Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά πάσα πιθανότατα έκλεισε τον κύκλο μειώσεων των βασικών επιτοκίων της, και για να υπάρξει οποιαδήποτε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να μεσολαβήσει σημαντική μεταβολή των προοπτικών για τις τιμές και την οικονομική ανάπτυξη, δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στο Bloomberg και τους Mark Schroers, Σωτήρη Νίκα και Jana Randow.

Ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι ελαφρώς χαμηλότερος του 2% τα επόμενα χρόνια και οι κίνδυνοι είναι καθοδικοί, αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να δικαιολογήσει περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων, δήλωσε ο επικεφαλής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας σε συνέντευξή του στην Κοπεγχάγη, όπου συμμετέχει σε συνεδριάσεις των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ.

1

«Συνολικά, δεδομένης της αβεβαιότητας, βρισκόμαστε σε καλή ισορροπία – όχι τέλεια ισορροπία, αλλά καλή», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας. «Προς το παρόν δεν υπάρχει λόγος μεταβολής των επιτοκίων».

Η ΕΚΤ άφησε για δεύτερη φορά αμετάβλητο το κόστος δανεισμού την περασμένη εβδομάδα, θεωρώντας ότι οι πιέσεις στις τιμές έχουν περιοριστεί και ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι υποχωρούν. Αν η ευρωζώνη δεν βρεθεί αντιμέτωπη με κάποια ισχυρή διαταραχή, οι παράμετροι της νομισματικής πολιτικής θα παραμείνουν ως έχουν, δήλωσαν στο Bloomberg άνθρωποι με καλή γνώση της κατάστασης.

«Εξαρτόμαστε από τα δεδομένα – εάν στις συνεδριάσεις μας για τη νομισματική πολιτική διαπιστώσουμε ότι έχει αλλάξει η κατάσταση, τότε θα αλλάξουμε και εμείς», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος θεωρείται ως ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που τάσσονται υπέρ μιας πιο διευκολυντικής πολιτικής (dovish). Αλλά «θα χρειαζόταν μια σημαντική αλλαγή στις προοπτικές για να αλλάξουμε τη θέση μας».

Αυτές οι παρατηρήσεις απηχούν τα πρόσφατα σχόλια άλλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που είναι υπέρ μιας πιο περιοριστικής πολιτικής (hawkish). Ο Madis Muller, Διοικητής της Τράπεζας της Εσθονίας, δήλωσε την Παρασκευή στο Bloomberg ότι η πολιτική της ΕΚΤ είναι ελαφρώς διευκολυντική και δεν συντρέχει τώρα λόγος περαιτέρω μείωσης των βασικών επιτοκίων.

Ωστόσο, άλλοι, όπως ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης François Villeroy de Galhau, έχουν υποστηρίξει ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν περαιτέρω κινήσεις, υπογραμμίζοντας τις ανησυχίες ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αποδειχθεί χαμηλότερος από τις προβλέψεις.

«Εάν υπάρχουν κίνδυνοι, είναι κάπως πιο καθοδικοί παρά ανοδικοί, δεδομένης της αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί από τους δασμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας. «Ωστόσο, οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αρκετά σοβαροί ώστε να δικαιολογούν νέα μείωση αυτή τη στιγμή. Υπερισχύει το βασικό σενάριο».

Σύμφωνα με τις προβολές της ΕΚΤ του Σεπτεμβρίου, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 1,9% το 2027, έναντι 1,7% το 2026. Οι προβολές του Δεκεμβρίου θα περιλαμβάνουν και το 2028 – κι έτσι θα φανεί αν έχει όντως ολοκληρωθεί το έργο των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.

«Προς το παρόν πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός του 2028 θα είναι κοντά στο 2%, μάλλον λίγο πιο κάτω και όχι πιο πάνω, και αυτό είναι κάπως ανησυχητικό, όχι όμως σοβαρό προς το παρόν», δήλωσε ο Στουρνάρας, προτρέποντας σε σύνεση. «Εάν διαμορφωνόταν σημαντικά κάτω από τον στόχο, τότε αυτό θα ήταν ανησυχητικό».

Ταυτόχρονα δήλωσε ότι μία ακόμη μείωση κατά 0,25% δεν θα άλλαζε ουσιωδώς τα δεδομένα για την οικονομία. «Μια ακόμη μείωση δεν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην πράξη, αλλά συμβολικά, ναι, θα μπορούσε», είπε.

Υποβάθμισε την ιδέα ότι μια περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ θα μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ μίας ακόμα μείωσης.

«Δεν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου ένας μόνο παράγοντας μπορεί να αλλάξει τη θέση μας», δήλωσε ο Στουρνάρας. «Θα εξετάσουμε όλα τα δεδομένα – τους δασμούς, τη συναλλαγματική ισοτιμία, τις τιμές της ενέργειας, τις τιμές των τροφίμων και άλλα, όπως το ποσοστό αποταμίευσης.»

Όσον αφορά τη Γαλλία, ο Στουρνάρας εξέφρασε συγκρατημένη αισιοδοξία μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας την Παρασκευή για δεύτερη φορά μέσα σε μία εβδομάδα λόγω της δημοσιονομικής και πολιτικής αναταραχής.

«Η Γαλλία αποτελεί πηγή ανησυχίας, αλλά οι αγορές δεν φανερώνουν πανικό», δήλωσε. «Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για μια συμφωνία που θα μειώσει το έλλειμμα και την πορεία του χρέους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν βλέπω μια ευρύτερη κρίση του ευρώ αυτή τη στιγμή».

Αυτό όμως είναι και ένα δίδαγμα για τους πολιτικούς, είπε. «Η δημοσιονομική και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα συμβαδίζουν με την πολιτική σταθερότητα».

Η Ελλάδα είναι υπέρ της αύξησης των διασυνοριακών συμφωνιών στον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα.

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι υπέρ της αύξησης των διασυνοριακών συμφωνιών στον τραπεζικό τομέα, είτε πρόκειται για τοποθετήσεις ξένων επενδυτών σε ελληνικές τράπεζες είτε για συμφωνίες που συνάπτουν οι ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο της επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό.

Ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η Ελλάδα τάσσεται υπέρ των διασυνοριακών συναλλαγών, οι οποίες προωθούν την τραπεζική ένωση και την ένωση κεφαλαιαγορών.

Οι ελληνικές τράπεζες επιδιώκουν τη σύναψη συμφωνιών στο εξωτερικό, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο από την Eurobank SA και την εξαγορά της επίσης κυπριακής Astrobank από την Alpha Bank.

Η Ελλάδα είναι υπέρ της αύξησης των διασυνοριακών συμφωνιών στον τραπεζικό τομέα, είτε πρόκειται για τοποθετήσεις ξένων επενδυτών στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα είτε για συμφωνίες που συνάπτουν οι ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο της επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό, δήλωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

«Έχουμε μια πολύ φιλοευρωπαϊκή άποψη, η οποία προωθεί την τραπεζική ένωση και την ένωση κεφαλαιαγορών», δήλωσε ο κ. Στουρνάρας σε συνέντευξή του το Σάββατο. Μιλώντας στο περιθώριο της άτυπης συνόδου των υπουργών οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κοπεγχάγη, πρόσθεσε: «Τασσόμαστε υπέρ των διασυνοριακών συναλλαγών και ελπίζω ότι αυτή η στάση θα επικρατήσει και αλλού.»

Ενώ οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη ενθαρρύνουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, τέτοιες κινήσεις δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτες από τις κυβερνήσεις. Η Γερμανία, επί παραδείγματι, αντιτάχθηκε στην πρόταση εξαγοράς της Commerzbank AG από την Unicredit SpA, ενώ η Unicredit απέσυρε την προσφορά της για την εξαγορά της ανταγωνίστριάς της στην Ιταλία Banco BPM SpA αφού η ιταλική κυβέρνηση δεν έδωσε την έγκρισή της.

Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος υποδέχθηκαν θερμά την απόκτηση ποσοστού 26% της Alpha Bank ΑΕ από την UniCredit και το σχέδιό της να αυξήσει τη συμμετοχή της μέχρι και στο 29,9%.

Η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες και η κοινή γνώμη έχουν υιοθετήσει «μια πολύ, πολύ φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση», σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα.

Μετά από πολυετή διαδικασία αναδιάρθρωσης, και οι ελληνικές τράπεζες επιδιώκουν διασυνοριακές συμφωνίες. Η Eurobank SA εξαγόρασε πλήρως την Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο, ενώ η Alpha Bank βρίσκεται στη διαδικασία εξαγοράς της επίσης κυπριακής Astrobank. Η CrediaBank υπέγραψε συμφωνία με την HSBC Continental Europe για την υπό όρους εξαγορά του πλειοψηφικού ποσοστού 70,03% της δεύτερης στην HSBC Bank Malta.

«Θα υπάρξουν πολλά οφέλη για όλες τις πλευρές εάν ευνοήσουμε τις διασυνοριακές συναλλαγές και, βεβαίως, αν ολοκληρώσουμε την τραπεζική ένωση και την ένωση κεφαλαιαγορών. Τα πλεονεκτήματα θα είναι πολλά», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.

Η Ελλάδα βρίσκεται επίσης στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας που γίνεται πανευρωπαϊκά ώστε οι τράπεζες να επανέλθουν στον πλήρη έλεγχο του ιδιωτικού τομέα: σε μόλις ένα χρόνο και λίγους μήνες, το ΤΧΣ ολοκλήρωσε την αποεπένδυση από τις τρεις μεγάλες συστημικές τράπεζες και έχει ήδη διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος της συμμετοχής του στην τέταρτη. Διατηρεί συμμετοχές μόνο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στην CrediaBank, προϊόν της συγχώνευσης της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα.

Η οικονομία της χώρας ανακάμπτει από την κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η οποία οδήγησε σε απώλεια του 25% του ελληνικού ΑΕΠ. Το Ελληνικό Δημόσιο ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα και έχει προβεί σε πλήρη αποπληρωμή των δανείων που είχε χορηγήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής.

Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι την περίοδο 2025-2027 ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ θα είναι ελαφρώς άνω του 2% κατά μέσο όρο, περίπου διπλάσιος από τον αντίστοιχο στην Ευρώπη. Τα δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων που εξήγγειλε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός δεν έχουν ακόμη ληφθεί υπόψη στις νέες προβλέψεις του Ευρωσυστήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, και «θα έχουν θετική επίδραση στην οικονομία της χώρας», πρόσθεσε ο Διοικητής.

Διαβάστε επίσης:

Το δολάριο επανακάμπτει μετά την «ουδέτερη μείωση» της FED

Γιάννης Στουρνάρας: Δεν υπάρχει λεφτόδεντρο – Θα χρεοκοπήσουμε αν αυξήσουμε μισθούς χωρίς αντίκρισμα παραγωγικότητας

Πώς θα συνταξιοδοτηθούν οι σημερινοί 55άρηδες (πίνακας)