Στο Βαθύ Αυλίδας, σε μια έκταση 40 στρεμμάτων και εγκαταστάσεις 17.000 τ.μ., λειτουργεί το εργοστάσιο της Παπουτσάνης, της μεγαλύτερης σαπωνοποιίας στην Ευρώπη.

Από τις γραμμές παραγωγής του βγαίνουν 900 σαπούνια το λεπτό – περίπου 450.000 τεμάχια σε μία βάρδια – ενώ σε πλήρη λειτουργία η δυναμικότητα της μονάδας μπορεί να παράγει 40.000 τόνους ετησίως, ποσότητα που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της Ελλάδας για περίπου 20 χρόνια.

1

Το όνομα Παπουτσάνης επί δεκαετίες ήταν συνώνυμο με το σαπούνι. Σήμερα, όμως, η ιστορική ελληνική εταιρεία έχει εξελιχθεί σε σύγχρονη βιομηχανία προσωπικής και οικιακής φροντίδας, με τέσσερις διακριτούς πυλώνες δραστηριότητας. Τις ειδικές σαπωνόμαζες, ξενοδοχειακά προϊόντα, παραγωγές για τρίτους και επώνυμα προϊόντα.

Με αυτό το μοντέλο, η Παπουτσάνης διεκδικεί πλέον θέση στα ράφια των σούπερ μάρκετ και ανταγωνίζεται ευθέως τις πολυεθνικές, αξιοποιώντας την καθετοποίηση, την εξωστρέφεια και τη συνεχή επένδυση στην καινοτομία.

Ο στόχος τζίρου 100 εκατ. ευρώ το 2028

Η εισηγμένη, όπως ανέφερε χθες ο επικεφαλής της Μενέλαος Τασόπουλος κατά τη διάρκεια ξενάγησης στις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας, στοχεύει σε πωλήσεις άνω των 100 εκατ. ευρώ έως το 2028, διατηρώντας τον ρυθμό διπλασιασμού του κύκλου εργασιών, που καταγράφει κάθε πενταετία από το 2015.

Στον πυρήνα της στρατηγικής της Παπουτσάνης, που έχει παρουσία σε 35 χώρες και αντλεί το 54% του τζίρου της από τις εξαγωγές, βρίσκεται η ενίσχυση των own brands – τόσο στον ξενοδοχειακό τομέα, όπου διατηρεί την πρώτη θέση στην ελληνική αγορά, όσο και στο λιανεμπόριο, όπου τα τελευταία χρόνια κάνει δυναμική είσοδο στην κατηγορία της οικιακής φροντίδας.

Είσοδος σε μια αγορά 600 εκατ. ευρώ

Μετά την εξαγορά του Αρκάδι, η Παπουτσάνης εισήλθε σε μια αγορά που τζιράρει περί τα 600 εκατ. ευρώ, από 100 εκατ. ευρώ που ήταν πριν την εξαγορά, και πλέον διευρύνει το αποτύπωμά της σε υποκατηγορίες όπως τα μαλακτικά, τα απορρυπαντικά πλυντηρίου και τα υγρά πιάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας, το Αρκάδι αναμένεται να τριπλασιάσει τον τζίρο του έως το τέλος του 2025, από 2 εκατ. ευρώ το 2021 σε 6 εκατ. ευρώ φέτος, ενώ τα προϊόντα Papoutsanis Home έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφουν μερίδια 2–4% στις επιμέρους κατηγορίες, παρότι δεν έχουν συμπληρώσει ούτε έναν χρόνο στην αγορά.

Το στοίχημα των own brands κόντρα στις πολυεθνικές

Όπως σημείωσε η Marketing Director της Παπουτσάνης, Ειρήνη Χατζηιωακειμίδου, τα νέα προϊόντα «έχουν αγκαλιαστεί από τους καταναλωτές ήδη από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας τους», επισημαίνοντας ότι η ελληνική ταυτότητα, η ποιότητα και η τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα της εταιρείας «δημιουργούν εμπιστοσύνη και διαφοροποίηση σε μια αγορά που κυριαρχείται από πολυεθνικά brands». Σύμφωνα με τη διοίκηση, η Παπουτσάνης μπορεί να ανταγωνιστεί τις τιμές των πολυεθνικών, καθώς οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου έχουν περιορίσει τις επενδύσεις και τις διαφημιστικές δαπάνες τους στην Ευρώπη, στρέφοντας το ενδιαφέρον τους σε αγορές όπως η Ασία. Αντίθετα, η ελληνική εταιρεία κερδίζει έδαφος, αξιοποιώντας την ευκαιρία για ανάπτυξη τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στα Βαλκάνια, όπου σχεδιάζει περαιτέρω διεύρυνση της παρουσίας της τα επόμενα χρόνια.

Προς αναζήτηση νέων εξαγορών

Ήδη η εταιρεία ενισχύει την παρουσία της εκτός συνόρων, με αιχμή τη Ρουμανία και την Κύπρο, οι οποίες λειτουργούν ως πιλοτικές αγορές για την περαιτέρω ανάπτυξη των επώνυμων προϊόντων της. Παράλληλα, η Παπουτσάνης παραμένει σε εγρήγορση για νέες εξαγορές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, εφόσον προκύψουν ευκαιρίες που θα ενισχύσουν το χαρτοφυλάκιό της ή θα προσθέσουν νέα κατηγορία προϊόντων.

Όπως σημείωσε ο Μενέλαος Τασόπουλος, «είναι μονόδρομος τα επώνυμα προϊόντα και οι niche αγορές», εκεί όπου η Παπουτσάνης μπορεί να ξεχωρίσει χάρη στην ποιότητα, την ευελιξία και την καθετοποίηση της παραγωγής της. Παράλληλα, η εταιρεία διατηρεί μακροχρόνιες συνεργασίες με κορυφαίους πολυεθνικούς ομίλους, όπως η Unilever, η Johnson & Johnson, Henkel  αλλά και των εγχώριων σούπερ μάρκετ, όπως Σκλαβενίτης, Lidl, αναλαμβάνοντας την παραγωγή προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (PL) για λογαριασμό τους, με το μερίδιό τους στον συνολικό τζίρο να φτάνει στο 41%.

Στο κομμάτι των συνεργασιών με τρίτους, η διοίκηση βλέπει σημαντικές προοπτικές από το ευρωπαϊκό κενό που δημιουργείται, καθώς αρκετές εταιρείες της Κεντρικής Ευρώπης περιορίζουν την παραγωγική τους δραστηριότητα. Μάλιστα σύμφωνα με τον κ.  Τασόπουλο μεγάλη  γερμανική εταιρεία σαπωνομαζών που έκλεισε   το ένα από τα δύο εργοστάσιά της έχει προτείνει στους πελάτες της την Παπουτσάνης ως αξιόπιστο συνεργάτη για την κάλυψη μέρους των αναγκών τους κάτι που αναμένεται από το 2026.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις η εταιρεία έχει προϋπολογίσει επίσης CAPEX για φέτος της τάξης των 4,5-5 εκατ. ευρώ, χωρίς σ’ αυτό να συνυπολογίζεται η πιθανότητα νέων εξαγορών. Ενώ την τελευταία τριετία οι επενδύσεις έφτασαν στα 20 εκατ. ευρώ.

Στο 23% ο ρυθμός ανάπτυξης στο εννεάμηνο

Σε επίπεδο οικονομικών επιδόσεων στο εννεάμηνο 2025 οι πωλήσεις  διαμορφώθηκαν σε 61 εκατ. ευρώ έναντι 49,6 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 23%. Το 32% των συνολικών εσόδων προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της «Παπουτσάνης» στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 15% από πωλήσεις στην ξενοδοχειακή αγορά, το 41% από παραγωγές τρίτων και το 12% από βιομηχανικές πωλήσεις ειδικών σαπωνομαζών. Για το σύνολο του 2025, η εταιρεία προβλέπει τη διατήρηση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του κύκλου εργασιών, και για το επόμενο έτος σημαντική ανάπτυξη κυρίως λόγο νέων συνεργασιών και ανάπτυξης των υφιστάμενων, περαιτέρω ενίσχυσης των επωνύμων προϊόντων, αλλά και του περιορισμού των εν λειτουργία παραγωγικών εγκαταστάσεων στην Ευρώπη, γεγονός που αναμένεται να φέρει νέες συνεργασίες στην Παπουτσάνης στις κατηγορίες των παραγωγών για τρίτους και της σαπωνόμαζας.

Διαβάστε επίσης

Σούπερ μάρκετ: Ποιοι επιχειρηματίες γέμισαν τα ταμεία τους

ΔΕΛΤΑ: Μια ανάσα από τα 300 εκατ. ευρώ οι πωλήσεις – Ζημιές στην εταιρεία, οριακά κέρδη στον όμιλο

Ανάχωμα για τον πληθωρισμό η συμφωνία Θεοδωρικάκου με τα σούπερ μάρκετ για μειώσεις τιμών