχτυα του – τουναντίον, τον δικαιολογείς, όπως η Άννα, τον Νίκο.

    Οι άνθρωποι είναι ικανοί να αφεθούν να καταστραφούν, προκειμένου να μην παραιτηθούν από την ελπίδα ότι ο άλλος θα αλλάξει. Δεν αλλάζει, θα σε καταστρέψει, αλλά τότε, θα είναι πια αργά για να κάνεις οτιδήποτε.

    Μην την πάθεις σαν την Άννα. Άνοιξε την πόρτα, σήκω και φύγε και στείλε στο διάολο τον Τσίπρα.

    Οι μαλακίες πληρώνονται, αλλά τις πληρώσαμε ήδη και με το παραπάνω.
    Δε μπορούμε να γυρίσουμε στην εποχή που είχαμε οικονομίες και δουλειές, αλλά δεν τα χάσαμε όλα: έχουμε τα χέρια, τον νου και το πάθος μας.

    Με αυτά θα ξαναχτίσουμε τη ζωή μας. Θα πάρει χρόνο, αλλά θα ξαναδώσουμε στον εαυτό μας όσα του στερήσαμε.

    Φτάνει να το πιστέψουμε.

     

    H Ειρήνη Αγαπηδάκη είναι ψυχολόγος και αρθρογράφος



    ΣΧΟΛΙΑ