Ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ, Γιώργος Συριανός, στο συνέδριο «Χρηματοδότηση έργων και υποδομών», παρουσίασε ένα πλέγμα προτάσεων για τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο χρηματοδότησης έργων, καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνεται και το ΕΣΠΑ περιορίζεται. Κεντρική του πρόταση είναι η ίδρυση Εθνικού Ταμείου Έργων Υποδομής, ενώ υποστήριξε και τη δυνατότητα τιτλοποίησης χρεών.

Υπογράμμισε δε ότι δεν μπορεί η χώρα να συνεχίσει να σχεδιάζει αναπτυξιακές παρεμβάσεις υπό καθεστώς αυστηρής δημοσιονομικής πίεσης και ανέδειξε την ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου, θεσμικά κατοχυρωμένου μηχανισμού χρηματοδότησης, που να διασφαλίζει τη συνέχιση των επενδύσεων χωρίς να επιβαρύνει άμεσα τον προϋπολογισμό ή το δημόσιο χρέος.

1

Κεντρική του πρόταση αποτελεί η ίδρυση ενός Εθνικού Ταμείου Έργων Υποδομής, το οποίο θα αντλεί πόρους από διόδια, λιμενικά τέλη, φόρους καυσίμων και ίδιους πόρους, λειτουργώντας συμπληρωματικά με το ήδη θεσμοθετημένο Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Υποδομών.

Παράλληλα, πρότεινε την ενεργότερη εμπλοκή των τραπεζών, επισημαίνοντας ότι ακόμη και με περιορισμένο ρίσκο μπορούν να επιτύχουν αξιόλογες αποδόσεις, άρα έχουν κίνητρο συμμετοχής.

Επιπλέον, κατέθεσε τη θέση ότι η μετάβαση από την πρωτογενή τραπεζική χρηματοδότηση σε ένα πιο σύνθετο μοντέλο δευτερογενούς αγοράς και τιτλοποίησης, όπως προτείνει πλέον ανοιχτά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι αναγκαία και εφικτή.

Υπενθύμισε μάλιστα το επιτυχημένο παράδειγμα του Καναδά με την Canada Infrastructure Bank, τονίζοντας ότι η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να αποκτήσει ένα πραγματικό εργαλείο στρατηγικής ανάπτυξης για τη νέα εποχή.

Ειδικότερα, ο κ. Συριανός σημείωσε ότι σε μια συγκυρία όπου το Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνεται, το ΕΣΠΑ έχει περιοριστεί, και τα όρια πληρωμών είναι αυστηρά, είναι φανερό ότι οι διαθέσιμοι πόροι για έργα είναι περιορισμένοι. Αυτή η συνθήκη –όπως είπε χαρακτηριστικά– είναι ο «κοινός παρονομαστής» όλων των σημερινών συζητήσεων.

Όπως τόνισε, υπάρχει μεν όραμα και προσπάθεια, αλλά λείπει ένα συνεκτικό σχέδιο για την «επόμενη μέρα» που να απαντά στις πραγματικές ανάγκες.

Up-front fees: Χρήματα που πρέπει να πάνε σε έργα

Ειδικότερα, στη Γενική Συνέλευση του ΣΤΕΑ, όπως ανέφερε κ. Συριανός έθεσε το θέμα των up-front fees, ύψους 5 με 5,5 δισ. ευρώ, τα οποία –όπως είπε– «στο πλαίσιο μιας παλιάς, τιμωρητικής λογικής απέναντι στην Ελλάδα» πηγαίνουν σήμερα στη «μαύρη τρύπα» του χρέους.

Αυτά τα χρήματα, σύμφωνα με την πρότασή του ΣΤΕΑΤ, πρέπει να κατευθυνθούν σε επενδύσεις, τόσο για μεγάλα όσο και για μικρά έργα, δίνοντας έτσι και στους μικρούς κατασκευαστές ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία.

Πρόταση για νέο Εθνικό Ταμείο Υποδομών

Ο κ. Συριανός επανέλαβε με έμφαση την πρότασή του για τη σύσταση ενός Εθνικού Ταμείου Έργων Υποδομής, το οποίο θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το ήδη θεσμοθετημένο Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Υποδομών, που ιδρύθηκε από το Υπερταμείο και ανακοινώθηκε επίσημα στις 16 Ιουνίου, διαθέτοντας ήδη συγκροτημένο Διοικητικό Συμβούλιο.

 Το νέο αυτό ταμείο, όπως το οραματίζεται ο πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ, θα έχει ως αποστολή τη χρηματοδότηση τόσο μεγάλων όσο και μικρότερων έργων υποδομής, αξιοποιώντας ένα μεικτό σχήμα πόρων. Συγκεκριμένα, θα αντλεί κεφάλαια από διόδια, λιμενικά τέλη, φόρους καυσίμων, αλλά και από εθνικά κονδύλια και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Παράλληλα, αναμένεται να αξιοποιήσει μέρος των κεφαλαίων του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου (sovereign fund) και να επιδιώξει περαιτέρω μόχλευση μέσω συνεργειών με τον ιδιωτικό τομέα, ενισχύοντας έτσι τη χρηματοδοτική ικανότητα του δημόσιου τομέα για επενδύσεις σε υποδομές.

Ως παράδειγμα επιτυχημένης εφαρμογής ανάλογης πρωτοβουλίας, ο κ. Συριανός παρέπεμψε στο μοντέλο της Canada Infrastructure Bank, ενός θεσμικού μηχανισμού που ήδη λειτουργεί με παρόμοια χαρακτηριστικά, χρηματοδοτώντας έργα στρατηγικής σημασίας, μεταξύ άλλων και στον τομέα της ενέργειας.

Τιτλοποίηση

Ειδική αναφορά έγινε και στη στάση των τραπεζών, με τον κ. Συριανό να επισημαίνει ότι, παρά τις επιφυλάξεις τους απέναντι στο ρίσκο, υπάρχει η δυνατότητα για υψηλή απόδοση ακόμη και με χαμηλό ρίσκο, άρα υπάρχει ουσιαστικό κίνητρο συμμετοχής τους σε έργα.

Για πρώτη φορά, ο κ. Συριανός έθεσε στο τραπέζι την ιδέα αξιοποίησης της τιτλοποίησης υφιστάμενων χρεών που σχετίζονται με προηγούμενες επενδύσεις σε έργα υποδομής, με στόχο τη δημιουργία νέου δημοσιονομικού χώρου για τη χρηματοδότηση μελλοντικών κατασκευαστικών παρεμβάσεων. Όπως σημείωσε, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτιμά το συνολικό απόθεμα πρωτογενούς χρέους που αφορά υποδομές σε περίπου 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που —κατά τον ίδιο— αναδεικνύει την ανάγκη έναρξης μιας σοβαρής συζήτησης για τη δυνατότητα σύστασης μιας δευτερογενούς αγοράς χρέους στον τομέα αυτό.

Ουσιαστικά, πρότεινε τη μεταφορά ενός δοκιμασμένου μοντέλου από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο στον χώρο των υποδομών: τη διαδικασία τιτλοποίησης, κατά την οποία δάνεια «μετατρέπονται» σε εμπορεύσιμα προϊόντα και διατίθενται σε επενδυτές, επιτρέποντας την αποδέσμευση πόρων από τον ισολογισμό του αρχικού χρηματοδότη. Αντίστοιχα, εκτίμησε ότι μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στις υποδομές, δίνοντας τη δυνατότητα στα κράτη ή στους φορείς υλοποίησης να επανακτήσουν ρευστότητα και να κατευθύνουν νέα κεφάλαια σε έργα μείζονος σημασίας, χωρίς να αυξάνεται το άμεσο δημοσιονομικό βάρος. Με αυτόν τον τρόπο, όπως υποστήριξε, οι οικονομίες μπορούν να διατηρήσουν ενεργό τον επενδυτικό τους ρυθμό, ενισχύοντας παράλληλα τη δυναμική του κατασκευαστικού τομέα.

Πρότυπες προτάσεις  

Ο κ. Συριανός τόνισε πως η ταχεία προώθηση έργων στο πλαίσιο των Πρότυπων Προτάσεων μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο εργαλείο για την αναπτυξιακή ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών και την ουσιαστική κάλυψη χρόνιων αναγκών που παραμένουν άλυτες. Όπως επισήμανε, τέτοια έργα —ιδίως όταν σχεδιάζονται με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε περιοχής— μπορούν να υλοποιούνται με μεγαλύτερη ευελιξία, να επιφέρουν άμεσα οφέλη στους πολίτες και να κινητοποιούν τις τοπικές δυνάμεις και φορείς προς μια κατεύθυνση αυτοδύναμης ανάπτυξης. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις που απαιτούν σημαντικούς δημόσιους πόρους και χρονοβόρες διαδικασίες, τα έργα που υλοποιούνται μέσω των Πρότυπων Προτάσεων μπορούν να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην προσδοκώμενη μελλοντική εκμετάλλευση των υποδομών, εξασφαλίζοντας την οικονομική τους βιωσιμότητα χωρίς την ανάγκη άμεσης κρατικής χρηματοδότησης.

Παράλληλα, ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, ώστε να διευκολυνθεί η υποβολή τέτοιων προτάσεων και από Περιφέρειες, Δήμους ή άλλους τοπικούς φορείς, ακόμη και για έργα μικρότερης οικονομικής εμβέλειας. Η αποσύνδεση της δυνατότητας υποβολής από υψηλά χρηματοδοτικά όρια, κατά την άποψή του, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργή συμμετοχή περισσότερων περιοχών στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης έργων με ανταποδοτικό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο ενισχύεται η αποκέντρωση, αλλά προωθείται και μια πιο στοχευμένη, βιώσιμη και συμμετοχική μορφή ανάπτυξης, προσαρμοσμένη στις πραγματικές ανάγκες κάθε περιοχής.

Απάντηση Νίκου Ταχιάου

Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Υποδομών κ. Ταχιάος εξέφρασε επιφυλάξεις απέναντι στην πρόταση, επισημαίνοντας ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας δεν παρέχει επί του παρόντος τη δυνατότητα να υλοποιηθούν διαδικασίες τιτλοποίησης χρεών και να εκδοθούν αντίστοιχα ομόλογα αυτού του χαρακτήρα. Όπως επισήμανε,  οι τρέχουσες δημοσιονομικές συνθήκες και η πιστοληπτική εικόνα της χώρας δεν προσφέρουν το απαιτούμενο περιθώριο για τέτοιου είδους χρηματοδοτικά εγχειρήματα.

Παράλληλα, αναφερόμενος στον θεσμό των Πρότυπων Προτάσεων, τόνισε ότι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο παρουσιάζει ασάφειες και δημιουργεί ερωτήματα ως προς τη συμβατότητά του με το ευρωπαϊκό νομικό περιβάλλον. Μάλιστα, επικαλούμενος παραδείγματα από την Ιταλία, σημείωσε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η εφαρμογή αντίστοιχων μοντέλων συνοδεύτηκε από αβεβαιότητα και έλλειψη αποτελεσματικότητας, ενώ δεν δίστασε να σχολιάσει χαρακτηριστικά πως τέτοια εργαλεία έχουν σχεδιαστεί για εντελώς διαφορετικά αναπτυξιακά και θεσμικά περιβάλλοντα, τα οποία δεν συνάδουν απαραίτητα με τα δεδομένα των ευρωπαϊκών χωρών.

Σε αυτό το πλαίσιο, διευκρίνισε ότι η αξιοποίηση των Πρότυπων Προτάσεων δεν πρόκειται να επεκταθεί στον τομέα των δημόσιων έργων καθαυτόν, αλλά θα παραμείνει περιορισμένη σε έργα που υλοποιούνται μέσω παραχωρήσεων ή Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), όπου ο ρόλος του κράτους διαφοροποιείται και οι μηχανισμοί υλοποίησης είναι περισσότερο ευέλικτοι.

Διαβάστε επίσης: