• Κοινωνία

    Άδεια άνευ αποδοχών – Παράθυρο καταστρατήγησής της

    Γιάννης Καρούζος, δικηγόρος-εργατολόγος

    Γιάννης Καρούζος, δικηγόρος-εργατολόγος


    Κενά στις περιπτώσεις εφαρμογής της άδειας άνευ αποδοχών διαπιστώνει ο δικηγόρος – εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει κίνδυνος καταστρατήγησης της από τους εργοδότες.

    Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νόμο «Εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται, κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη διάρκεια της άδειας η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο Πληροφοριακό Σύστημα (Π/Σ) «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της γνωστοποιείται στον e-Ε.Φ.Κ.Α.. Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας».

    Σύμφωνα με τον Καρούζο κρίσιμο, όμως, σημείο κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής είναι η μη καταστρατήγηση των προστατευτικών διατάξεων για τις άδειες με αποδοχές, όπως αυτές αποτυπώνονται στην κείμενη νομοθεσία. Η πρακτική εφαρμογή του άρθρου 62 Ν. 4808/2021 θα αναδείξει τις όποιες νομοτεχνικές αστοχίες της και θα αναγκάσει τον νομοθέτη εν τοις πράγμασι να επέμβει εκ νέου για τις αναγκαίες νομοτεχνικές διορθώσεις. Όπως σημειώνει ο νομοθέτης δεν αναφέρεται ειδικώς, αν η άδεια άνευ αποδοχών μπορεί και με ποιον τρόπο να ενταχθεί στο δίκαιο έκτακτης ανάγκης, όπως αυτό διαμορφώνεται για την αντιμετώπιση της πανδημίας λόγω του στελέχους COVID-19.

    Αναλυτικότερα σύμφωνα με τον εργατολόγο με τη δημοσίευση του Ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α’ 101/19.6.2021) ανακύπτουν αρκετά νομικά ζητήματα που αφορούν στην εργασιακή σχέση ιδιωτικού δικαίου, τα οποία πρέπει να τύχουν ειδικής ερμηνευτικής προσέγγισης. Το ενδιαφέρον του παρόντος άρθρου επικεντρώνεται στην ερμηνεία του άρθρου 62 Ν. 4808/2021, σύμφωνα με το οποίο παρέχεται νομοθετικό έρεισμα στη λήψη άδειας άνευ αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα.

    Ο νομοθέτης, εντάσσοντας τη ρύθμιση αυτή στην εργατική νομοθεσία, δεν εισάγει νέο θεσμό στις εργασιακές σχέσεις, μιας και η άδεια άνευ αποδοχών δεν είναι άγνωστη στην εργασιακή πραγματικότητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή λαμβάνεται από εργαζόμενο στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είτε βάσει κοινής συμφωνίας ανάμεσα στα μέρη (άρθρο 361 ΑΚ) είτε βάσει προβλεπόμενου όρου σε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή σε Κανονισμό Εργασίας. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, τέλος, ότι αντίστοιχη ρύθμιση για την άδεια άνευ αποδοχών συναντάται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρο 51 Ν. 3528/2007).

    Αναφορικά με την εν λόγω νομοθετική επιλογή στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Ν. 4808/2021 προβλέπεται η δυνατότητα λήψης άδειας άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα ως ένα (1) έτος, εφόσον υπάρχει ατομική έγγραφη συμφωνία ανάμεσα σε πλήρως ή μερικώς απασχολούμενο εργαζόμενο και σε εργοδότη, η οποία μπορεί να παραταθεί με νέα συμφωνία των μερών. Στη συνέχεια, στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου ο νομοθέτης ορίζει ότι κατά τη διάρκεια της άδειας αναστέλλεται η σύμβαση εργασίας και ο εργοδότης δεν υποχρεώνεται στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι η προαναφερθείσα συμφωνία αναρτάται στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της αποστέλλεται στον e-Ε.Φ.Κ.Α.. Στη δεύτερη παράγραφο της ίδιας νομοθετικής διάταξης ορίζεται ότι η λήξη της άδειας άνευ αποδοχών επιφέρει την αναβίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών από τη συμβατική δέσμευση.

    Γενικότερα γίνεται δεκτό ότι η άδεια άνευ αποδοχών αναστέλλει τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, με αποτέλεσμα οι κύριες υποχρεώσεις των μερών της σύμβασης εργασίας να παύουν να υφίστανται μέχρι τη λήξη του χρονικού διαστήματος της άδειας άνευ αποδοχών και να αναβιώνουν μετά από αυτή. Αυτό σημαίνει ότι ο μεν εργαζόμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής της συμφωνημένης εργασίας (κύρια υποχρέωση εργαζομένου), ο δε εργοδότης δεν υποχρεώνεται στην καταβολή του ανταλλάγματος αυτής, του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών του (κύρια υποχρέωση εργοδότη), ενώ οι παρεπόμενες υποχρεώσεις εργαζομένου και εργοδότη εξακολουθούν να ισχύουν.

    Επισημαίνεται ότι ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται χρόνος πραγματικής απασχόλησης. Με τη λήξη του χρονικού διαστήματος της άδειας άνευ αποδοχών η εργασιακή σχέση αναβιώνει και ο εργαζόμενος επιστρέφει στα καθήκοντά του έναντι καταβολής του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών, δίχως την ύπαρξη οποιασδήποτε υποχρέωσης κατάρτισης νέας συμφωνίας ανάμεσα στα μέρη της εργασιακής σχέσης.

    Το περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας παραμένει όμοιο και μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών, καθώς, αφενός ο εργαζόμενος πρέπει να παρέχει την εργασιακή του δύναμη με τους ίδιους όρους εργασίας με εκείνους που ίσχυαν πριν τη λήψη της άδειας άνευ αποδοχών και δεν είναι δυνατή η με μονομερή τρόπο μεταβολή των όρων αυτών από την εργοδοτική πλευρά και αφετέρου ο εργοδότης υποχρεώνεται να καταβάλλει τον ίδιο συμφωνημένο μισθό και τις ίδιες αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές. Ο εργοδότης μπορεί, όμως, σταθμίζοντας τις λειτουργικές ανάγκες της εκμετάλλευσης, να τοποθετεί τον εργαζόμενο βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος σε διαφορετική θέση εργασίας από εκείνη που κατείχε πριν τη λήψη της άδειας άνευ αποδοχών, δίχως, όμως, να μεταβάλλει τους όρους εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται από τους διάφορους παράγοντες διαμόρφωσης. Γίνεται δεκτό, ακόμη, ότι η δυνατότητα λήψης άδειας άνευ αποδοχών πρέπει να παρέχεται στις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται εκ του νόμου ειδικές άδειες με αποδοχές, γιατί ενδέχεται, διαφορετικά, να καταστρατηγείται το δικαίωμα του εργαζομένου στη λήψη των ειδικών αδειών με αποδοχές. Είναι σημαντικό, τέλος, να λεχθεί ότι η λήψη άδειας άνευ αποδοχών δεν επηρεάζει το δικαίωμα του εργαζομένου στην άδεια αναψυχής.

    Κατά τη γνώμη μας η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση εμφανίζει νομοτεχνικές αδυναμίες, καθώς καταλείπονται αρρύθμιστα συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία θα ανακύψουν με βεβαιότητα κατά την πρακτική εφαρμογή της. Αρχικά, μολονότι η ατομική έγγραφη συμφωνία ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδότη καθίσταται – και ορθά – απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών, ο νομοθέτης δε ρυθμίζει την περίπτωση άρνησης του εργοδότη να συναινέσει στη λήψη της.

    Πιο συγκεκριμένα τίθεται το ζήτημα της νομικής φύσης της παραπάνω συναίνεσης, δηλαδή, αν αυτή είναι αποτέλεσμα άσκησης διευθυντικού δικαιώματος ή αν αυτή συνιστά φυσική ευχέρεια. Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι άνευ σημασίας, διότι η άρνηση της συναίνεσης του εργοδότη μπορεί να ελεγχθεί βάσει του άρθρου 281 ΑΚ μόνο στην πρώτη περίπτωση. Η θεωρία, έχοντας υπόψη και την ΟλΑΠ 10/2010, δέχεται ότι η συναίνεση του εργοδότη αποτελεί άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος και ελέγχεται βάσει του άρθρου 281 ΑΚ. Πράγματι, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 10/2010 Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) αποφάνθηκε ότι η παροχή συναίνεσης του εργοδότη συνιστά άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και σε περίπτωση άρνησης ελέγχεται η καταχρηστική ή μη άσκησή του (πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου), ενώ υποστηρίχθηκε και η άποψη περί φυσικής ευχέρειας, η οποία δεν ελέγχεται από άποψη καταχρηστικότητας (μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου).

    Θα μπορούσε, επομένως, να αποσαφηνιστεί από το νομοθέτη, αν η άρνηση του εργοδότη στη λήψη της άδειας άνευ αποδοχών αποτελεί άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ή φυσική ευχέρεια, ώστε να είναι δυνατός ή όχι ο έλεγχος καταχρηστικότητας στην ενδεχόμενη άρνηση αντίστοιχου αιτήματος του εργαζομένου.

    Ακόμα, ο νομοθέτης δεν προβλέπει ανώτατο όριο αναφορικά και με τον αριθμό των ανανεώσεων και της συνολικής διάρκειας αυτών, συνθήκη που επιτρέπει στον εργοδότη, ως το διαπραγματευτικά ισχυρό μέρος της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει στον εργαζόμενο εκ νέου και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα τη λήψη άδειας άνευ αποδοχών, ώστε να μειώνει το εργατικό κόστος της εκμετάλλευσης. Στη συνέχεια, ο νομοθέτης δεν αναφέρεται στη σχέση της άδειας άνευ αποδοχών του άρθρου 62 Ν. 4808/2021 με τις υπόλοιπες ειδικές άδειες με αποδοχές του ίδιου νόμου, αν, δηλαδή, η άδεια άνευ αποδοχών λειτουργεί επικουρικά σε σχέση με τις υπόλοιπες άδειες του εργαζομένου, όπως δέχεται η θεωρία, ώστε να αποφεύγεται, όχι μόνο η περίπτωση καταστρατήγησης από την εργοδοτική πλευρά της διάταξης του άρθρου 62 Ν. 4808/2021 παρέχοντας, δηλαδή, άδεια άνευ αποδοχών για λόγους που θα μπορούσαν κάλλιστα να δικαιολογούν άδεια με αποδοχές, αλλά και η περίπτωση που ο εργαζόμενος προβάλλει ιδιωτικούς λόγους για απόκτηση άδειας και ο εργοδότης να μην είναι σε θέση να γνωρίζει ποια άδεια από τις νομοθετικά προβλεπόμενες να παράσχει.

    Προς την κατεύθυνση αυτή ο νομοθέτης θα μπορούσε να λάβει υπόψη του την αντίστοιχη ρύθμιση περί άδειας άνευ αποδοχών του άρθρου 51 Ν. 3528/2007.



    ΣΧΟΛΙΑ