ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά εμφανίζει έντονες διακυμάνσεις, αλλά εξακολουθεί να κινείται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, παρά την κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων. Η άνοδος, που ενισχύεται από τον ενθουσιασμό γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, συγκρίνεται με την υπεραισιοδοξία της δεκαετίας του 1990 λίγο πριν από το κραχ των dotcom.
Αν και η τεχνολογική πρόοδος αναμφισβήτητα μετασχηματίζει την οικονομία, υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες ότι η σημερινή άνοδος μπορεί να αποτελεί προοίμιο μιας νέας, επώδυνης διόρθωσης, τονίζει η πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, σε άρθρο της στον Economist. Μάλιστα, όπως επισημαίνει, ένα νέο κραχ θα μπορούσε να έχει πολύ ευρύτερες και σοβαρότερες συνέπειες από εκείνο πριν από 25 χρόνια.
Στον πυρήνα της ανησυχίας βρίσκεται ο βαθμός έκθεσης στην αμερικανική αγορά μετοχών, εντός και εκτός ΗΠΑ. Τα τελευταία 15 χρόνια, τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν αυξήσει θεαματικά τις επενδύσεις τους στο χρηματιστήριο, ενθαρρυμένα από τις υψηλές αποδόσεις και την κυριαρχία των τεχνολογικών κολοσσών. Παράλληλα, ξένοι επενδυτές –κυρίως Ευρωπαίοι– έχουν διοχετεύσει σημαντικά κεφάλαια στις αμερικανικές μετοχές, επωφελούμενοι από την ισχυρή ισοτιμία του δολαρίου. Αυτή η αυξημένη διασύνδεση σημαίνει ότι μια απότομη πτώση της Wall Street θα είχε άμεσο παγκόσμιο αντίκτυπο.
Για να γίνει αντιληπτό το πιθανό μέγεθος, μια διόρθωση ανάλογη του dotcom θα μπορούσε να «σβήσει» πάνω από 20 τρισ. δολάρια πλούτου από τα αμερικανικά νοικοκυριά — περίπου το 70% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2024, σύμφωνα με τη Γκόπιναθ. Το ποσό αυτό είναι πολλαπλάσιο των απωλειών στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι επιπτώσεις στην κατανάλωση θα ήταν δριμείες: δεδομένου ότι η κατανάλωση ήδη αυξάνεται πιο αργά σε σχέση με την περίοδο πριν το dotcom, ένα σοκ τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να τη μειώσει κατά 3,5%, ρίχνοντας το ΑΕΠ έως και 2%, πριν καν υπολογιστεί η υποχώρηση των επενδύσεων.
Οι διεθνείς συνέπειες θα ήταν επίσης εκτεταμένες. Οι ξένοι επενδυτές θα μπορούσαν να χάσουν πάνω από 15 τρισ. δολάρια, δηλαδή περίπου το 20% του ΑΕΠ του υπόλοιπου κόσμου. Συγκριτικά, το κραχ του 2000 οδήγησε σε απώλειες μόλις 2 τρισ. δολαρίων (4 τρισ. σε σημερινές τιμές), κάτω από το 10% του διεθνούς ΑΕΠ τότε. Η αυξημένη παγκόσμια έκθεση καθιστά τη ζήτηση πολύ πιο ευάλωτη σε αμερικανικά σοκ.
Παραδοσιακά, το δολάριο λειτουργούσε ως «ασφαλές καταφύγιο» σε περιόδους κρίσης, ενισχύοντας τη διεθνή κατανάλωση παρά τις ζημιές σε δολάρια. Όμως αυτός ο μηχανισμός φαίνεται να αποδυναμώνεται. Παρά τους δασμούς και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ, το δολάριο αποδυναμώθηκε έναντι των μεγάλων νομισμάτων. Αν και αυτό δεν σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας του, δείχνει αυξημένη ανησυχία των επενδυτών, οι οποίοι πλέον αντισταθμίζουν ενεργά τον συναλλαγματικό κίνδυνο, υποδηλώνοντας μείωση εμπιστοσύνης.
Αυτή η δυσπιστία δεν είναι αβάσιμη. Η αντίληψη για τη δύναμη και την ανεξαρτησία των αμερικανικών θεσμών, ιδίως της Fed, είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα. Όμως, οι πρόσφατες πολιτικές και νομικές παρεμβάσεις εγείρουν αμφιβολίες για την ικανότητά της να λειτουργεί χωρίς πιέσεις. Αν αυτή η αμφισβήτηση ενταθεί, θα μπορούσε να διαβρώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο δολάριο και στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Σε αντίθεση με το 2000, οι παγκόσμιες συνθήκες ανάπτυξης σήμερα είναι πιο δυσμενείς: νέοι δασμοί, κινεζικοί περιορισμοί σε κρίσιμες πρώτες ύλες και γεωοικονομική αβεβαιότητα. Επιπλέον, με το δημόσιο χρέος σε ιστορικά επίπεδα, οι κυβερνήσεις έχουν περιορισμένο χώρο για δημοσιονομικά κίνητρα όπως στο παρελθόν. Η κλιμάκωση των εμπορικών πολέμων επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση: οι δασμοί ΗΠΑ-Κίνας πλήττουν όχι μόνο το διμερές εμπόριο, αλλά και τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Η αποφυγή ασταθών πολιτικών επιλογών –ιδίως όσων υπονομεύουν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών– είναι ζωτικής σημασίας για την αποτροπή ενός νέου κραχ. Εξίσου σημαντικό είναι οι υπόλοιπες οικονομίες να ενισχύσουν τη δική τους ανάπτυξη. Το πρόβλημα, όπως τονίζει η Γκόπιναθ, δεν είναι μόνο τα εμπορικά ανισοζύγια, αλλά και η ανισότητα στους ρυθμούς ανάπτυξης. Η συγκέντρωση της παραγωγικότητας και των αποδόσεων κυρίως στις ΗΠΑ έχει καταστήσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και τις κεφαλαιακές ροές πιο εύθραυστες.
Εάν άλλες χώρες καταφέρουν να ενισχύσουν τη δική τους δυναμική, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξισορρόπηση και τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και η βαθύτερη ενοποίηση θα μπορούσαν να προσελκύσουν επενδύσεις. Οι φετινοί Νομπελίστες στα οικονομικά παρέχουν χρήσιμα εργαλεία για ανάπτυξη μέσω καινοτομίας. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις επιστροφής κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές, αυτή η τάση μπορεί να ανακοπεί αν δεν υπάρξει σταθερή ανάπτυξη.
Συνολικά, ένα πιθανό σημερινό κραχ δεν θα είχε τον περιορισμένο και σχετικά ήπιο αντίκτυπο του dotcom. Σήμερα διακυβεύεται πολύ περισσότερος πλούτος και υπάρχουν λιγότερα διαθέσιμα πολιτικά εργαλεία για την απορρόφηση των κραδασμών. Οι δομικές αδυναμίες και το δυσμενές μακροοικονομικό περιβάλλον καθιστούν τις πιθανές συνέπειες πιο εκτεταμένες και ηχηρές σε παγκόσμιο επίπεδο, καταλήγει η Γκόπιναθ.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
