• Κοινωνία

    Έφυγε από τη ζωή ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος – Η θητεία του στον θρόνο και η αποτίμηση της Ιστορίας


    Σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες μέρες απεβίωσε το βράδυ της Τρίτης ο τέως βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος σε ηλικία 83 ετών. Η υγεία του ήταν επιβεβαρυμμένη τα τελευταία χρόνια ενώ ένα οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο είχε επιβάλλει την νοσηλεία του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

    Οι γιατροί είχαν ενημερώσει για την κρίσιμη κατάστασή του και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του έφθασαν στην Αθήνα προκειμένου να βρίσκονται κοντά του. Η ζωή του από νεαρή ηλικία είχε συνδεθεί με δραματικά γεγονότα της χώρας, διαδεχόμενος τον πατέρα του Παύλο Α΄ σε ηλικία μόλις 24 ετών και η θητεία του στο θρόνο ήταν τελικώς βραχύβια.

    Δέκα χρόνια αργότερα, μεσολαβούσης της δικτατορίας ο Κωνσταντίνος Β΄ θα περνούσε στην ιστορία ως «τέως».

    H γέννηση

    Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα του 1940, όταν η μικρή Αθήνα αντιβοούσε επί ώρα από κανονιοβολισμούς  -101 τον αριθμό- που έπεφταν από τον Λυκαβηττό, σημάδι ότι η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε γεννήσει  αγόρι. Τα νέφη του πολέμου στην Ευρώπη είχαν ήδη εξαπλωθεί, λίγους μήνες αργότερα η Ιταλία θα επιτίθετο στην Ελλάδα αλλά εκείνη την ημέρα, 2 Ιουνίου έγραφε το ημερολόγιο, στο βασιλικό ανάκτορο του Ψυχικού, που είχε παραχωρηθεί από τον Γεώργιο Β΄ προς χρήση στο πριγκιπικό ζεύγος Παύλου και Φρειδερίκης, είχε έρθει στον κόσμο ο μετέπειτα διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος.

    Εκεί άλλωστε είχε γεννηθεί και η αδελφή του Σοφία το 1938 ενώ η Ειρήνη θα γεννιόταν το 1942 στο Κέιπ Τάουν, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια λόγω του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος βαπτίσθηκε με αναδόχους τις Ένοπλες Δυνάμεις ενώ βασιλιάς της Ελλάδος θα γινόταν νεότατος, σε ηλικία μόλις 24 χρονών, αλλά η θητεία του θα κρατούσε μόνον τρία χρόνια, ως τον Δεκέμβριο του 1967, όταν το αποτυχημένο αντικίνημά του κατά της επιβληθείσας στη χώρα δικτατορίας θα τον ανάγκαζε σε εξορία. Αλλά και οι εξελίξεις δεν ήταν καλές για εκείνον, αφού  με το δημοψήφισμα  της χούντας, το 1973 η μοναρχία είχε κηρυχθεί έκπτωτη ενώ οριστικώς θα εξέπιπτε του αξιώματος, το 1974 με το δημοψήφισμα της Μεταπολίτευσης πλέον, όταν ο λαός επέλεξε ως πολίτευμα της χώρας με ποσοστό 69,2%  την Αβασίλευτη Δημοκρατία.

    Ήδη όμως, η τρίχρονη παρουσία του στο θρόνο, σε μια εποχή εξαιρετικά κρίσιμη για την Ελλάδα και έχοντας ως ισχυρό σύμβουλο δίπλα του τη μητέρα του Φρειδερίκη, τη γνώμη της οποίας υπολόγιζε και ο πατέρας του Παύλος είχε δημιουργήσει άσχημες καταστάσεις, που άνοιξαν  το δρόμο στους συνταγματάρχες και στην επταετή δικτατορία που ακολούθησε. Ο Κωνσταντίνος Β΄ δεν είχε αρκεσθεί στο ρόλο του, που ήταν να βασιλεύει, παρά ήθελε και να κυβερνά, κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Η συνέπειες όμως, αυτής της ολέθριας στάσης εν μέσω των γενικότερων πολιτικών εξελίξεων  καταγράφηκαν στις μελανές σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

    Ο μέτριος μαθητής

    Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Κωνσταντίνος τα έζησε μεταξύ Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, όπου είχε καταφύγει όλη η βασιλική οικογένεια, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, και Νότιας Αφρικής,διαμένοντας σε οικία, που τους είχε παραχωρήσει ο πρωθυπουργός Γιαν Κρίστιαν Σματς στο Κέιπ Τάουν. Όλοι  μαζί επέστρεψαν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύστερα από το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε το 1946 για την παλινόρθωση της μοναρχίας. Ο Γεώργιος Β΄ όμως πέθανε τον επόμενο χρόνο, οπότε τον διαδέχθηκε ο Παύλος Α΄.

    Και τυπικά διάδοχος πλέον Ο Κωνσταντίνος, μαθήτευσε στη Σχολή Αναβρύτων, όντας μέτριος μαθητής όπως αναφέρεται, αν και καλός αθλητής, ενώ συμμετείχε και σε σχολικές, θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων. «Μου άρεσε το σχολείο, αλλά όχι τα μαθήματα», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του. «Όταν έγινα 15 άλλαξε εντελώς η ζωή μου. Τα άλλα παιδιά είχαν ελεύθερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, ενώ εγώ έκανα στρατιωτική εκπαίδευση». Πράγματι παράλληλα ακολουθούσε στρατιωτική εκπαίδευση με μαθήματα στις σχολές του Στρατού ξηράς, Ναυτικού και Αεροπορίας ενώ από το 1955 του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης. Ως αξιωματικός των τριών όπλων ορκίσθηκε το 1958. Και δύο χρόνια αργότερα στους Ολυμπιακούς της Ρώμης θα κατακτούσε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον της ιστιοπλοΐας, έχοντας ως αναπληρωματικό μέλος του πληρώματός του την αδελφή του Σοφία. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου άρχισε σπουδές στη Νομική Αθηνών.

    Ο Κωνσταντίνος θα γινόταν βασιλιάς στις 6 Μαρτίου του 1964 με τον θάνατο εκείνη την ημέρα, του Παύλου, ενώ για ένα μικρό, προηγούμενο  διάστημα είχε ορισθεί ως αντιβασιλέας, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του.

    Ο συμπαθητικός νεαρός

    Η εικόνα που είχε ως εκείνη την εποχή ο λαός για τον Κωνσταντίνο ήταν μάλλον συμπαθητική, καθώς ο νεαρός και χαμογελαστός διάδοχος με το αθλητικό στιλ, το ωραίο παρουσιαστικό και την απόσταση από τη πολιτική έμοιαζε να ξεχωρίζει, κυρίως από την μητέρα του Φρειδερίκη, η οποία επικρινόταν για την επιρροή της στον Παύλο, την ανεπίτρεπτη ανάμειξή της στα πολιτικά πράγματα, τις αντισυνταγματικές πεποιθήσεις της και τα υπέρογκα έξοδα εις βάρος του δημοσίου. Καθένας από την άλλη, μπορούσε να διακρίνει, ότι η απειρία του νέου βασιλιά θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε προβλήματα, αν και κανείς δεν περίμενε να είναι τόσο σοβαρά.

    Το 1964 όμως, ήταν μια σημαντική χρονιά γι΄αυτόν, για έναν ακόμη λόγο, καθώς γρήγορα, στις 18 Σεπτεμβρίου έγιναν και οι γάμοι του με την 18άχρονη πριγκίπισσα  Άννα-Μαρία, την μικρότερη κόρη του βασιλιά της Δανίας, Φρειδερίκου Θ΄. Ένα κορίτσι που είχε πρωτογνωρίσει μερικά χρόνια πριν, το 1959 στην Κοπεγχάγη. Ο γάμος είχε γίνει στη Μητρόπολη Αθηνών, η πρωτεύουσα είχε κατακλυσθεί από πλήθη κόσμου, πολλοί ήταν οι ξένοι εστεμμένοι που είχαν καταφθάσει για το γεγονός ενώ η πομπή των νεονύμφων στην βασιλική  άμαξα με τα άλογα στους κεντρικούς δρόμους, που ήταν στολισμένοι με σημαίες ξεσήκωνε ενθουσιασμό (σήμερα βρίσκεται στο Τατόι). Το μυστήριο είχε τελέσει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Β΄, από τον Λυκαβηττό έπεσαν και πάλι 101 κανονιοβολισμοί αλλά η χαρά δεν θα κρατούσε για πολύ.

    Η πολιτική θύελλα

    Η άνοδος του Κωνσταντίνου Β΄ στον θρόνο συνέπεσε με μια πολιτική θύελλα, που δημιουργήθηκε από την άρνηση του κατεστημένου να αποδεχθεί τον εκλογικό θρίαμβο του Γεωργίου Παπανδρέου και από την μεγάλη αντιπαλότητα, που είχε ο ίδιος με τον αρχηγό της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος εκπροσωπούσε τον αυτοεξόριστο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η έναρξη της σύγκρουσης έγινε το 1965 από την αντίδραση του παλατιού στην απόφαση του Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Ιωάννη Γεννηματά, ο οποίος θεωρείτο άνθρωπος του βασιλιά με παρασκηνιακή συμμετοχή στις εκλογές βίας και νοθείας του 1961. Η επιλογή του στη θέση είχε γίνει κατόπιν συμβιβασμού του Παπανδρέου με τα ανάκτορα, κάτι όπως που του είχε προκαλέσει και εσωκομματικές αντιδράσεις. Επανερχόμενος λοιπόν στο θέμα ο Παπανδρέου θέλησε να τον αντικαταστήσει, αποφασίζοντας την αποστράτευσή του, την οποία είχε εγκρίνει όλο το υπουργικό συμβούλιο.

    Η αντίσταση του παλατιού όμως ήταν μεγάλη, καθώς ο Κωνσταντίνος, καθοδηγούμενος από τους συμβούλους του επέμεινε να έχει τον πλήρη έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων, που όπως ήταν γνωστό είχε στις τάξεις του εκείνη την εποχή παλιούς αξιωματικούς, που είχαν λάβει μέρος και στον Εμφύλιο και είχαν σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό του παρελθόντος.

    Η κρίση των Ιουλιανών

    Η κατάσταση επιδεινώθηκε τον Μάιο του ίδιου χρόνου, όταν ο Παπανδρέου θέλησε να αποπέμψει και τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, επίσης φιλομοναρχικό, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη θέση. Αλλά ο Γαρουφαλιάς όχι μόνον αρνήθηκε να παραιτηθεί, παρά προέβαλε το επιχείρημα, ότι διαταγές λαμβάνει μόνον από τον βασιλιά, ενώ  παράλληλα ο δεύτερος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα της απομάκρυνσης του υπουργού. Ο νεαρός Κωνσταντίνος αδυνατώντας να αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεών του και παρασυρμένος (;) από τους συμβούλους του επιδείκνυε πυγμή προβάλλοντας το αξίωμά του, παρά το γεγονός, ότι βρισκόταν πλέον εκτός συνταγματικής νομιμότητας. Σ΄αυτό το πλαίσιο και με πρόσχημα την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, που είχε φθάσει στη δικαιοσύνη και στην οποία φερόταν να έχει ανάμειξη ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνιόταν συστηματικά να δει τον πρωθυπουργό.

    Τελικά στις 15 Ιουλίου του 1965 θα δεχόταν τον Παπανδρέου στο Τατόι και ύστερα από μια έντονη συζήτηση θα αποδεχόταν την παραίτησή του. Τα πιόνια στη σκακιέρα έπαιρναν θέσεις για τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν, καθώς ο Κωνσταντίνος όρκισε αμέσως σχεδόν την πρώτη κυβέρνηση των «Αποστατών» υπό τον Γεώργιο Αθανασιάδη- Νόβα ενώ ο λαός έβγαινε στους δρόμους. Άλλη κυβέρνηση είχε ψηφίσει και άλλη είχε.

    Η ορκομωσία

    Η πλήρης αδυναμία του Κωνσταντίνου στην αντιμετώπιση κρίσεων χωρίς τους αυλικούς συμβούλους, που λειτούργησαν παρασκηνιακώς και εν τέλει εις βάρος του αποδείχθηκε με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Παρ΄ ότι ο απόστρατος ναύαρχος Αθανάσιος Σπανίδης τον είχε ενημερώσει από τις 2,30 το πρωί για τις κινήσεις του στρατού, προτείνοντάς του να αποπλεύσει με τον στόλο για την Κρήτη σχηματίζοντας εκεί νόμιμη κυβέρνηση και παρ΄ότι από τη μεριά του ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Γεώργιος Ράλλης εισηγήθηκε την μετακίνηση νομιμοφρόνων τμημάτων του στρατού ξηράς και της αεροπορίας προς αντιμετώπιση των πραξικοπηματιών εκείνος αρνήθηκε. Ήταν η μόνη πιθανότητα να κερδίσει αλλά την έχασε, όπως καταλήγουν οι ιστορικοί της εποχής, αν και υπάρχει μία άποψη –μη εξακριβωμένη-  ότι το ξάφνιασμα και η χαλαρή αντίδρασή του προερχόταν από το γεγονός, ότι υπήρχε στα σκαριά ένα άλλο πραξικόπημα, υποκινούμενο από στρατηγούς με το ίδιο να έχει τον έλεγχο.

     

    Αρκετοί λοιπόν ήταν εκείνοι, που θα περίμεναν μια δυναμικότερη αντίδρασή του, όμως αυτό δεν έγινε, αντίθετα όταν ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και ο Μακαρέζος έφθασαν το πρωί στο Τατόι, το μόνο που συζητήθηκε ήταν η νέα «κυβέρνηση». Σε συνέντευξή του στη Σία Κοσιώνη και τον Αλέξη Παπαχελά για την εκπομπή «Ιστορίες» στον ΣΚΑΪ και σε ερώτηση αν γυρνώντας το χρόνο πίσω θα όρκιζε και πάλι την κυβέρνηση της χούντας ο Κωνσταντίνος είχε πει: «Οπωσδήποτε θα την όρκιζα, οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο και όταν λέω άγνωστο εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή, ο μόνος που είχε εξουσία εάν ήθελε να την ασκήσει ήμουν εγώ, αλλά και ποιός με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση».

    Η φωτογραφία με τον Κωνσταντίνο Β΄ ανάμεσα σε μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης Παπαδόπουλο, Κόλλια, Σπαντιδάκη, Μακαρέζο αμέσως μετά την ορκωμοσία του δεύτερου κλιμακίου στις 22 Απριλίου 1967 είναι σαφής.

    Εκδίωξη του Αρχιεπισκόπου

    Ο Κωνσταντίνος συμμετείχε καθοριστικά και στη δίωξη του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ από τους συνταγματάρχες, προκειμένου να αναλάβει ο Ιερώνυμος Κοτσώνης. Ο Χρυσόστομος  κλείσθηκε δια της βίας σε νοσοκομείο, ότι δήθεν ήταν ασθενής αλλά αρνήθηκε σθεναρά να παραιτηθεί, παρά τις έτοιμες επιστολές παραίτησης που του υπέβαλλαν τα ανάκτορα. «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δε θα θελήσω ποτέ […] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου…» έγραφε ο ίδιος σε επιστολή του προς τον βασιλιά αλλά τελικά η αντικατάστασή του μεθοδεύτηκε, φυσικά παρανόμως.  Ο Ιερώνυμος από την άλλη μεριά υπήρξε χρήσιμος για τον Κωνσταντίνο, αφού σύμφωνα με το ημερολόγιο του αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγου, η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν άμεση σε όλη τη διάρκεια της χούντας, μεσολαβώντας ανάμεσα στο παλάτι και τους στρατιωτικούς και διαβιβάζοντας τα μηνύματα του ενός στους άλλους.

    Καταδικασμένο εκ προοιμίου σε αποτυχία εξάλλου, το αντικίνημα του Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρησή του οικογενειακώς από την Ελλάδα για την Ρώμη, αφήνοντας πλέον το πεδίο απολύτως ελεύθερο στους χουντικούς, που αμέσως όρισαν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη. Ο ίδιος πάντως είχε πει στην ίδια συνέντυεξη (σε Κοσιώνη – Παπαχελά) ότι «εκείνη την εποχή εγώ σκεφτόμουν, ότι έπρεπε να γίνει όλο αυτό το πράγμα χωρίς να χυθεί αίμα».

    Κωνσταντίνος  και δικτάτορες

    Από εκεί μετά, οι πληροφορίες διίστανται αναφορικά με τη στάση που τήρησε ο Κωνσταντίνος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο ίδιος ανέφερε αργότερα, ότι ήταν αντίθετος εξ αρχής με το πραξικόπημα, ότι τον είχαν εκβιάσει απειλώντας την οικογένειά του, ότι εργαζόταν πάντα για την πτώση της χούντας και ότι αρνούνταν την επιστροφή του στην Ελλάδα αν δεν αποκαθίσταντο τα συνταγματικά δικαιώματά του.

    Αντίθετα χρόνια μετά, το 2006 δημοσιεύθηκαν στον ελληνικό Τύπο (εφημερίδα Ελευθεροτυπία) στοιχεία προερχόμενα  από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων, σύμφωνα με τους οποία ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα στον καιρό της δικτατορίας άνευ όρων!  Για το σκοπό αυτό ζητούσε συνάντησή του με τον Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδος –άλλωστε μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη, του είχε στείλει  συγχαρητήριο τηλεγράφημα «επί τη διασώσει»- και ήταν πρόθυμος να συγκυβερνήσει με τους δικτάτορες. Εξάλλου είχε αποδεχθεί και το σύνταγμα των συνταγματαρχών του 1968. Από τα έγγραφε αυτά φαίνεται επίσης, ότι ήταν αντίθετος με την έντονη διεθνή πίεση, που ασκείτο τότε στη δικτατορία, όπως η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης αλλά και η διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.

    Γεγονός πάντως είναι, ότι ως το 1973 εξακολουθούσε να λαμβάνει τη βασιλική επιχορήγηση.

    Στο περιθώριο της Ιστορίας

    Η πτώση της χούντας τον Ιούλιο του 1974 με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο έθεσε σε εγρήγορση και τον Κωνσταντίνο εγκατεστημένο πλέον στο Λονδίνο. Κατά μία εκδοχή ο Καραμανλής από το Παρίσι όπου ζούσε, ενημέρωσε τηλεφωνικά τον βασιλιά, ότι μόλις φθάσει στην Αθήνα θα φροντίσει προσωπικά και για την δική του επάνοδο. Κάτι που ουδέποτε συνέβη _ στον Καραμανλή αποδίδεται άλλωστε η φράση «όλα τα δεινά σε αυτή τη χώρα προέρχονται από το στέμμα» – αντίθετα προώθησε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 με την θριαμβευτική νίκη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Οι Έλληνες ήταν αδύνατον να ξεχάσουν, και τη συμπεριφορά του προ της δικτατορίας αλλά και τη συνεργασία του με τους χουντικούς, μαζί ωστόσο και τη στάση του παλατιού γενικότερα απέναντι στους πολίτες σε βάθος χρόνου.

    Δύο χρόνια αργότερα οι πληροφορίες για ένα επαπειλούμενο πραξικόπημα εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή από φιλοβασιλικούς και ιωαννιδικούς αξιωματικούς του Στρατού εν γνώσει του Κωνσταντίνου έβαζαν οριστικά στο περιθώριο τον τέως βασιλιά.



    ΣΧΟΛΙΑ