Ανθεκτικές χαρακτηρίζει τις επιδόσεις των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών  (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική, Πειραιώς) για το πρώτο εξάμηνο του 2025 η Moody’s,  χάρη στην ισχυρή πιστωτική επέκταση, τα σταθερά επαναλαμβανόμενα κέρδη και τα ελεγχόμενα πλέον μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs).

Η Moody’s αναμένει σταθερά κέρδη 2025–26, με ήπια συμπίεση περιθωρίων λόγω περαιτέρω μείωσης επιτοκίων, αλλά στήριξη από νέα εταιρικά και στεγαστικά δάνεια, το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και τη χρηματοδότηση έργων μέσω του RRF.

1

NP

Όπως παρατηρεί ο οίκος, ο μέσος δείκτης NPEs για τις τράπεζες μειώθηκε στο 2,9% (από 3% τον Δεκέμβριο του 2024 και 4,2% το 2023), πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,2%), με περιορισμένο σχηματισμό νέων NPEs και βελτίωση της κάλυψης προβλέψεων στο 79%. Τα δάνεια σταδίου 2 (αυξημένου πιστωτικού κινδύνου σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση) διαμορφώθηκαν σε 7,7% έναντι 9,8% στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Όπως σημειώνει η Moody’s, η βελτίωση στους δείκτες NPEs οφείλεται κυρίως σε αναδιαρθρώσεις δανείων, τις συναλλαγές μικρών NPE και την αύξηση των δανειακών χορηγήσεων. Μάλιστα, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να διατηρήσουν τη βελτιωμένη ποιότητα των ενεργητικών τους τον Ιούνιο του 2025 με περιορισμένη δημιουργία νέων NPE.

Οι αναλυτές της Moody’s αναμένουν ότι θα είναι περιορισμένες οι περαιτέρω μειώσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μέσω εκποιήσεων, μετά την πρόσφατη ένταξη μίας μικρότερης τράπεζας (CrediaBank) στο Ηρακλής 3, σε συνδυασμό με μερικές εναπομένουσες συναλλαγές μικρότερης κλίμακας από συστημικές τράπεζες. Στο μέλλον η μείωση των NPEs αναμένεται να προέλθει κυρίως από αναδιαρθρώσεις και εξοφλήσεις δανείων, με υποστήριξη από ένα πιο ευνοϊκό λειτουργικό περιβάλλον και χαμηλότερα επιτόκια, τα οποία θα πρέπει να μετριάσουν τις πιέσεις αποπληρωμής για τους ευάλωτους δανειολήπτες.

Η Τράπεζα Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα κατέχουν ορισμένα εγγυημένα από την κυβέρνηση ληξιπρόθεσμα δάνεια που δεν ταξινομούνται ως NPEs. Η Moody’s αναμένει ότι αυτά θα ανακτηθούν σταδιακά τα επόμενα 2-3 χρόνια, μετριάζοντας τυχόν ανησυχίες για την ποιότητα των υπολειπόμενων assets.

Ταυτόχρονα, οι κίνδυνοι καθοδικής πορείας που σχετίζονται με τους ευάλωτους δανειολήπτες αντισταθμίζονται από την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και τη νέα δανειοδοτική δραστηριότητα που συνδέεται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ, ο οποίος συνεχίζει να επεκτείνει τα χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.

Τα εκκρεμή ζητήματα σχετικά με τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο (CHF) και τα προγράμματα step – up στα δάνεια επιλύονται σταδιακά, συχνά με κάποιο επίπεδο haircut, αν και ο συνολικός αντίκτυπος στην ποιότητα του ενεργητικού αναμένεται να είναι ελάχιστος. Επιπλέον, η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα θα στηρίξει περαιτέρω την ποιότητα του ενεργητικού σε ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα.

Κερδοφορία και επιδόσεις στα stress tests

Σύμφωνα με τον οίκο, το ρυθμιστικό κεφάλαιο των τεσσάρων τραπεζών παραμένει ισχυρό, όπως έδειξαν και τα πρόσφατα stress tests. Ο μέσος CET1 ήταν 16% τον Ιούνιο 2025 (σε σύγκριση με 16,1% τον Δεκέμβριο του 2024, και υψηλότερος από 15,7% το 2023 και 13,8% το 2022), κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με συνεχιζόμενη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) που βελτιώνει την ποιότητα κεφαλαίου.

Τα stress tests της EBA έδειξαν αντοχή ακόμα και σε δυσμενή σενάρια. Οι τράπεζες σχεδιάζουν περαιτέρω αύξηση κεφαλαίου έως το 2026, ενώ η ταχύτερη απόσβεση DTCs αναμένεται να ενισχύσει το ποιοτικό CET1.

Τον Ιούνιο του 2025, τα DTCs ανέρχονταν σε περίπου 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιπροσωπεύουν περίπου 46% των συνολικών 25,2 δισεκατομμυρίων ευρώ του CET1 κεφαλαίου, μειωμένα από περίπου 69% τον Δεκέμβριο του 2022. Αν και αυτά τα μέσα αναγνωρίζονται ως CET1 κεφάλαιο από την ΕΚΤ και είναι κοινά στις κεφαλαιακές δομές των ελληνικών τραπεζών, τα θεωρούμε ως χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, αναμένουμε ότι οι δείκτες ενσώματων κοινών μετοχικών κεφαλαίων (TCE) της Moody’s για αυτές τις τράπεζες θα παραμείνουν κάτω από τους αναφερόμενους δείκτες CET1, αντανακλώντας τις προσαρμογές μας για DTCs και RWAs.

Η κερδοφορία παρέμεινε σταθερή παρά την πτώση των περιθωρίων, με στήριξη από τις αυξημένες χορηγήσεις και τον έλεγχο κόστους. Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) μειώθηκαν κατά 2,4% λόγω χαμηλότερων επιτοκίων. Οι προμήθειες συνέχισαν να ενισχύουν τα έσοδα, ενώ οι απομειώσεις δανείων μειώθηκαν περαιτέρω. Ο δείκτης κόστους/εσόδων διαμορφώθηκε στο 36%, χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (55%), και τα καθαρά περιθώρια τόκων παρέμειναν άνω του 1,5%.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, στο μέλλον, αναμένουμε ότι η ποιότητα του κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, μετά την εγκριση της ρυθμιστικής αρχής νωρίτερα εντός του έτους για την επιτάχυνση της αποσβέσεως των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs). Η επιτάχυνση αυτή βασίζεται σε τύπο συνδεδεμένο με τις διανομές μερισμάτων των τραπεζών και αναμένεται να φέρει την απομάκρυνση των DTCs από το CET1 κεφάλαιο περίπου 6-7 χρόνια νωρίτερα. Σήμερα, τα DTCs αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό του CET1 κεφαλαίου, και η ταχύτερη σταδιακή κατάργησή τους θα ενισχύσει τη συνολική ποιότητα των ενσώματων βασικών μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών.

Ταυτόχρονα, τα πρόσφατα ανακοινωθέντα αποτελέσματα των stress tests της EBA για τις ελληνικές τράπεζες ενισχύουν την ανθεκτικότητα του ρυθμιστικού τους κεφαλαίου σε δυσμενείς συνθήκες, υποδεικνύοντας καλύτερη απόδοση σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η άσκηση ακολούθησε μια τυποποιημένη μεθοδολογία και βασίστηκε σε μακροοικονομικά σενάρια που αναπτύχθηκαν από την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Συστημικού Κινδύνου (ESRB). Περιελάμβανε μια στατική προσέγγιση ισολογισμού σε τριετή ορίζοντα (2025-2027), αξιολογώντας τόσο βασικά όσο και δυσμενή σενάρια. Στο δυσμενές σενάριο, το οποίο προϋποθέτει συνολική ύφεση του ΑΕΠ κατά 6,1%, πληθωρισμό (ΔΤΚ) στο 11,6% και απότομες πτωτικές τάσεις στις τιμές ακινήτων (κατοικιών: -22%, εμπορικών: -29%), οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν δείκτες CET1 πολύ πάνω από το ελάχιστο όριο του Basel III του 7% παρά την υπόθεση διανομής μερισμάτων σύμφωνα με τα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Eurobank δεν συμμετείχε στα stress tests του 2025 λόγω της εξαγοράς της τράπεζας Hellenic Bank με έδρα την Κύπρο.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2025, συνδυαστικά τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν ελαφρώς κατά 2,4% σε ετήσια βάση, μετά από αύξηση 6% το 2024 και κατακόρυφο άλμα 51% το 2023. Παρά τις πιέσεις στα περιθώρια κέρδους από τα χαμηλότερα επιτόκια, τα NII παρέμειναν σχετικά ανθεκτικά, υποστηριζόμενα από την ισχυρή πιστωτική επέκταση και την αποτελεσματική χρήση στρατηγικών αντιστάθμισης επιτοκίων που συνέβαλαν στην προστασία των βασικών εσόδων από διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων.

Σύμφωνα με τον οίκο, η Alpha Bank είναι μία από τις λίγες τράπεζες στην ΕΕ με αυξανόμενη τάση NII επί του παρόντος, καθώς έχει έναν σχετικά λιγότερο ευαίσθητο στη μείωση των επιτοκίων ισολογισμό. Εν τω μεταξύ, τα ενοποιημένα βασικά λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών – που περιλαμβάνουν τα NII και τα καθαρά έσοδα από τέλη και προμήθειες – αυξήθηκαν κατά 3,1% στο δωδεκάμηνο έως τα τέλη Ιουνίου 2025, κυρίως λόγω της ισχυρής δημιουργίας αμοιβών και προμηθειών, η οποία συνέχισε να υποστηρίζει τη συνολική κερδοφορία.

Η ισχυρή χρηματοοικονομική επίδοση των ελληνικών τραπεζών το 2024 και στις αρχές του 2025 υποστηρίχθηκε από σημαντικά μέτρα συγκράτησης του κόστους που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα έτη, συμπεριλαμβανομένων του κλεισίματος υποκαταστημάτων και των προγραμμάτων εθελούσιας αποχώρησης προσωπικού, καθώς και από χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες από δάνεια. Ο συνδυασμός βελτιωμένων κερδών και διατηρήσιμης αποδοτικότητας κόστους είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ο μέσος δείκτη κόστους προς έσοδα περίπου στο 36% στα τέλη Ιουνίου 2025 – πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 55%.

Τα καθαρά περιθώρια τόκων (NIM) για τις ελληνικές τράπεζες παρέμειναν πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο περί του 1,5% (για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες) παρά τις πιέσεις από την αυξημένη έκδοση χρέους και τη μέτρια ανατιμολόγηση των δανείων πελατών. Ωστόσο, τα κέρδη προ φόρων των τεσσάρων τραπεζών στα τέλη Ιουνίου 2025 παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2024.

Αναμένουμε ότι τα καθαρά περιθώρια κέρδους (NIM) των ελληνικών τραπεζών θα αντιμετωπίσουν μία μέτρια συμπίεση κατά το υπόλοιπο του 2025, κυρίως λόγω των περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και της μείωσης των επιτοκίων δανεισμού. Παρ’ όλα αυτά, τα βασικά έσοδα είναι πιθανό να συνεχίσουν να λαμβάνουν υποστήριξη από τη συνεχιζόμενη αύξηση των εταιρικών δανείων – λόγω της αυξημένης αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF) – και της αυξανόμενης ζήτησης για δάνεια λιανικής και στεγαστικά δάνεια.

Μετά την επιτυχημένη εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) τα τελευταία χρόνια, οι τέσσερις τράπεζες ανέφεραν μια μέτρια μείωση 1% στις χρεώσεις απομείωσης δανείων στα τέλη Ιουνίου 2025, “χτίζοντας” πάνω στη μείωση κατά 28% σε ετήσια βάση που καταγράφηκε τον Δεκέμβριο του 2024. Αυτές οι τάσεις έχουν υποστηρίξει την κερδοφορία και οι τέσσερις τράπεζες στοχεύουν όλες να διατηρήσουν ισχυρούς δείκτες απόδοσης έως το 2026. Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους κρίνεται ευνοϊκή σε σχέση με τον μέσο όρο περίπου 9,9% που αναφέρθηκε από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες τον Μάρτιο του 2025.

Χρηματοδότηση και ρευστότητα

Σύμφωνα με τον οίκο, η χρηματοδότηση και ρευστότητα ήταν ισχυρές, με μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 209% και αύξηση καταθέσεων κατά 5,1% τον Ιούνιο του 2025 (75% του ενεργητικού). Η εξάρτηση από την ΕΚΤ μειώθηκε σχεδόν πλήρως, ενώ η πρόσβαση στις αγορές βελτιώθηκε, με εκδόσεις ομολόγων σε χαμηλότερο κόστος. Οι συμμετοχές σε ελληνικά κρατικά ομόλογα αποτελούν περίπου το μισό των ρευστών περιουσιακών στοιχείων.

Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρές θέσεις ρευστότητας, με μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) 209% στα τέλη Ιουνίου 2025 – πολύ πάνω από τον μέσο όρο 156% για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι καταθέσεις εγχώριων πελατών αυξήθηκαν κατά περίπου 5,1% σε ετήσια βάση και παραμένουν η κύρια πηγή χρηματοδότησης, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 75% του συνολικού ενεργητικού τους. Η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ – κυρίως μέσω TLTRO – έχει αποπληρωθεί σχεδόν πλήρως κατά τη διάρκεια του 2025, με την Alpha Bank μόνο να διατηρεί ένα μικρό ανεξόφλητο υπόλοιπο από τον Ιούνιο του 2025. Αυτές οι αποπληρωμές έχουν μειώσει το επίπεδο των βεβαρημένων περιουσιακών στοιχείων και έχει ενισχύσει περαιτέρω τα προφίλ ρευστότητας των τραπεζών.

Τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου – κυρίως ομόλογα και έντοκα γραμμάτια – παραμένουν η κύρια πηγή ρευστών περιουσιακών στοιχείων για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ήμισυ των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων. Αυτές οι συμμετοχές ταξινομούνται κυρίως ως διακρατούμενοι έως τη λήξη τίτλοι (Held-to-Maturity) και καταχωρούνται στο αποσβεσμένο κόστος, ενώ οι αποτελεσματικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών τις έχουν προστατεύσει από τις μεταβολές των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια.

Τέλος όπως παρατηρεί η Moody’s, μέχρι τον Ιούνιο του 2025, όλες οι τέσσερις τράπεζες έχουν ήδη ικανοποιήσει τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).

Και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023-25 για να ανταποκριθούν στους στόχους MREL του 2025. Κατά τη διάρκεια του 2024 άντλησαν αθροιστικά περίπου 5 δισ. ευρώ σε ομόλογα ανώτερης κατηγορίας (senior preferred), με μέσο σταθμισμένο κουπόνι 4,3% – μία βελτίωση περίπου 250 μονάδων βάσης σε σύγκριση με το σύνολο του έτους 2023. Η εκδοτική τους δραστηριότητα συνεχίστηκε και στο πρώτο εξάμηνο του 2025, με τις 4 τράπεζες να αντλούν επιπλέον 2,1 δισ. ευρώ έως τον Ιούλιο του 2025, με πιο ευνοϊκό μέσο κουπόνι περίπου 3%, αντανακλώντας τη βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά μετά από διαδοχικές αναβαθμίσεις αξιολόγησης.

Διαβάστε επίσης

UBS για ελληνικές τράπεζες: Προβάδισμα στην Πειραιώς λόγω αποτίμησης – Οι τιμές στόχοι

Τράπεζα Πειραιώς: Εγκρίθηκε η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Επιτροπή Ανταγωνισμού

BofA για Coca-Cola HBC: Διατηρεί «Αγορά», βλέπει ισχυρή ανάπτυξη και 17,5% περιθώριο ανόδου