ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η ελληνική οικονομία παρουσίασε μέτριο ρυθμό ανάπτυξης το 2024, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, με την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις να συμβάλλουν θετικά, σε αντίθεση με την δημόσια κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές.
Την περίοδο 2009-2024 ο πραγματικός μέσος ετήσιος μισθός σημείωσε μείωση της τάξης του 32,8%. Αν και την τελευταία διετία (2023-2024) καταγράφηκε μικρή αύξηση 2,9%, το συνολικό διάστημα 2019-2024 χαρακτηρίζεται από ήπια υποχώρηση 1,1%, με την έρευνα να υποστηρίζει πως η Ελλάδα παραμένει η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη το εισοδηματικό επίπεδο και το κόστος ζωής.
Μεταξύ 2019 και 2023, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 8,3 δισ. ευρώ και η κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το σύνολο των πραγματικών μισθών αυξήθηκε μόλις κατά 130 εκατ. ευρώ. Η μεγαλύτερη αύξηση προήλθε από εισοδήματα πλούτου (+4,5 δισ. ευρώ) και αυτοαπασχόλησης (+2,6 δισ. ευρώ). Στην Ελλάδα, οι μισθοί είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών σε επίπεδο ΕΕ.
Παράλληλα, η κατανάλωση των μισθωτών παρέμεινε στάσιμη, ενώ μειώθηκε για τους αυτοαπασχολούμενους. Αντιθέτως, αυξήθηκε σημαντικά για τα νοικοκυριά με εργοδότη ως κύριο οικονομικά υπεύθυνο μέλος – ξεπερνώντας σχεδόν διπλάσια τη μέση κατανάλωση των μισθωτών.
Αν και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2% το διάστημα 2019-2024, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%. Από τους 11 βασικούς τομείς της οικονομίας, η παραγωγικότητα αυξήθηκε στους οκτώ, ενώ οι μισθοί ενισχύθηκαν μόλις σε δύο. Το αποτέλεσμα είναι μια μετατόπιση του μεριδίου του ΑΕΠ υπέρ των κερδών (50,2%), πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (41%), με τα εισοδήματα από εργασία να συρρικνώνονται.
Η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα δεν συνδέεται κυρίως με το εργατικό κόστος, όπως συμβαίνει στην ΕΕ, αλλά με την άνοδο των επιχειρηματικών κερδών, τα οποία αποτελούν τον βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών. Η εισαγόμενη ακρίβεια ακολουθεί, ενώ το κόστος μισθοδοσίας έρχεται τρίτο. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ως βασική αιτία της αποδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών.
Η κατάσταση των μισθωτών αποτυπώνεται σε δείκτες που δείχνουν επιδείνωση των όρων διαβίωσης. Το 2024, το 8,8% αντιμετώπισε σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις (από 8% το 2023), ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,8%) και δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία.
Επιπλέον, το 29,3% των μισθωτών δήλωσε ότι δεν μπορεί να διαθέσει ούτε ένα μικρό ποσό για προσωπικές ανάγκες, ενώ το 23,5% αδυνατεί να συμμετέχει συστηματικά σε δραστηριότητες αναψυχής. Ο πιο ανησυχητικός δείκτης, όμως, αφορά την υποκειμενική φτώχεια: το 57,1% των μισθωτών στην Ελλάδα δηλώνει ότι ζει σε συνθήκες φτώχειας – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με τη Βουλγαρία να ακολουθεί αλλά σε μεγάλη απόσταση (28,6 μονάδες διαφορά).
Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη της έρευνα της ΓΣΕΕ
Διαβάστε επίσης
Πιερρακάκης: «Υπαρξιακό» το δημογραφικό ζήτημα – Επηρεάζει δομικά την οικονομία
Κριστίν Λαγκάρντ: Ώρα για δράση – Το ευρώ μπορεί να διεκδικήσει παγκόσμιο ρόλο
ΥΠΕΝ: Συνεργασία Ελλάδας-Γαλλίας για τη διαχείριση των δασών – H κοινή δήλωση
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
