• Πολιτική

    «Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας», Ιάσων Μανωλόπουλος

    • NewsRoom

    Ιάσων Μανωλόπουλος


    Πολλές είναι οι αναλύσεις που γράφτηκαν και ακόμα περισσότερες αυτές που θα γραφτούν για την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Το βιβλίο του Ι. Μανωλόπουλου Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας – Τα σαθρά θεμέλια της Ευρωζώνης, η ευθύνη της πολιτικής ελίτ και της επενδυτικής κοινότητας (Jason Manolopoulos Greece’s “odious” debt), διαθέτει το πλεονέκτημα  ότι ο συγγραφέας δεν «χαϊδεύει τα αφτιά» του (Έλληνα) αναγνώστη.

    Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας δεν είναι γραμμένο από κάποιον αντικαπιταλιστή ή πολέμιο της ελεύθερης αγοράς. Κάθε άλλο. Ωστόσο ο συγγραφέας βασίζει την ανάλυσή του στον τριπλό άξονα: Ελληνικές κυβερνήσεις, ευρωπαϊκές ηγεσίες και παράγοντες διεθνών αγορών στους οποίους αποδίδει ευθύνες για τον εκτροχιασμό των δημοσιονομικών αλλά και εν γένει της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του βιβλίου είναι η λεπτομερής καταγραφή όσων προηγήθηκαν. Ο συγγραφέας αναλύει τη φύση και τη δομή της ελληνικής οικονομίας.

    Με χρήση επίσημων στοιχείων και εκθέσεων αλλά χωρίς εύκολους αφορισμούς αποκαλύπτει την ακτινογραφία μιας οικονομίας που δεν αποτιμάται μόνο με βάση το ΑΕΠ και τα ισοζύγια αλλά και με το φακελάκι, τη μίζα, το βόλεμα και ασφαλώς το τέρας της γραφειοκρατίας. Παράλληλα εκτίθεται ένα χρονικό της «αμεριμνησίας» των Ευρωπαίων αξιωματούχων που από την αρχή της δημιουργίας του ευρώ διαβεβαίωναν εαυτούς και αλλήλους ότι «δεν υπάρχει πρόβλημα με την Ελλάδα» προκειμένου να συντηρούν το «μύθο» (όπως τον χαρακτηρίζει ο Μανωλόπουλος) της σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ο ίδιος θυμίζει μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα δεν ήταν ούτε η μόνη ούτε η πρώτη χώρα που παραβίασε τα δημοσιονομικά κριτήρια του Μάαστριχτ.

    Ταυτόχρονα θυμίζει το «θαύμα των 18 μηνών» (Νοέμβριος 1999 – Απρίλιος 2000) τότε που η Ελλάδα πέτυχε τους στόχους που δεν είχε πλησιάσει επί χρόνια!  Ο τρίτος άξονας της ανάλυσης του βιβλίου είναι «η κοντόφθαλμη οπτική των διεθνών οίκων αξιολόγησης, των επενδυτικών συμβούλων και των ίδιων των δανειστών».

    Τέλος, το  βιβλίο κλείνει με την προσθήκη ενός ακόμα κεφαλαίου που περιλαμβάνει τις τελευταίες εξελίξεις από το Μάιο του 2011 και μετά, όπου αντιμετωπίζουμε πλέον μια κρίση σε πλήρη ανάπτυξη και οι πυλώνες στους οποίους στηριζόταν το ενιαίο νόμισμα έχουν γκρεμιστεί.

    Προλογικό Σημείωμα από τον Τάσο Τέλλογλου

    Όταν αντίκρισα τον τίτλο του βιβλίου του Ιάσονα Μανωλόπουλου, το «επαχθές» χρέος, σκέφτηκα πως πρόκειται για μία ακόμη κλασική αριστερή ανάλυση για τα αθώα θύματα της κακής αρχιτεκτονικής του ευρώ. Δεν είχα προσέξει τα εισαγωγικά στο επίθετο «επαχθές», που υπονόμευαν τον τίτλο και την πολιτική αφήγηση για τα «αθώα θύματα. της ελληνικής υπερχρέωσης.

    Από το πρώτο του κιόλας κεφάλαιο ο Μανωλόπουλος μας θυμίζει με μία φράση της Εύα Περόν, ότι «το μέτρημα είναι καπιταλιστική ανοησία», πως το ελληνικό κράτος αγνοούσε το μέτρημα, κάτι άλλωστε που αγνοούν και οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες. Ο Μανωλόπουλος, σε αντίθεση με τις ρομαντικές περιγραφές της αργεντινής χρεοκοπίας, κάνει μια σημαντική ακτινογραφία του περονικού κορπορατίστικου κράτους με τα εκατομμύρια πελάτες και τους ολιγάρχες, οι οποίοι κυριαρχούσαν –όπως και στην Ελλάδα– σε μια κλειστή για τους ανταγωνιστές τους οικονομία. Μια αγορά που ελέγχεται από τους ολιγάρχες διαφέρει από μια πραγματικά αναπτυγμένη αγορά, που έχει τμήματα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων των οποίων η πορεία δεν εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις, είναι εξωστρεφείς και έχουν μεγάλο βαθμό εξειδίκευσης.

    Η Ελλάδα ήταν απλά τυχερή πριν την ένταξη της χώρας στο ευρώ που απέφευγε να αντικρίσει τα προβλήματά της ενώ βυθιζόταν σε ένα καταναλωτικό ντελίριο χάρη στους ευρωπαϊκούς πόρους.

    Το χειμώνα του 1998 ταξίδεψα στην πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή στα «μπλόκα» των αγροτών το 1998 στον κόμβο της ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, έξω από τη Λάρισα. Αφού τσακώθηκα με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ και της ΝΔ, με κάλεσαν να πάω το βράδυ στο σκυλάδικο «βαρελάδικο» live. Είχα μόλις γυρίσει από τη Γερμανία και δεν γνώριζα για τα ελέη του προσκυνήματος σε έναν τέτοιο… ναό του νεοελληνικού πολιτισμού, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του ’90.

    Κάποια στιγμή οι οικοδεσπότες μου με κάλεσαν στην μπάρα. Εμφανίσθηκε μια δίμετρη Ουκρανέζα, ξάπλωσε μπροστά μας και στη συνέχεια ο μπάρμαν άρχισε να μας μοιράζει Nivea στο μπλε πλαστικό μπουκαλάκι. Όλοι εμείς έπρεπε να αλείψουμε με κρέμα τις ατέλειωτες καμπύλες της κοπέλας. Η ιεροτελεστία για τους καταληψίες συνεχιζόταν κάθε βράδυ, στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα καθημερινές και Σαββατοκύριακα. Λεφτά υπήρχαν. Οι επιδοτήσεις ας είναι καλά.

    Αυτά πριν από το ευρώ. Εκείνη την περίοδο, λίγες μέρες μετά την επίσκεψη στο σκυλάδικο της Λάρισας, αποφάσισα να επισκεφθώ τα χωριά από τα οποία προέρχονταν όλοι αυτοί οι αγρότες των «μπλόκων», για να δω πώς ζούσαν και, το κυριότερο, πώς έβγαζαν τα προς το ζην. Βρέθηκα έξω από την Καρδίτσα, στο σπίτι ενός αγροτοσυνδικαλιστή που είχε κρεμασμένες στην κουζίνα του την εικόνα της Παναγίας και φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου. Αν και ΠΑΣΟΚ, μισούσε τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, επειδή «σε αντίθεση με τον Ανδρέα, ήταν άνθρωπος του κεφαλαίου», καθώς είχε περικόψει τιμές και επιδοτήσεις. Το βαμβάκι που καλλιεργούσε ο συγκεκριμένος αγρότης δεν πουλιόταν πουθενά και οι μόνοι που το αγόραζαν, δηλαδή το «συγκέντρωναν» έναντι των επιδοτήσεων, ήταν οι συνεταιριστικές οργανώσεις, που θα το χρησιμοποιούσαν για ζωοτροφή. Ακόμη κι έτσι όμως τα χρήματα που κέρδιζε δεν αρκούσαν για να θρέψει τα πέντε του παιδιά.

    Όταν τον ρώτησα τι σκοπεύει να κάνει γι’ αυτό, μου απάντησε ότι θα έφευγε στη Γερμανία, για να δουλέψει στο ethnic business, δηλαδή στο πλύσιμο των πιάτων στο ελληνικό εστιατόριο ενός συγγενούς του. Ο άνθρωπος γνώριζε ακριβώς πόσο λίγο ανταγωνιστικό ήταν εκείνο που έκανε, αλλά έδινε τον δικό του «αγώνα οπισθοφυλακής». Όσο μπορούσε.

    Το ίδιο έκανε και η υπόλοιπη χώρα, που ξαφνικά με το ευρώ βρέθηκε σε ποτάμια φθηνού χρήματος. Στον αγρότη μου είχαν διαγραφεί δύο φορές τα χρέη και είχε σχεδόν συνηθίσει στην ιδέα ότι μια επόμενη κυβέρνηση θα έκανε το ίδιο. Στο χωριό υπήρχε μία από τις μεγαλύτερες κατά κεφαλήν συγκεντρώσεις τρακτέρ στη Θεσσαλία, ο κάθε αγρότης που σεβόταν τον εαυτό του είχε το δικό του –συνήθως 2 ή και 3, κάτι που κατάλαβα όταν πρόσεξα ότι στα μπλόκα των συγκρούσεων με την αστυνομία έπαιρναν τα παλιά τρακτέρ–, το νερό ήταν σχεδόν δωρεάν, ένα «πρόβλημα» υπήρχε μόνο, εκείνο της διάθεσης του προϊόντος. Οι κοινωνίες αυτών των χωριών ζούσαν σε ένα είδος απόλυτου κοινωνικού, οικονομικού, συνεπώς και πολιτικού, αυτισμού, από τον οποίο η πολιτική έκανε ελάχιστα για να τους βγάλει.

    Ακόμη και σε αυτό το τοπικό επίπεδο η οικονομία ήταν αδιαφοροποίητη και τα προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας πολύ λίγα. Ο τρόπος διανομής των κοινοτικών κονδυλίων, π.χ. της ΚΑΠ ή για την ενίσχυση αγροτουριστικών μονάδων, ήταν τελείως αδιαφανής και σχεδόν πάντα με τη μεσολάβηση λιγότερο ή περισσότερο ισχυρών τοπικών παραγόντων. Οι πολίτες της χώρας γνώριζαν ότι ζούσαν σε ένα ψέμα που επρόκειτο να εξοστρακίσει κάθε σκεπτικισμό, με όπλο αυτό που ο Μανωλόπουλος ονομάζει «υπερβολική αυτοπεποίθηση», που χαρακτήριζε όλες τις οικονομικές αναλύσεις που αφορούσαν τη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «φούσκα του χρηματιστηρίου», που έμελλε να «πνίξει» στο διάβα της κάθε δεύτερη σκέψη για τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.

    Ακόμη και δέκα χρόνια αργότερα, το 2008, όταν η κρίση είχε ήδη ξεκινήσει, πολιτική τάξη και ψηφοφόροι οδηγήθηκαν στην υιοθέτηση της απάτης της «ήπιας προσαρμογής». Μόνο την πρώτη χρονιά της κρίσης το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αντί για περικοπές συμφώνησε στην αύξηση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο –συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων ειδικών μισθολογίων των δικαστικών κ.ά.– κατά 8,9%. Στο πέμπτο κεφάλαιο του «Επαχθούς» χρέους ο Μανωλόπουλος προσδιορίζει ήδη από την αρχή τις αιτίες της «λεηλασίας» της χώρας με 7 αριθμούς: Τον αριθμό των «υπεραιωνόβιων» που παίρνουν σύνταξη, τον αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων, το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, τις καταθέσεις στις τράπεζες ενός μόνο Έλληνα γιατρού, τον αριθμό των δηλωμένων και πραγματικών πισίνων που υπάρχουν στα πλούσια βόρεια προάστια της Αθήνας και τον αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων που απασχολούνται στον οργανισμό της Κωπαΐδας 30 χρόνια μετά την αποξήρανσης της λίμνης. Κανένας από αυτούς τους αριθμούς δεν αφορά τη λεγόμενη «μεγάλη διαφθορά», όχι διότι αυτή δεν υπάρχει – απεναντίας, καταλαμβάνει περίοπτη θέση στην ανάλυση από τον συγγραφέα των μηχανισμών που έριξαν τη χώρα έξω. Οι αριθμοί όμως τους οποίους επιλέγει αφορούν τα πολλά «μικρά πλιάτσικα», την ατιμωρησία που από τους «μεγάλους» και «επώνυμους» μεταφέρθηκε σαν προνόμιο στους «μικρούς» και «ανώνυμους», εντέλει δηλαδή σε όλους. «Μετά από αυτή την κλεπτοκρατία και τη σπατάλη σε βιομηχανική κλίμακα τι απομένει;» αναρωτιέται «Ένα σύγχρονο αεροδρόμιο, ένα σύστημα μετρό, κάποιοι αυτοκινητόδρομοι, αθλητικά στάδια (κάποια αχρησιμοποίητα), ακριβές έρευνες σε υποθέσεις διαφθοράς και απάτης –που ίσως οδηγήσουν, ίσως όμως δεν οδηγήσουν σε καταδίκες– και αρκετά οπλικά συστήματα ώστε να οργανωθεί η εισβολή σε μια χώρα μεσαίου μεγέθους, αλλά τι νόημα έχει η εθνική άμυνα όταν δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε την εθνική μας οικονομία;». Ιούνιος 2010, έναν μήνα μετά το πρώτο μνημόνιο. Σε ένα νότιο προάστιο της Αθήνας γιορτάζουμε το γάμο μιας φίλης. Οι συμπέθεροι είναι Γερμανοί, ο πατέρας του γαμπρού, στέλεχος της Bundesbank. Η σύζυγός του μιλάει με πάθος για τον πρώην καγκελάριο Κολ, ο οποίος όταν δέχτηκε το ερώτημά της γιατί δεν θέτει στην έγκριση της λαϊκής ψήφου την κατάργηση του μάρκου, της είχε απαντήσει: «Διότι θα χάσω». Ο πατέρας του γαμπρού, πιο χαλαρός, μας καλεί να απολαύσουμε τη βραδιά – «έτσι κι αλλιώς στο πρόβλημα της αρχιτεκτονικής του ευρώ μην ψάχνετε λύση, δεν υπάρχει…» λέει σαν να μιλάει στον εαυτό του. Από το 2000, δηλαδή από την παραμονή της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ, ως το 2008 οι αγορές επέτρεψαν στην Ελλάδα να δανεισθεί 180 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς αξιολογούσαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας όπως της Γερμανίας σε έναν παροξυσμό άρνησης της πραγματικότητας.

    «Κάθε κίνηση ή αντίδραση στην αγορά χρήματος είναι συμπεριφορική» γράφει ο Μανωλόπουλος. «Όταν κάθεσαι μπροστά στην οθόνη, σε καταλαμβάνει η απληστία και ο φόβος…». Αυτό το σύνδρομο του κοπαδιού οδήγησε τους επενδυτές μακριά από την Ελλάδα το 2009. Αλλά μέχρι τότε πώς δεν είχαν προσέξει τα ελλείμματα της χώρας;

    Το ευρώ στην πράξη σήμαινε παράβαση των κανόνων που οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι είχαν θεσπίσει σχετικά με τα υπερβολικά ελλείμματα με τη γνωστή δήλωση του καγκελαρίου Σρέντερ μέσω του άρθρου του στους Financial Times ότι η Γερμανία δεν θα επέτρεπε στις Βρυξέλλες να της επιβάλουν τη δημοσιονομική της πολιτική. Δώδεκα χρόνια νωρίτερα ο καγκελάριος Κολ, σύμφωνα με ένα από τα «γεράκια» της γερμανικής κεντρικής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Ότμαρ Ίσινγκ, είχε παραδεχθεί μιλώντας στην Μπούντεσταγκ ότι η οικονομική χωρίς την πολιτική ένωση είναι μια χίμαιρα.

    Αυτή η χίμαιρα αλλά και η δυσλειτουργικότητα των αγορών επέτρεψαν σε μια χώρα, την οποία ο συγγραφέας δεν χαρακτηρίζει δυτική, να τιμολογείται στα ομόλογά της όσο και η Γερμανία. Τα επιτόκια έπεσαν από το 20% το 1993 στο 3-5% το 2001-2009, μέχρι να οδηγηθούν και πάλι τα βαγόνια του ευρωπαϊκού τρένου στην αποσύνδεση. Πώς όμως εξηγείται η ονομαστική χωρίς την πραγματική σύγκλιση; «Υπήρχε η μοιραία υπερβολική αυτοπεποίθηση ότι η σύγκλιση απλά θα συνέβαινε» εξηγεί ο συγγραφέας. Το βασικό πρόβλημα με τις χώρες της ευρωζώνης ήταν ότι η συμμετοχή τους σε αυτήν μείωνε στην πραγματικότητα την πίεση στις κυβερνήσεις ώστε να πάρουν εκείνα τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν την επιτυχία της ΟΝΕ, γράφει ο Μανωλόπουλος και αυτό κατά τη γνώμη του αφορά και την προσπάθεια που δεν έκανε η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της Ευρώπης να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση. Την ώρα που τα γερμανικά δάνεια και οι «μίζες» δημιουργούσαν στη Γερμανία το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα, το 2007, κυρίως χάρη στις χώρες του Νότου, εκείνες παρουσίαζαν αντίστοιχα τα μεγαλύτερα εμπορικά τους ελλείμματα. Στο σημείο αυτό ο Μανωλόπουλος υποστηρίζει αξιόπιστα την κεντρική του θέση ότι η ΟΝΕ σε καμία περίπτωση δεν είναι αναπόστρεπτη, κυρίως εξαιτίας των ελλειμμάτων στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος που δεν στεγάζει μια ενιαία οικονομική πολιτική.

    Δεν γνώριζαν όμως οι επενδυτές αυτές τις ανισορροπίες όταν αποτιμούσαν το ελληνικό και το γερμανικό χρέος με τα ίδια επιτόκια; Αγνοούσαν ότι ανάμεσα στο 1985 και το 2000 η δραχμή είχε χάσει περίπου το 85% της αξίας της έναντι του γερμανικού μάρκου; Όχι, γράφει ο Μανωλόπουλος, το γνώριζαν, αλλά προτιμούσαν να στρουθοκαμηλίζουν. Η αποκάλυψη των πραγματικών ανισορροπιών οδηγεί μεγάλη μερίδα Γερμανών, και όχι μόνο, σε ένα είδος «μετάνοιας του αγοραστή» (σ.σ. του ευρώ), αφού μόλις τώρα γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα της αρχιτεκτονικής του ευρώ, καθώς αρκετά νωρίς ο Μανωλόπουλος έχει υποδείξει ότι ο ιδανικός νομισματικός χώρος θα περιελάμβανε τη Γερμανία, τις χώρες της Μπενελούξ, ίσως και μια δυο ακόμη. Αλλά δεν τις περιλαμβάνει. Αυτό που μένει στη χώρα μας είναι να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που δεν είχε αγγίξει τόσο καιρό, προτείνει, αλλά δεν είναι βέβαιος ότι αυτό θα αρκέσει για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ, πράγμα το οποίο εκείνος θεωρεί απαραίτητο.



    ΣΧΟΛΙΑ