• Τράπεζες

    Οι κινήσεις της Eurobank και η στάση των αγορών: «Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη»

    eurobank

    Eurobank


    Βαριά ονόματα της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας, όπως τα αμερικάνικα investment funds Pimco, Elliott Management Group, Fortress, ο νορβηγικός όμιλος B2 Holding, είναι μεταξύ των ενδιαφερομένων επενδυτών που προσήλθαν στη διαδικασία για την τιτλοποίηση του χαρτοφυλακίου Pillar ύψους 2 δισ. ευρώ που πραγματοποιεί η Eurobank. Το εγχείρημα της τιτλοποίησης αναμένεται να δώσει και τον τόνο στην αγορά, καθώς ανάλογες κινήσεις έχουν προαναγγείλει για το 2019 όλες οι ελληνικές τράπεζες, σε μια προσπάθεια να μειώσουν αποτελεσματικά τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να αναστρέψουν το αρνητικό κλίμα των αγορών, που έχει γυρίσει την πλάτη του στον τραπεζικό κλάδο.

    Η απάντηση της αγοράς φαίνεται ότι είναι «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» και δεν είναι τυχαίο ότι με εξαίρεση τη Eurobank, η μετοχή της οποίας σημείωσε άνοδο 4% από την αρχή του χρόνου, οι μετοχές των τριών υπολοίπων μετοχών έκλεισαν με απώλειες της τάξης του 32% για την Πειραιώς, 21% για την Alpha Bank και 9% για την Εθνική.

    Οι τράπεζες εξακολουθούν να αποτελούν τον αδύναμο κρίκο της αγοράς, καθώς η επιτάχυνση της μείωσης των κόκκινων δανείων αποτελεί βασικό θέμα στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο αν και έχει καταφέρει έως τώρα να είναι συνεπές ως προς την επίτευξη των λειτουργικών του στόχων, δεν βρίσκει επενδυτικό αντίκρισμα.

    Οι στόχοι για τη μείωση των κόκκινων δανείων φαίνονται ήδη ξεπερασμένοι πριν καν στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας με τις εποπτικές αρχές και σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις η κατάσταση μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο μέσα από δραστικές κινήσεις στον τομέα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    Η αγορά, όπως προκύπτει από τις κινήσεις στο ταμπλό, έχει γυρίσει την πλάτη της στην προοπτική μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε βάθος τριετίας, όπως προβλέπουν τα σχέδια των τραπεζών, πολλώ δε μάλλον όταν η μείωση αυτή είναι ανεπαρκής, καθώς διατηρεί το στοκ σε επίπεδο πολλαπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου ακόμη και στο τέλος του 2021.

    Με εξαίρεση τη Eurobank που από την ημέρα ανακοίνωσης του σχεδίου συγχώνευσης με τη Grivalia δείχνει να έχει πείσει το ταμπλό για την ικανότητά της να περιορίσει δραστικά τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο τραπεζικός κλάδος βρέθηκε τον πρώτο μήνα του 2019 στη δίνη των ρευστοποιήσεων. Οι απώλειες για τον τραπεζικό δείκτη τον Ιανουάριο, προσεγγίζουν το 10%, παρά το γεγονός ότι η άνοδος της μετοχής της Eurobank το ίδιο διάστημα, λειτούργησε ως ανάχωμα στη γενικότερη πτώση.

    Το πλήρες σχέδιο στοχεύει στην εξυγίανση του ισολογισμού της Eurobank και στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από το επίπεδο του 39% (στοιχεία γ τριμήνου) στο 15% στο τέλος του 2019 και σε μονοψήφιο ποσοστό  7% στο τέλος αυτής της διαδρομής, δηλαδή το 2021, φέρνοντας την τράπεζα στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο πλάνο δραστικής μείωσης των NPEs σε απόλυτα νούμερα και συγκεκριμένα στα 6 δις ευρώ το 2019 και στα 3 δις ευρώ στο τέλος της τριετίας.

    Κόντρα σε αυτή την κίνηση, οι τρεις άλλες συστημικές τράπεζες φαίνεται ότι βρίσκονται σε αναζήτηση ενός πειστικού αφηγήματος που θα αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα στις αγορές που πιέζουν για πιο εμπροσθοβαρείς κινήσεις στο μέτωπο των κόκκινων δανείων. Ακόμη και αν πίσω από χρηματιστηριακές κινήσεις διακρίνεται η διάθεση και κερδοσκοπικών πιέσεων, η πραγματικότητα είναι ότι τα μεγέθη είναι αδιάσειστα και δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται σε υποπολλαπλάσια τιμή σε σχέση με τη λογιστική τους αξία και η απόδοση κεφαλαίου (return on equity) είναι απογοητευτική σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αποθαρρύνοντας κάθε επενδυτική διάθεση.

    Σύμφωνα με στοιχεία αναλυτών οι αποδόσεις των ελληνικών τραπεζών είναι αρνητικές ή οριακά θετικές (εξαίρεση αποτελεί η Eurobank). Βασική αιτία είναι οι αυξημένες προβλέψεις που υποχρεώνονται να κάνουν οι τράπεζες στην προσπάθειά τους να καλύψουν τον τεράστιο όγκο των κόκκινων δανείων, που με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία προσεγγίζει τα 85 δισ. ευρώ. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις κινούνται σε μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, η προοπτική πρόσθετων προβλέψεων σε εφαρμογή των νέων κανόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κάλυψη του στοκ των παλαιών δανείων, αλλά και των ακινήτων που συσσωρεύουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους, αποτελεί σαφή απειλή για τα κεφάλαια. Την ίδια στιγμή οι νέες τραπεζικές εργασίες είναι περιορισμένες και δεν επιτρέπουν την παραγωγή εσόδων, ενώ τα υψηλά κόστη περιορίζουν τις εκτιμήσεις για μελλοντική κερδοφορία.

    Η ευθύνη για την εικόνα του τραπεζικού κλάδου βαραίνει και την κυβέρνηση, καθώς η αγορά φαίνεται ότι αποτιμά αρνητικά την καθυστέρηση που παρατηρείται στην οριστικοποίηση της πρότασης για τη δημιουργία ενός σχήματος (Asset Protection Scheme) στο οποίο θα μεταφερθεί ένα μέρος από τα κόκκινα δάνεια, ανακουφίζοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών. Την ίδια στιγμή ασαφείς είναι και οι προθέσεις για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας που θα πρέπει επίσης να οριστικοποιηθεί άμεσα και συγκεκριμένα έως τα τέλη Φεβρουαρίου και οι μέχρι σήμερα δηλώσεις δεν δημιουργούν την πεποίθηση ότι η λύση που θα επιλεγεί θα είναι ρεαλιστική με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας και συμβατή με τις οικονομικές συνθήκες.



    ΣΧΟΛΙΑ