• Πολιτική

    Bloomberg View: Η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο κάθε άλλο παρά καθαρή είναι

    Τοσκας

    Νίκος Τόσκας


    Για μια συμφωνία με δύο πλευρές κάνει λόγο ο αρθρογράφος του Bloomberg View, Leonid Bershidsky, αναλύοντας τις αποφάσεις του Eurogroup για το ελληνικό χρέος και τη μεταμνημονιακή εποπτεία.

    Από μία πλευρά η συμφωνία «κρατά τη χώρα σε ασφυκτική εποπτεία, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την πιθανότητα η τελευταία να καταφύγει σε ράλι δανεισμού από τις χρηματαγορές, σπαταλώντας στη συνέχεια τα χρήματα που θα λάβει, όπως είχε κάνει στο παρελθόν». Από την άλλη, «επιβάλλεται με μεγάλη δυσκολία και φέρνει σε άβολη θέση τους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους». Μάλιστα, όπως επισημαίνει, «φέρνει σε τόσο δύσκολη θέση την επόμενη κυβέρνηση, που καθιστά την αντίδρασή της σχεδόν αναπόφευκτη».

    Όπως αναφέρει, η συμφωνία «πρόκειται για ένα από τα καλύτερα σενάρια, με βάση όσα αναμένονταν», με βάση τη στάση της Γερμανίας. Ωστόσο, «όπως αναφέρει και ο Marcus Ashworth, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι επενδυτές θα κάνουν “ουρά”».

    «Η αναβολή πληρωμής τόκων είναι συνδυασμένη με την απαίτηση για ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060, καθώς και με ένα πρόγραμμα σκληρών οικονομικών και διαρθρωτικών μέτρων, το οποίο θα ελέγχεται από τους δανειστές στο πλαίσιο αξιολογήσεων ανά τρίμηνο. Με άλλα λόγια, η έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα διάσωσης κάθε άλλο παρά καθαρή είναι. Επομένως είναι εύκολο για τους πολιτικούς αντιπάλους του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να ισχυριστούν ότι η Ελλάδα δεν πήρε πολλά από αυτή την συμφωνία και πως στην ουσία δεν πρόκειται περί εξόδου από το πρόγραμμα στήριξης», συνεχίζει ο Bershidsky.

    «Αυτό ταιριάζει με τις εκτιμήσεις μιας ομάδας Ευρωπαίων οικονομολόγων υπό τον Jeromin Zettelmeyer του Peterson Institute of International Economics. Όπως γράφουν:  Στο καλύτερο δυνατό σενάριο, η Ελλάδα θα διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022 ή το 2023, αλλά μία μακρύτερη περίοδος εξαιρετικής δημοσιονομικής λιτότητας, όπως την φαντάζεται το Eurogroup, είναι σχεδόν απίθανη. Έως τα τέλη της δεκαετίας του 2020, θα καταστεί σαφές ότι η δυναμική του ελληνικού χρέους θα είναι και πάλι μη βιώσιμη. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, το κόστος αποκατάστασης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα είναι πολύ υψηλότερο απ’ ότι είναι σήμερα, εξαιτίας των νέων δαπανηρών δανείων από τον ιδιωτικό τομέα που θα έχουν συσσωρευτεί στο ενδιάμεσο. Αυτά τα χρέη θα χρειαστεί είτε να αναδιαρθρωθούν, είτε να αποπληρωθούν από τον ευρωπαϊκό επίσημο τομέα».

    Ο Bershidsky αναφέρεται στη συνέχεια στο εκλογικό τοπίο στην Ελλάδα, όπου η Νέα Δημοκρατία είναι πολύ πιθανό να αναλάβει την εξουσία στις επόμενες εκλογές. Με τον Αλέξη Τσίπρα να φαίνεται πως έχει αποδεχθεί την ήττα του, ο Bershidsky θεωρεί πως οι κινήσεις του όπως αυτή στο Σκοπιανό με τη συμφωνία με την ΠΓΔΜ έχουν ως βασικό στόχο να ενισχύσουν την υστεροφημία του. Ωστόσο, όπως παρατηρεί, μπορεί να προτείνεται από κάποιους για τον Νόμπελ Ειρήνης για αυτή την κίνηση, αλλά αυτό δεν τον βοηθά εγχώρια, καθώς η πλειονότητα των Ελλήνων αντιτίθεται στην εν λόγω συμφωνία.

    «Εάν η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία κερδίσει τις εκλογές του επόμενου έτους και καταφέρει να στερεωθεί στην εξουσία, άμεση οικονομική πρόοδος είναι απαραίτητη εάν θέλει να διατηρήσει κάποιο επίπεδο εμπιστοσύνης της κοινωνίας. Μετά από όλες τις δυσκολίες τις οποίες υπέστη η Ελλάδα, η ανάπτυξη περίπου 2% κατ΄ έτος την οποία προβλέπουν οι αναλυτές για τη χώρα το 2018, 2019 και 2020 είναι εντελώς ανεπαρκής. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ενισχύσει την ανάπτυξη όταν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και δανείζεται από τις αγορές με επιτόκια τα οποία θα κάνουν το ελληνικό χρέος να μοιάζει και πάλι μη βιώσιμο προς το τέλος του επόμενου εκλογικού κύκλου το 2023;», αναρωτιέται ο Bershidsky.

    «Κατά ειρωνεία της τύχης, η Νέα Δημοκρατία, η οποία έχασε την εξουσία το 2015 επειδή ο Τσίπρας υποσχέθηκε τέλος στη λιτότητα και διαγραφή χρέους, βρίσκεται σήμερα στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, επικρίνοντας την ανικανότητα του Τσίπρα να μειώσει την ονομαστική αξία του χρέους και δώσει πραγματική ώθηση στην ανάπτυξη», αναφέρει.

    «Εάν προσπαθήσει να κινηθεί αυξάνοντας το ιδιωτικό χρέος, προκειμένου να δώσει ώθηση στις επενδύσεις, μπορεί να “ραπιστεί” από τους δανειστές ή να δημιουργήσει μια νέα κρίση χρέους για την μεθεπόμενη τετραετή κοινοβουλευτική περίοδο.

    Τα από κάθε άποψη “βαριά” προγράμματα διάσωσης μπορεί να βοήθησαν την Ελλάδα να μην καταρρεύσει και να παραμείνει στην Ευρωζώνη, ωστόσο, όπως ισχυρίζονταν και οι επικριτές τους, κατέστησαν τη δημοκρατία στην Ελλάδα κατά κάποιο τρόπο “περιττή”. Επισήμως εκτός προγράμματος διάσωσης, η Ελλάδα δεν μπορεί στην πραγματικότητα να ασκήσει την δική της πολιτική. Μπορεί να καταδικαστεί σε έναν νέο κύκλο ψήφου διαμαρτυρίας, αδύναμων κυβερνήσεων και, σε περίπτωση που οι κυβερνήσεις αυτές δεν κινηθούν με σωφροσύνη, σε νέες κρίσεις χρέους.

    Το να σπάσει κανείς αυτόν τον φαύλο κύκλο θα ήταν ένας σκοπός ο οποίος θα δικαιολογούσε κάποιου είδους ηθικό κίνδυνο. Απλώς είναι δύσκολο κανείς να πιστέψει ότι οι δανειστές θα εμπιστευτούν ξανά την Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαλαρώσουν τα “λουριά”», καταλήγει ο Bershidsky.

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Capital Economics: Το χρέος απλά μετατέθηκε για το μέλλον

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Goldman Sachs: Σε σωστή κατεύθυνση η συμφωνία, απαιτητικοί οι δημοσιονομικοί στόχοι που τέθηκαν

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ: Peter Spiegel: Χειρότερη από αυτή του 2012 η συμφωνία για το χρέος



    ΣΧΟΛΙΑ