Οι φθινοπωρινές προβλέψεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνουν λόγο για δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 0,3% του ΑΕΠ και μείωση του χρέους στο 142,1% του ΑΕΠ για την Ελλάδα. Η Κομισιόν προβλέπει επίσης ανάπτυξη 2,2% με πληθωρισμό στο 2,3% το 2026. 

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ισχυρό ρυθμό, εμφανίζοντας ανάπτυξη 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, με αρωγό την σταθερή κατανάλωση και τις επενδύσεις, που φέρνουν τα κοινοτικά κονδύλια.

1

Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να μετριαστεί στο 1,7% το 2027, καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης πλησιάζει στο τέλος του.

Τονίζει επίσης ότι παρότι η οικονομία έχει μέχρι στιγμής επιδείξει ανθεκτικότητα στις εξωτερικές προκλήσεις, μια παρατεταμένη αύξηση της γεωπολιτικής ή εμπορικής αβεβαιότητας και του κόστους χρηματοδότησης θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές, ιδίως στον τουριστικό και επενδυτικό τομέα.

Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν ευνοϊκές για την περίοδο 2025-27, με γενικά σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, παρά τις μειώσεις φόρων και τα μέτρα στήριξης.

Επιπλέον, η ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού αναμένεται να διατηρήσουν το χρέος σε πτωτική τάση, και να διαμορφωθούν κάτω του 140% του ΑΕΠ έως το 2027.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,8% το 2025 και προβλέπεται να μετριαστεί στο 2,3% το 2026 και 2,4% το 2027.

Η ανεργία στην Ελλάδα το 2025 βρίσκεται στο 9,3% και αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται στο 8,6% το 2026 και στο 8,2% το 2027.

Το δημοσιονομικό πλεόνασμα για την Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί το 2025 στο 1,1% και προβλέπεται να μειωθεί στο 0,3% το 2026 και να μηδενιστεί το 2027.

Αντιθέτως, στην Ευρωζώνη καταγράφεται δημοσιονομικό έλλειμμα -3,2%, το οποίο προβλέπεται να φτάσει το -3,4% το 2027.

Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στην Ελλάδα, αναμένεται να μειωθεί στο 147,6% το 2025 και να μειωθεί περαιτέρω, φτάνοντας στο 138% το 2027, χάρη στην ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.

Η έκθεση για την Ελλάδα

Αναλυτικά, η έκθεση της Επιτροπής τονίζει ότι “η οικονομία της Ελλάδας θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ισχυρό ρυθμό”, με προβλεπόμενη ανάπτυξη 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, υποστηριζόμενη από σταθερή κατανάλωση και επενδύσεις και μέσω των κοινοτικών κονδυλίων. Οι δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν ευνοϊκές για την περίοδο 2025-27, με γενικά σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, παρά τις φορολογικές περικοπές και τα κοινωνικά μέτρα.

Ανθεκτικότητα παρά τις αντίξοες συνθήκες

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελληνική οικονομία “δείχνει ανθεκτικότητα παρά τις αντίξοες συνθήκες”. Κατά το α’ εξάμηνο του 2025, η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε κατά 2% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης και του τουρισμού.

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν το δεύτερο τρίμηνο, ιδίως οι επενδύσεις σε κατασκευές και εξοπλισμό.

Συνολικά, η οικονομία αναμένεται να διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναμική της κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2026.

Η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να παραμείνει ισχυρή το 2025 και το 2026, υποστηριζόμενη από τη διψήφια αύξηση των εταιρικών δανείων και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Παράλληλα, ένα νέο πακέτο επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων αναμένεται να ενισχύσει την αύξηση των καθαρών μισθών και την ιδιωτική κατανάλωση. Η ζήτηση εισαγωγών αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, δεδομένου του υψηλού εισαγωγικού περιεχομένου των επενδύσεων.

Παρ’ όλο που δεν αναμένεται απότομη επίδραση, η ανάπτυξη προβλέπεται να επιβραδυνθεί μετά το 2026 καθώς η εφαρμογή του RRP φτάνει στο τέλος της.

Η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να είναι σχετικά σταθερή, με ρυθμούς 2,1% το 2025 και 2,2% το 2026, πριν μετριαστεί σε 1,7% το 2027.

Ενώ η οικονομία έχει μέχρι στιγμής επιδείξει ανθεκτικότητα στις εξωτερικές προκλήσεις, μία παρατεταμένη αύξηση της γεωπολιτικής ή εμπορικής αβεβαιότητας και του κόστους χρηματοδότησης θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές, ιδίως τον τουριστικό τομέα, και την επενδυτική δραστηριότητα.

Αγορά εργασίας

Αναφορικά με την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει ότι συνεχίζει να βελτιώνεται, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 8,2% τον Οκτώβριο του 2025, το χαμηλότερο επίπεδό του από το 2009, αλλά παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Μετά την κορύφωσή τους το δεύτερο τρίμηνο του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας έχουν μειωθεί ελαφρώς, αν και εξακολουθούν να υποδηλώνουν μία σχετικά περιορισμένη αγορά εργασίας, ιδίως στους τομείς του τουρισμού και των κατασκευών.

Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό λόγω διαρθρωτικών ζητημάτων, όπως το χάσμα δεξιοτήτων και τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, ιδίως μεταξύ των γυναικών.

Οι μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να επιταχυνθούν, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,6% κατά την προβλεπόμενη περίοδο, εν μέρει λόγω παλαιότερων αυξήσεων των κατώτατων μισθών, μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της πρόσφατα ανακοινωθείσας μεταρρύθμισης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Σταδιακή μείωση πληθωρισμού

Αφού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 3,1% το πρώτο εξάμηνο του 2025, ο γενικός πληθωρισμός μειώθηκε στο 1,7% μέχρι τον Οκτώβριο, λόγω της μείωσης του πληθωρισμού ενέργειας και υπηρεσιών.

Ωστόσο, η ισχυρή ζήτηση και η ακόμη περιορισμένη αγορά εργασίας αναμένεται να διατηρήσουν ανοδική πίεση στις τιμές καταναλωτή.

Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί με αργό ρυθμό, φτάνοντας το 2,8% το 2025 και το 2,3% το 2026.

Ενώ ο γενικός πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών ενέργειας και τροφίμων αναμένεται να μειωθεί, η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό στο 2,4% το 2027.

Σταθερή δημοσιονομική θέση παρά τα επεκτατικά μέτρα

Το ονομαστικό πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 1,2% του ΑΕΠ το 2024 σε περίπου 1,1% το 2025. Αυτό αντανακλά μία μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 4,7% σε 4,3%, η οποία αντισταθμίζεται εν μέρει από τη μείωση των δαπανών για τόκους.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτή η μείωση προέρχεται κυρίως από επεκτατικά μέτρα (0,7% του ΑΕΠ), συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, των υψηλότερων μισθών στον δημόσιο τομέα, μίας επιστροφής ενοικίου βάσει εισοδηματικών κριτηρίων και ενός μόνιμου ετήσιου επιδόματος 250 ευρώ για τα ευάλωτα άτομα.

Πρόσθετες πιέσεις περιλαμβάνουν τις υψηλότερες δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη και την άμυνα και μία δημοσιονομική διόρθωση που σχετίζεται με τις γεωργικές επιδοτήσεις της ΕΕ ισοδύναμη με 0,2% του ΑΕΠ.

Αυτές οι επιπτώσεις αντισταθμίζονται εν μέρει από την αύξηση των εσόδων, η οποία υποστηρίζεται από τα τρέχοντα μέτρα φορολογικής συμμόρφωσης, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε νέους τομείς προκειμένου να μειωθεί η αδήλωτη εργασία, και τα υψηλότερα τέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Το 2026, το ισοζύγιο του προϋπολογισμού προβλέπεται να φτάσει το 0,3%, μείωση 0,8 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με το 2025. Αυτό αντιστοιχεί σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ.

Αυτή η μείωση αντανακλά κυρίως ένα πρόσφατα ανακοινωθέν επεκτατικό δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο εκτιμάται ότι θα κοστίσει 0,6% του ΑΕΠ το 2026 και 0,8% του ΑΕΠ το 2027.

Το πακέτο συνδυάζει περικοπές στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, τον φόρο ακίνητης περιουσίας και τον ΦΠΑ, μαζί με στοχευμένες αυξήσεις στις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα.

Αυτά τα μέτρα έχουν σχεδιαστεί για να μετριάσουν τις πιέσεις του κόστους ζωής και να παράσχουν στήριξη σε νοικοκυριά χαμηλότερου και μεσαίου εισοδήματος, οικογένειες με παιδιά, συνταξιούχους και κατοίκους μικρών χωριών.

Η πρόβλεψη περιλαμβάνει, επίσης, υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν από 2,4% του ΑΕΠ το 2025 σε 2,6% το 2026.

Το 2027, το ονομαστικό ισοζύγιο προβλέπεται να μειωθεί στο 0,0% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,2%.

Αυτή η επιδείνωση του ονομαστικού ισοζυγίου αντανακλά κυρίως τις υψηλότερες δαπάνες για τόκους και τον αντίκτυπο του νέου δημοσιονομικού πακέτου σε ολόκληρο το έτος.

Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 154,2% το 2024, 55 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το ανώτατο επίπεδό του το 2020.

Αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, φτάνοντας στο 138% το 2027.

Η μείωση αναμένεται να οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και στα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού.

Μέτρια ανάπτυξη στην Ευρωζώνη

Ταυτόχρονα, η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να διατηρήσει τη μέτρια ανάπτυξή της, αφού ανταπεξήλθε στην «δασμολογική καταιγίδα» του Ντόναλντ Τραμπ καλύτερα από το αναμενόμενο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,3% το 2025, 1,2% το 2026 και 1,4% το 2027, ανακοίνωσε η εκτελεστική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή είναι μια αναβάθμιση για φέτος σε σύγκριση με την πρόβλεψη του Μαΐου και μια μικρή υποβάθμιση για το 2026.

Ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,1% το 2025, όπως είχε προβλεφθεί προηγουμένως, και θα πρέπει να παραμείνει κοντά στον στόχο του 2% της ΕΚΤ τα επόμενα δύο χρόνια.

Οι αξιωματούχοι προειδοποίησαν, ωστόσο, ότι το ποσοστό του 2027, το οποίο αντιστοιχεί σε αυτόν τον στόχο, περιλαμβάνει μια ανοδική επίδραση από ένα νέο σύστημα τιμολόγησης άνθρακα, που οι κυβερνήσεις και οι νομοθέτες θέλουν να αναβάλουν.

«Ακόμα και σε ένα δυσμενές περιβάλλον, η οικονομία της ΕΕ συνέχισε να αναπτύσσεται», δήλωσε ο Επίτροπος Οικονομίας Βάλντις Ντομπρόβσκις. «Τώρα, δεδομένου του δύσκολου εξωτερικού πλαισίου, η ΕΕ πρέπει να αναλάβει αποφασιστική δράση για να απελευθερώσει την εγχώρια ανάπτυξη».

Οι προβλέψεις είναι πιο αισιόδοξες από τις τελευταίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην περιοχή να ακούγονται ολοένα και πιο αισιόδοξοι για τους επόμενους μήνες, έχοντας φαινομενικά αποφύγει το χειρότερο σενάριο για το εμπόριο και με τον πληθωρισμό να βρίσκεται πλέον υπό έλεγχο, κοντά στο 2%.

Διαβάστε επίσης: 

Φον ντερ Λάιεν: Τρεις τρόποι για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας

Γερμανία: Άρση της αναστολής εξαγωγών όπλων στο Ισραήλ από τις 24 Νοεμβρίου

Πετρέλαιο: Πέφτουν οι τιμές με το άνοιγμα του ρωσικού λιμανιού Νοβοροσίσκ – Στα 63,95 δολάρια το βαρέλι