• Κοινωνία

    Κώστας Βουτσάς: Ο αιώνιος έφηβος της σκηνής, ο αέναος εραστής της ζωής «έσβησε»

    • Βίκυ Βενιού

    Κώστας Βουτσάς


    Το πιο ζωντανό κομμάτι του ελληνικού κινηματογράφου έφυγε σήμερα από τη ζωή και ο κόσμος έγινε λίγο πιο φτωχός σε χαμόγελο και ζωηράδα

    Ο Κώστας Βουτσάς «έσβησε» τα ξημερώματα της Τετάρτης, αφήνοντας τον κόσμο λίγο πιο φτωχό, τώρα που δεν θα έχει πλέον τη χαρά να απολαμβάνει και να εμπνέεται από την ζωντάνια και τη χαρά ενός ανθρώπου που πρόσφερε το χαμόγελο σε γενιές και γενιές ανθρώπων και θα συνεχίσει να το κάνει μέσα από την αέναη παρουσία του στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της αθωότητας και της αυθεντικότητας.

    Ο ηθοποιός έδινε μάχη τις τελευταίες ημέρες με τα παιχνίδια που του έκανε η καρδιά του, καθώς, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο, εισήχθη στο νοσοκομείο όπου και νοσηλευόταν στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας με λοίμωξη του αναπνευστικού. Εν τέλει, ο αιώνιος έφηβος με την αστείρευτη όρεξη για ζωή αποφάσισε να «φύγει» σε ηλικία 88 ετών, τη στιγμή που όλα έδειχναν πως θα ξεπερνούσε και αυτή την περιπέτεια.

    Η απώλεια του μεγάλου ηθοποιού σκόρπισε θλίψη και συγκίνηση στους συναδέλφους του, που υποκλίνονταν μπροστά του, αλλά και στον απλό κόσμο, που τον αγαπούσε για όσα πολύτιμα του χάρισε. Παράλληλα, ο ηθοποιός ήταν ένας από τους τελευταίους ζωντανούς θρύλους της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά και η απουσία του σηματοδοτεί, κατά κάποιον τρόπο, το τέλος της εποχής μίας εποχής αλλιώτικης, αθώας και αγαπημένης.

    Ο Κώστας Βουτσάς ανήκει στη γενιά εκείνη των ηθοποιών που έγραψαν ιστορία και έδωσαν πνοή στον πρώτο ελληνικό κινηματογράφο.

    Εκείνος και πολλοί ακόμη σπουδαίοι συνάδελφοί του κατάφεραν κάτι σχεδόν ακατόρθωτο: Μέσα σε έναν κόσμο που «πνίγεται» από εικόνες ταχύτητα εναλλασσόμενες και εμπλουτιζόμενες, να δημιουργήσουν κάτι σταθερά αγαπημένο, να συνθέσουν ταινίες που θα παρακολουθούνται για πάντα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη και για εκείνους που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν το μεγαλείο του ίδιου και της παρέας του.

    Κώστας Βουτσάς

    Ο αιώνιος έφηβος, ο εραστής της ζωής και της σκηνής κατάφερε να σημαδέψει με την παρουσία του τον ελληνικό κινηματογράφο, μέσα από μία πορεία που άγγιξε τα 70 έτη, ενώ αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο αγαπημένους κωμικούς ηθοποιούς όλων των εποχών. Οι ρόλοι που έπαιξε, αλλά και οι ατάκες του έχουν γράψει ιστορία, αποτελώντας μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του κινηματογράφου.

    Γοητευτικός, πληθωρικός, με στόφα μεγάλου ηθοποιού, σπουδαίος κωμικός, που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στο ρόλο του αγαθού Κωνσταντινουπολίτη με «Το Ανθρωπάκι» (1969), ενώ το αυθόρμητο επιφώνημα του «Φσστ Μπόινγκ», στο μιούζικαλ «Κάτι να καίει» (1964), έγραψε ιστορία στον εγχώριο κινηματογράφο. Αγαπημένες είναι πολλές ατάκες του ηθοποιού σε κινηματογραφικές ταινίες. Ποιος μπορεί τα ξεχάσει τα αμίμητα «Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» ή το «Κάτινααα σαλαμάκι…».

     

    Η αρχή ενός ξεχωριστού ανθρώπου

    Ο Κώστας Βουτσάς, ή Σαββόπουλος, όπως ήταν το οικογενειακό του επίθετο, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1931. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες, με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, τόπος που σήμερα ανήκει στα εδάφη της Τουρκίας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, σκληρά, εντελώς αντίθετα από το χαμόγελο που ο ίδιος είχε πάντοτε στο πρόσωπό του, εντελώς αντίθετα από την αθωότητα που χάρισε σε εμάς μέσα από την καλλιτεχνική του, και όχι μόνο, παρουσία.

    Διωγμένη από τον τόπο καταγωγής της, η οικογένεια του Κώστα Βουτσά ήρθε στην Αθήνα. Εκεί, ούτε κανονικό σπίτι δεν είχε ο ηθοποιός, αφού ο ίδιος, μαζί με την οικογένεια και τα αδέρφια του έμενε σε ένα άδειο μαγαζί, στην περιοχή του Βύρωνα, όπου είχαν καλύψει με χαρτιά τη βιτρίνα, ώστε να μην τους βλέπουν.

    Ο πατέρας δούλευε σκληρά ως οδοποιός, ενώ η μητέρα του κρατούσε το σπίτι. Λίγα χρόνια αργότερα, οι δυσκολίες τους ανάγκασαν να μετακομίσουν στην Θεσσαλονίκη, όπου όλα τα παιδιά της οικογένειας βγήκαν στο δρόμο για δουλειά, με στόχο να βοηθήσουν τα οικονομικά του σπιτιού. Ο ίδιος ο Κώστας Βουτσάς αναγκάστηκε να μπει από πολύ νωρίς στο στίβο της επιβίωσης, επινοώντας διάφορες δουλειές του ποδαριού, για να βγάζει χρήματα και να βοηθά την οικογένειά του. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.

    Νωρίτερα, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ο 10χρονος τότε Κώστας γυρνούσε με τις ώρες στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, κρατώντας στα χέρια του ένα κασελάκι με τσιγάρα, τα οποία πουλούσε στους περαστικούς. Ήδη από εκείνη την τρυφερή ηλικία, ο Κώστας Βουτσάς έδειχνε ότι χαρακτηρίζεται από μία ευστροφία, που θα τον πήγαινε μπροστά. Τα χρήματα που έβγαζε πουλώντας τσιγάρα ήταν λίγα και οι ανάγκες πολλές, γι’ αυτό και ο πανέξυπνος πιτσιρικάς σκέφτηκε έναν τρόπο να αυξήσει τα έσοδά του. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Έδινε 100 ελληνικά, έναντι πολύ λιγότερων αγγλικών, καθώς τα εγχώρια ήταν κακής ποιότητας και φθηνά, ενώ πουλώντας τα ξένα έβγαζε πολύ περισσότερα.

    Κώστας Βουτσάς

    Μετά το πέρας του πολέμου, ο Κώστας Βουτσάς ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως, για παράδειγμα, ο στίβος, η κωπηλασία, το βόλεϊ και το μπάσκετ. Το «μικρόβιο» της υποκριτικής το απέκτησε από πολύ νωρίς, καθώς η πρώτη του εμπειρία στο σανίδι του θεάτρου ήταν κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων. Πιο συγκεκριμένα, ο τότε προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στην Μηχανιώνα, όπου έλαβε μέρος στην παράσταση της κατασκήνωσης.

    Ο τρόπος που πήρε αυτόν τον «ρόλο» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Κώστας Βουτσάς παρακολουθούσε ως θεατής την παράσταση, όταν έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδυόταν τον μεθυσμένο. Τότε, ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε, αν μπορεί, να το κάνει καλύτερα. Ο Κώστας Βουτσάς αποδέχθηκε την πρόκληση και, τελικά, πήρε τον ρόλο.

    Η πορεία προς τη δόξα

    Αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, ενώ συμμετείχε και σε επιθεωρήσεις στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. Για δύο χρόνια περιπλανήθηκε με τα μπουλούκια σε χωριά και κωμοπόλεις της Μακεδονίας. Στη συνέχεια, η Καλή Καλό, όπως ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της θεατρίνας Καλλιόπης Δαμβέργη τον κατέβασε Αθήνα, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος. Εκεί, έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Η αρμόδια επιτροπή, μάλιστα, απέρριψε τον Κώστα Βουτσά δύο φορές, λέγοντάς του πως «δεν κάνει» για ηθοποιός, πριν τελικά εκείνος καταφέρει να τους πείσει, με την τρίτη προσπάθεια, ότι αξίζει την πιστοποίηση αυτή.

    Λίγο πριν μπει επισήμως στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, ένας παραγωγός τού εξήγησε ότι έπρεπε να αλλάξει το επίθετό του. Του πρότεινε, τότε, το Βέσελης. Εκείνος δεν φάνηκε να ικανοποιείται και επέλεξε αντ’ αυτού το παρατσούκλι του παππού του, που τον φώναζαν Βουτσά, επειδή ήταν βαρελοποιός. Με αυτό το επώνυμο έμελλε να γράψει λαμπρή ιστορία.

    Τούς πρώτους του ρόλους τούς έπαιξε στη Θεσσαλονίκη, σε τοπικές σκηνές της πόλης. Στην Αθήνα ήρθε σε ηλικία 21 ετών. Συμμετείχε αρχικά σε κάποιες παραστάσεις του θεάτρου «Ακροπόλ». Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή του ο κινηματογράφος.

    Κώστας Βουτσάς

    Η πρώτη ταινία που συμμετείχε, ως κομπάρσος, ήταν στην κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» του Γιώργου Λαζαρίδη (1953). Ακολούθησε η συμμετοχή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, «Η κυρά μας η μαμή» (1958), με την οποία μπήκε πρώτη φορά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, «Για την αγάπη της βοσκοπούλας» του Φρίξου Ηλιάδη (1959), η «Αλίκη στο Ναυτικό»(1960, Αλέκος Σακελλάριος), «Κατήφορος» (1961, Γιάννης Δαλιανίδης), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1962, Αλέκος Σακελλάριος ) κ.ά.

    Η συμμετοχή του στον «Κατήφορο» του Γιάννη Δαλιανίδη το 1961 ήταν εκείνη που έμελλε να αλλάξει μια για πάντα τη ζωή του, χαρίζοντάς του ευρεία αναγνωρισιμότητα. Ο σκηνοθέτης, άλλωστε, ήταν εξαρχής ένθερμος υποστηρικτής του ηθοποιού, βοηθώντας τον να αναδειχθεί, ενώ αργότερα οι δυο τους έχτισαν μία στενή, μακροχρόνια φιλία.

    Και αυτή ήταν μόνο η αρχή, καθώς γρήγορα ο Κώστας Βουτσάς αναδείχθηκε στον απόλυτο σταρ της εποχής του, πρωταγωνιστώντας σε ταινίες που έκοβαν 650 χιλιάδες εισιτήρια τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.

    Κι ήταν το 1984, όταν ο νέος ελληνικός κινηματογράφος βρήκε στο πρόσωπο του Κώστα Βουτσά τον ιδανικό ερμηνευτή, που θα ενσάρκωνε τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός καθημερινού ανθρώπου στο «Ο έρωτας του Οδυσσέα», του Βασίλη Βαφέα.

    Κώστας Βουτσάς

    Συνολικά, ο Κώστας Βουτσάς «έντυσε» με το ταλέντο του 70 ταινίες, ενώ παράλληλα σημαντική ήταν η παρουσία του και στην μικρή οθόνη. Εκεί, πρωτοεμφανίστηκε στο σίριαλ «Βαριετέ» της τότε ΥΕΝΕΔ.Ε το 1973, για να ακολουθήσουν πολλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», «Για μια θέση στον ήλιο», «Γιούγκερμαν», «Δέκα Μικροί Μήτσοι», «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Η πολυκατοικία» κ.ά.

    Ο Κώστας Βουτσάς υπηρέτησε με επιτυχία και στο θεατρικό σανίδι, παίζοντας ρόλους σε παραστάσεις διαφορετικών ειδών, από πρόζα μέχρι επιθεώρηση και μιούζικαλ. Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός θεατρικός ρόλος ήταν το 1969 στο έργο του Τσιφόρου «Αγάπη μου παλιόγρια», το οποίο γυρίστηκε αργότερα και σε ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες θεατρικές του επιτυχίες συγκαταλέγονται η «Πούπσι», που ανέβασε το 1986 στο θέατρο «Γκλόρια», «Ο Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου, «Οι Απάνω και οι Κάτω» των Τσιφόρου – Βασιλειάδη, «Η γλυκιά Ούτσι» κ.α. Η τελευταία φορά που πάτησε το θεατρικό σανίδι ήταν στην παράσταση «Η Σταχτοπούτα» που φιλοξενεί τον φετινό χειμώνα το θέατρο «Μπρόντγουαιη».

    Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Κώστας Βουτσάς συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Ζωή Λάσκαρη μέχρι τον Νίκο Κούρκουλο και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Η συνεργασία, ωστόσο, που χαράχτηκε πιο έντονα στο μυαλό και τις καρδιές του κόσμου ήταν αυτή του ηθοποιού με την Μάρθα Καραγιάννη με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε έναν μεγάλο αριθμό ταινιών, ενώ για τους θεατές οι δυο τους αποτελούσαν πάντοτε ένα ιδανικό ζευγάρι.

    Λάτρης του γυναικείου φύλου, καρδιοκατακτητής, ο Κώστας Βουτσάς έζησε μεγάλες στιγμές και στην προσωπική του ζωή

    Όσο δραστήριος ήταν στην επαγγελματική του πορεία ο αγαπημένος ηθοποιός, άλλο τόσο ήταν και στην προσωπική του ζωή. Λάτρης του γυναικείου φύλου, δε χόρταινε ποτέ να εμπλέκεται σε ερωτικές περιπέτειες, κάτι το οποίο παραδεχόταν και ο ίδιος ως «αδυναμία» του. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να στεριώσει σε έναν γάμο, καθώς το ανήσυχο πνεύμα του τον καλούσε πάντοτε να προχωρά παρακάτω.

    Είχε αμέτρητες σχέσεις, ενώ έκανε τέσσερις γάμους.

    Από τις πρώτες σχέσεις του που έγιναν γνωστές ήταν αυτή με την ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού. Ήταν, ωστόσο, μία σχέση που ναυάγησε γρήγορα, όταν ο Κώστας Βουτσάς γνώρισε την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, το καλοκαίρι του 1959, στο Θέατρο Ακροπόλ, την οποία και ερωτεύτηκε παράφορα. Η ίδια, μάλιστα, είχε εξομολογηθεί, χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία της πως αρχικά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά θέλησε απλώς να εκδικηθεί την Στέλλα Στρατηγού, επειδή υποψιαζόταν πως φλέρταρε με τον πρώην σύντροφό της.

    Κώστας Βουτσάς, Σπεράντζα Βρανά

    Η σχέση τους ξεκίνησε ως παράνομη, αλλά σύντομα ο Βουτσάς εγκατέλειψε την Στρατηγού και ζήτησε από την Βρανά να τον παντρευτεί. Εκείνη δεν είχε πεισθεί πως την ήθελε πραγματικά και πως δεν την εκμεταλλευόταν για επαγγελματικούς λόγους. Ο έρωτας τους υπήρξε εκρηκτικός, ενώ οι έντονοι καυγάδες ήταν καθημερινότητα. Παρ’ όλα αυτά, οι δυο τους αρραβωνιάστηκαν την άνοιξη του ’61. Ούτε η επισημοποίηση όμως έφερε την ηρεμία, αφού οι σκηνές ζηλοτυπίες συνεχίζονταν ακάθεκτες και από τις δύο πλευρές. Η σχέση τους πέρασε από 400 κύματα, καθώς χώριζαν συνεχώς και μετά τα ξανάβρισκαν. Ένα βράδυ, μάλιστα, μετά από έναν ακόμη μεγάλο καυγά, εκείνος πήγε μεθυσμένος έξω από το σπίτι της και την παρακαλούσε να τον δεχθεί πίσω. Οι ίδιες σκηνές επαναλαμβάνονταν επί 4,5 ολόκληρα χρόνια. Κάποτε, οι δυο τους αποφάσισαν να παντρευτούν. Ωστόσο, την τελευταία στιγμή, η Σπεράντζα τα διάλυσε όλα καθώς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει το θέατρο, όπως απαιτούσε ο αγαπημένος της.

    Η Έρρικα Μπρόγιερ και ο Κώστας Βουτσάς με την κόρη τους, Σάντρα
    Η Έρρικα Μπρόγιερ και ο Κώστας Βουτσάς με την κόρη τους, Σάντρα

    Ο πρώτος του γάμος ήταν με την εντυπωσιακή, επίσης ηθοποιό και χορεύτρια, Έρρικα Μπρόγιερ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Σάντρα. Μάλιστα, η Μπρόγιερ έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό πριν, στις αρχές του Ιανουαρίου, έχοντας προηγουμένως ομολογήσει σε συνέντευξή της ότι ο Κώστας Βουτσάς ήταν ο έρωτας της ζωής της. Ο δεύτερος γάμος του ηθοποιού ήταν με την Θεανώ Παπασπύρου, με την οποία απέκτησε δύο ακόμη κόρες, την ηθοποιό Θεοδώρα και την Νικολέτα. Αργότερα, παντρεύτηκε την Εύη Καραγιάννη και υιοθέτησε τον γιο της, ηθοποιό Άνθιμο Ανανιάδη. Μόλις το 2016, ο Κώστας Βουτσάς έκανε τον τέταρτο γάμο του, με την κατά πολύ νεότερή του ηθοποιό, Αλίκη Κατσαβού, με την οποία απέκτησε τον Φοίβο, που είναι σήμερα 4 ετών. Τραγικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι αύριο, η Αλίκη και ο Κώστας θα γιόρταζαν την επέτειο των 4 χρόνων του έγγαμου βίου τους.

    Ο Κώστας Βουτσάς με την κόρη του, Θεοδώρα

    Παρά τα μεγάλα πάθη και τους έντονους χωρισμούς του, ο Κώστας Βουτσάς κράτησε πάντοτε άριστες σχέσεις με τις πρώην συντρόφους του. Ερωτηθείς, κάποτε, για το πώς κατάφερε να πετύχει κάτι τέτοιο, ο ίδιος είχε πει: «Εγώ με τις γυναίκες ήμουν ο σκλάβος τους. Σκεφτόμουνα πάντα τι να κάνω για να την ευχαριστήσω χωρίς να το ξέρει. Και λέω πως με όλες μου τις γυναίκες είμαι πάρα πολύ αγαπημένος. Και όλες με αγαπάνε, όχι γιατί τις έκανα δώρα, αλλά γιατί τις πρόσεχα και τις θεωρούσα ιερό σημείο στην ζωή μου».

    Ο άνθρωπος με την αστείρευτη όρεξη για ζωή παρέμεινε ενεργός τόσο στα επαγγελματικά του, όσο και στα προσωπικά του μέχρι τέλους. Τον τελευταίο καιρό, μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογενειακή ευτυχία που απολάμβανε στο σπίτι του με τον μικρό Φοίβο, αλλά και στο θεατρικό σανίδι, αφού συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις, με πιο πρόσφατες την «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση έως την τελευταία, την παιδική «Σταχτοπούτα» του Σαρλ Περώ, στο θέατρο Broadway.

    Ο Κώστας Βουτσάς με την τελευταία του σύζυγο, Αλίκη Κατσαβού και τον γιο τους, Φοίβο

    Ο Κώστας Βουτσάς, άθελά του, μέσα από τη ζωή του και τον τρόπο που επέλεξε να τη ζήσει, έδωσε ένα σπουδαίο μάθημα σε όλους μας: Πρέπει κανείς να ζει τη ζωή κάθε στιγμή, να ονειρεύεται, να πραγματοποιεί, να χαμογελά και να δρα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το «τι θα πει ο κόσμος». Ο Κώστας έφυγε γεμάτος και ευτυχής, γιατί έκανε όλα όσα επιθύμησε και όλοι εμείς τον αγαπάμε ακριβώς γι’ αυτό, για όσα ήταν και όσα μας χάρισε μέσα από την πληθωρική προσωπικότητα και την γενναιόδωρη καρδιά του.

    Κώστας Βουτσάς



    ΣΧΟΛΙΑ