• ΑΓΟΡΕΣ

    Morgan Stanley, Jefferies, Wood & Company για ελληνικές τράπεζες: Γιατί «ποντάρουν» στις μετοχές τους για το 2ο τρίμηνο

    Οι επικεφαλής των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών: Χρήστος Μεγάλου (Τράπεζα Πειραιώς), Παύλος Μυλωνάς (ΕΤΕ), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Φωκίων Καραβίας (Eurobank)

    Οι επικεφαλής των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών: Χρήστος Μεγάλου (Τράπεζα Πειραιώς), Παύλος Μυλωνάς (ΕΤΕ), Βασίλης Ψάλτης (Alpha Bank), Φωκίων Καραβίας (Eurobank)


    Οι αμερικανικοί οίκοι Morgan Stanley και Jefferies και η τσεχική Wood & Company δείχνουν πολύ ‘άνετες’ με τις ελληνικές τράπεζες και επισημαίνουν ότι η υπεραπόδοσή τους θα πρέπει να συνεχιστεί στο επόμενο διάστημα.

    Η Morgan Stanley και η Nida Iqbal επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν πτώση -5% τους τελευταίους δύο μήνες, παρά το κύμα αναβαθμίσεων με +6% στα κέρδη ανά μετοχή τους τελευταίους τρεις μήνες στο consensus των αναλυτών (3M cons. EPS), υποαποδίδοντας των ευρωπαϊκών τραπεζών, μιας και ο ευρωπαϊκός δείκτης τραπεζών SX7E σημειώνει άνοδο +20% σε αυτό το διάστημα.

    «Στα τρέχοντα επίπεδα, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται κατά μέσο όρο με περίπου 5,5 φορές σε όρους P/E έναντι περίπου 7,2 φορές για τις τράπεζες της ΕΕ με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των κερδών ανά μετοχή (CAGR EPS) για τα έτη 2024-2026 περίπου 4% έναντι περίπου 6% για τις τράπεζες της ΕΕ κατά μέσο όρο.

    Η συγκριτική μας αξιολόγηση έναντι των ομοειδών τραπεζών της ΕΕ υποδηλώνει δυνατότητες για περαιτέρω επαναξιολόγηση, που δικαιολογείται από τις υψηλές αποδόσεις (2025-2026 μέσος όρος αποδοτικότητας RοTE 12%) παρά την υψηλή ευαισθησία στα επιτόκια», εξηγεί η Iqbal.

    Οι πιο πρόσφατες τιμές στόχοι που έχει προτείνει για τις ελληνικές τράπεζες είναι για την Τράπεζα Πειραιώς τα 5,08 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα η τιμή στόχος είναι στα 8,20 ευρώ, στα 2,08 ευρώ για την Alpha Bank και στα 2,33 ευρώ για την Eurobank με τη σύσταση της υπεραπόδοσης έναντι της αγοράς (overweight) να διατηρείται και για τις τέσσερις.

    «Η ανάλυσή μας για το κόστος κεφαλαίου που ενσωματώνουν οι τραπεζικές μετοχές (implied COE) στις τρέχουσες αποτιμήσεις είναι της τάξεως του 16% περίπου έναντι των τραπεζών της ΕΕ στο 13% περίπου και το κόστος κεφαλαίου στο υπόδειγμα αποτίμησης μας είναι περίπου στο 14% κατά μέσο όρο.

    Βλέπουμε τις ανακοινώσεις μερισμάτων του Μαΐου/Ιουνίου ως τον επόμενο καταλύτη, με τις ελληνικές τράπεζες να αποδίδουν 5% με 11% μερισματική απόδοση ετησίως το 2024-2026», συμπληρώνει η Iqbal.

    «Με βάση τις αναλύσεις της επενδυτικής τράπεζας για το τεκμαρτό κόστος κεφαλαίου (με βάση το μοντέλο της ομάδας για τις τράπεζες της ΕΕ), η αγορά αποτιμά τις ελληνικές τράπεζες με ένα τεκμαρτό COE περίπου 16% έναντι 13% του μέσου όρου των τραπεζών της ΕΕ, το οποίο θεωρούμε αδικαιολόγητο.

    Με μελλοντικό δείκτη ενός έτους Ρ/Ε στις 5,5 φορές, το discount στην αποτίμηση είναι της τάξης του 23% περίπου έναντι του μέσου όρου των τραπεζών της ΕΕ με δείκτη Ρ/Ε 7,2 φορές.

    Με μελλοντικό δείκτη ενός έτους P/BV στις 0,68 φορές, η έκπτωση είναι της τάξης του 9% περίπου σε σχέση με τον μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ που είναι στις 0,75 φορές», εξηγεί η Iqbal.

    «Το τεκμαρτό κόστος ιδίων κεφαλαίων της Alpha είναι στο 18,6%, πάνω από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 10,2%, το τεκμαρτό κόστος ιδίων κεφαλαίων της Eurobank είναι 16,9%, πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 13%, το τεκμαρτό κόστος ιδίων κεφαλαίων της Πειραιώς είναι 19,9%, πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 18% και τέλος, το τεκμαρτό κόστος ιδίων κεφαλαίων της ΕΤΕ είναι 16,3%, πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 11,5%», καταλήγει η αναλύτρια των ελληνικών τραπεζών της Morgan Stanley.

    Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Jefferies και ο Alexander Demetriou επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες εστιάζουν στη βελτίωση των εσόδων τους από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να στηρίξουν την αύξηση των προμηθειών τα επόμενα χρόνια.

    Οι συστάσεις των ελληνικών τραπεζών είναι buy με τιμές-στόχους για την Εθνική Τράπεζα τα €10,20, την Αlpha Bank τα €2,55, τη Eurobank τα €2,60 και την Τράπεζα Πειραιώς τα €5,20.

    «Στην Ελλάδα, η αγορά των προμηθειών δεν έχει διεισδύσει τόσο πολύ σε σχέση με τις αντίστοιχες χώρες της ΕΕ. Οι αμοιβές ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ και των αντίστοιχων χωρών της Νότιας Ευρώπης.

    Οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν κατά μέσο όρο 55 μονάδες βάσης (μ.β.) με κάποια διασπορά, με την Τράπεζα Πειραιώς να εμφανίζει την υψηλότερη επίδοση με 74 μ.β. και την Εθνική Τράπεζα τη χαμηλότερη επίδοση με 50 μ.β. περίπου», εξηγεί ο αναλυτής της Jefferies.

    «Συγκρίνοντας τα κεφάλαια υπό διαχείριση (AUM) με το ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις αντίστοιχες χώρες με ποσοστό 10% περίπου, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 35% περίπου. Συγκρίνοντας τα AUM με τα νοικοκυριά και τις καταθέσεις, η Ελλάδα βρίσκεται επίσης χαμηλότερα από τις αντίστοιχες χώρες, με περίπου 10% έναντι 46% του μέσου όρου της ΕΕ.

    Τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν υψηλότερο ποσοστό των χρηματοοικονομικών τους περιουσιακών στοιχείων με τη μορφή συναλλάγματος και καταθέσεων σε σύγκριση με τα ομοειδή της ΕΕ», συνεχίζει η τράπεζα.

    «Στα επιχειρηματικά τους σχέδια, οι ελληνικές τράπεζες επικεντρώνονται στην αύξηση των εσόδων τους από αμοιβές ή πιο συγκεκριμένα από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τους για να επωφεληθούν από την υποδιείσδυση στην Ελλάδα.

    Εξετάζοντας τα μερίδια αγοράς κάθε τράπεζας επί των θυγατρικών εταιρειών αμοιβαίων κεφαλαίων, η Eurobank έχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στο τέλος Μαρτίου 2024 με 26%, με την Εθνική Τράπεζα να έχει το μικρότερο με 11%. Με την πάροδο του χρόνου, έχουμε παρατηρήσει αύξηση στην αγορά μεριδίων της Alpha Βank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ η Eurobank έχει σημειώσει μικρή απώλεια μεριδίου», εκτιμά ο αναλυτής της τράπεζας.

    «Εξετάζοντας τις καθαρές ροές, η Τράπεζα Πειραιώς είχε τις ισχυρότερες επιδόσεις από τις τέσσερις το 2023, με 907 εκατ. ευρώ. Είχαν επίσης την ισχυρότερη απόδοση κατά μέσο όρο για την περίοδο 2019-2023.

    Αναφορικά με τις στρατηγικές για βελτίωση, όλες οι τράπεζες επικεντρώνονται στη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού της πελατειακής τους βάσης, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα αρχίζει να αυξάνεται στην Ελλάδα και οι πελάτες αναζητούν επενδυτικά προϊόντα για την περαιτέρω δημιουργία πλούτου», καταλήγει ο Demetriou.

    Τέλος, η τσέχικη Wood & Company σε ανάλυσή της που μεταφέρει την κάλυψη των ελληνικών μετοχών στους Can Demir και Miguel Dias εξηγεί πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με τα άσχημα τελευταία δέκα χρόνια άρχισε να γίνεται πολύ πιο σταθερό, αφού αποτίναξε τα προβλήματα ποιότητας του ενεργητικού του, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) μειώθηκε σταδιακά στο 8%, μέχρι το δ’ τρίμηνο του 2022 έναντι 40% το δ’ τρίμηνο του 2019.

    «Πιστεύουμε επίσης ότι η εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έκανε τον δείκτη CET1 του συστήματος (14% το δ’ τρίμηνο του 2022) σχετικό και αξιόπιστο, καθώς δεν είχε πολύ νόημα να μιλάμε για πόσα κεφάλαια είχαν αυτές οι τράπεζες, με δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων κοντά στο 50%. Το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε επίσης καθαρά κέρδη 3,4 δισ. ευρώ το 2022, έναντι σωρευτικών ζημιών 7,4 δισ. ευρώ μεταξύ 2017-21.

    Συνολικά, το τραπεζικό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με το σύνολο των τραπεζών, θεμελιωδώς, ενώ τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται καλύτερα το 2020-2022.

    Η επενδυτική τράπεζα επισημαίνει ότι στην τρέχουσα συγκυρία έχει επιλέξει τις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank σε σχέση με την Eurobank και την Τράπεζα Πειραιώς. Για τις δύο πρώτες δίνει συστάσεις αγοράς (Βuy) και τιμές στόχους 9,19 ευρώ και 2,06 ευρώ, ενώ για τις άλλες δύο δίνει σύσταση διακράτησης (Ηold) με τιμές στόχους 2,08 ευρώ και 4,13 ευρώ, αντίστοιχα.

    Το 2023 εξελίχθηκε ως μια εξαιρετική περίοδος για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες επωφελήθηκαν από τη διεύρυνση του περιθωρίου κέρδους, χάρη στην ισχυρή ρευστότητα και τις καταθέσεις τους.

    Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν άνοδο 50% περίπου στα καθαρά έσοδα από τόκους και 73% στα κανονικοποιημένα καθαρά κέρδη. Από το τέλος του έτους 2022 έως τις 7 Απριλίου 2024, ο τραπεζικός δείκτης απέδωσε συνολική απόδοση 95% έναντι 36% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και 9% για τον δείκτη των αναδυόμενων αγορών MSCI.

    Τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών θα είναι σε σχετικά σταθερά επίπεδα την περίοδο 2024-2026, καθώς τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των ελληνικών τραπεζών θα προσαρμόζονται σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων και υψηλότερου σχετικού κόστους καταθέσεων.

    Τα κεφάλαια και η ρευστότητα θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ενώ οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να κάνουν τους ισολογισμούς τους να λειτουργούν πιο σκληρά, να επιστρέφουν κεφάλαια και να διατηρούν το κόστος χρηματοδότησής τους, όσο το δυνατόν πιο χαμηλά σε σχέση με το επιτόκιο Euribor.

    Οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι για την Εθνική Τράπεζα στις 5,9 φορές σε όρους P/E και 0,86 φορές σε όρους P/TBV, με βάση τις εκτιμήσεις της Wood για το 2024. H Alpha Bank αποτιμάται στις 5,7 φορές τον δείκτη P/E και 0,58 φορές τον P/TBV, με βάση τις εκτιμήσεις της για το 2024.

    Η Eurobank είναι με αποτίμηση στις 6,0 φορές τον P/E και στις 0,8 φορές τον δείκτη P/TBV, με βάση τις εκτιμήσεις της για το 2024 και τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς είναι αποτιμημένη στις 5,7 φορές σε όρους δείκτη P/E και 0,69 φορές σε όρους δείκτη P/TBV, με βάση τις εκτιμήσεις της για το 2024.

    Διαβάστε επίσης:

    Wood & Company: Δυο συστάσεις αγοράς και δύο ουδέτερες συστάσεις για τις ελληνικές τράπεζες

    Στουρνάρας: Άλλα €6,6 δισ. εκδόσεις ομολόγων από τις τράπεζες ως το τέλος του 2025

    EKT: Ισχυρά τα επιτοκιακά περιθώρια των ελληνικών τραπεζών



    ΣΧΟΛΙΑ