• Πολιτισμός

    Ζευγάρι στο έπακρο της δημιουργίας: ο Αλέξης Σταμάτης και η Εύα Σιμάτου με νέο βιβλίο και θεατρικό αντιστοίχως


    Το νέο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη με τίτλο Αθώα Πλάσματα αναμένεται εντός ολίγου ενώ απόψε ανεβαίνει στο Εθνικό το Φεγγάρι από χαρτί των Ρέππα Παπαθανασίου, όπου συμμετέχει η Εύα Σιμάτου: η σύντροφός του στη ζωή, μία per se «artist’s wife» όπως θα παρατηρούσαν οι ομότεχνοί του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού που γνωρίζουν τον πολυγραφότατο συγγραφέα.

    Η συνάντηση στο σπίτι τους στον Λυκαβηττό πραγματοποιείται κάτω από τη σκιά αρκετών θανάτων: της σημαντικής ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, θεία από την πλευρά του πατέρα του αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη, ο οποίος απεβίωσε λίγες μέρες αργότερα. Την ίδια εβδομάδα πέρασε στο επέκεινα ο σπουδαίος μελετητής της λογοτεχνίας Τζόρτζ Στάινερ όπως και ο ομότιμός του Χάρολντ Μπλουμ (τρεις μήνες νωρίτερα).

    Ο τελευταίος διατύπωσε τη διάσημη ρήση άγχος επιρροήςthe anxiety of influence») για να εξηγήσει τη συνήθη νεύρωση των σύγχρονων συγγραφέων η οποία όμως δεν μοιάζει να διακατέχει τον Αλέξη Σταμάτη. Γιατί άλλωστε;

    Η κυριακάτικη στήλη του στο Βήμα διαβάζεται και συζητιέται κάθε εβδομάδα, τα θεατρικά του έργα ανεβαίνουν συχνά σε κεντρικές αθηναϊκές σκηνές ενώ τα βιβλία του Μπαρ Φλωμπέρ και Βίλα Κομπρέ inter alia μεταφράστηκαν σε όλο τον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει δημόσιο διανοούμενο.

    Ο Αλέξης Σταμάτης

    Ο θάνατος, ο έρωτας, η εξουσία πρωταγωνιστούν σε όλα τα βιβλία του. «Δεν ξεφεύγει κανείς, δεν υπάρχει νομίζω μεγάλο έργο που να μην αντιμετωπίζει αυτά τα θέματα -κανένα».

    Μεταμορφώσεις και αντί ήρωες

    Το μυθιστόρημα Αθώα πλάσματα όμως ξεκινάει από κάτι μικρό και πεζό, την απλή φράση «παρακολούθησέ με».  Από αυτήν εφορμά με τη γνώριμη πλέον μαεστρία του στη μυθιστορηματική δομή για να χτίσει τη ζωή του (αντί)ήρωά του.

    «Ένας περίεργος άνθρωπος ο οποίος έχει δουλέψει και για την αστυνομία, ο πατέρας του ήταν μπάτσος και καταλαβαίνουμε από την αρχή ότι υπάρχει ένας παλιός έρωτας στη ζωή του που τον έχει σφραγίσει πάρα πολύ άγρια.  Ζει φυτοζωώντας με τις μνήμες του και ίσως ένα χαρακτηριστικό στιλ ερευνητή που θα μπορούσε να θυμίζει τους κλασικούς αλλά αυτός είναι πάρα πολύ ενδοστρεφής και αναλυτικός με τον εαυτό του. Τότε προκύπτει αυτή η πρόταση και μπλέκουμε σε μία δίνη όπου τελικά όλοι μοιάζουν αθώοι και ταυτόχρονα ένοχοι αλλά τελικά ποιος είναι πλέον ένοχος σ’ αυτόν τον κόσμο;».

    Με αυτήν τη σχετικότητα των αξιών χάνεται βέβαια η καθαρότητα (και απολυτοσύνη) που διατηρούν οι νέοι. «Το ζητούμενο είναι όταν γίνεται κουβάρι η ζωή, εσύ να λειτουργείς λίγο σαν τον συνονόματό μου τον Μέγα Αλέξανδρο με τον γόρδιο δεσμό. Δηλαδή να παύεις να μπλέκεσαι μέσα στις ψυχικές μικρολεπτομέρειες “τι μου είπε, τι έγινε και πώς έγινε”, να φεύγεις από αυτές τις δαιδαλώδεις καταστάσεις και να συνεχίζεις με άξονα μόνο αυτό που έχεις, που είναι ο εαυτός σου. Στην πορεία όλα αυτά επεμβαίνουν στο χαρακτήρα σου αλλά η μαγιά, τουλάχιστον η δική μου η μαγιά αισθάνομαι ότι υπάρχει από τότε που γεννήθηκα. Kαι έχει περάσει το κύμα της ζωής αλλάζοντας ας πούμε τα βράχια μου, δημιουργώντας μία άλλου είδους παραλία, άλλου είδους ακτογραμμή, όμως η βάση παραμένει ίδια».

    Ο Αλέξης Σταμάτης ασχολείται διαχρονικά με την ανθρώπινη φύση μέσα από ήρωες που ταξιδεύουν «εξωτερικά» και «εσωτερικά» σε μία περιπέτεια αυτογνωσίας και προσωπικής αναθεώρησης, η οποία οδηγεί στη μεταμόρφωση. Κάποιες φορές θεραπεύονται, αλλά οι πληγές αφήνουν σημάδια.

    Αλέξης Σταμάτης και Εύα Σιμάτου

    Η μεταμόρφωση αποτελεί κοινή εμπειρία τόσο για τον συγγραφέα όσο και για την ηθοποιό εφόσον εκτίθενται αλλά και ενσαρκώνουν ρόλους, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.

    Στο Φεγγάρι από χαρτί η Εύα Σιμάτου υποδύεται τη θεία Τζίνα, χαρακτήρα ανικανοποίητο που δανείζεται στοιχεία από τη Μάσα του Τσέχοφ. Προσπαθεί να βρει τον εαυτό της, να ζήσει κάποια πράγματα που έχει στερηθεί. Δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση με τον ρόλο της αλλά «διάθεση ειλικρινούς προσέγγισης» ενώ  κατά τη διάρκεια των παραστάσεων «η συνάντηση γίνεται πιο εύκολα, νομίζω ότι τελικά συναντιόμαστε», εξηγεί η ίδια.

    Ανασφάλεια και ναρκισσισμός 

    Θυμάται την ατάκα της αείμνηστης Κοτοπούλη η οποία στο ερώτημα «πότε πρωτοβγήκατε στη σκηνή» είχε απαντήσει «κάθε βράδυ ξαναβγαίνω». Παραδέχεται ότι «συν τω χρόνω αποκτάς μία εμπειρία, κάποια εργαλεία και μπορείς να καταλάβεις πώς θα χτίσεις τον εκάστοτε ρόλο. Διαγράφεται μία διαδρομή μπροστά σου αλλά ώσπου να φτάσεις εκεί που θέλεις -αν φτάσεις ποτέ… Ίσως όμως αυτό παραμένει το ζητούμενο: να μην πεις αχ, τώρα έφτασα, τα κλειδώνω όλα. Συνέχεια να προσπαθείς να ανακαλύψεις νέο υλικό, ακόμη και στις ίδιες τις παραστάσεις. Αυτό εμπεριέχει τρομερή ανασφάλεια, βέβαια», καταλήγει εκείνη.

    (φωτ. Αντιγόνη Κουράκου)

    Και ο Αλέξης συμφωνεί. Γνωρίζει τους ηθοποιούς από πρώτο χέρι, όντας μεγαλωμένος με τη μητέρα του την περίφημη ηθοποιό Μπέττυ Αρβανίτη ενώ γαλουχήθηκε με την crème de la crème της διανόησης και μέσα στα θέατρα -στο Ανοιχτό θέατρο και αργότερα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Εξάλλου έχει γράψει οχτώ θεατρικά έργα και σενάρια για τον κινηματογράφο ενώ έχει συνεργαστεί με την Εύα επί σκηνής.

    «Γνωρίζω τα άγχη τους. Έτσι έζησα τη ζωή μου. Και μου αρέσει περισσότερο που η Εύα είναι ηθοποιός και όχι συγγραφέας ή ζωγράφος (που συγγενεύουν περισσότερο). Έχουμε πολλά κοινά στοιχεία».

    Ταυτόχρονα, «εμείς οι συγγραφείς δεν έχουμε κανέναν σκηνοθέτη, κανέναν δεύτερο άνθρωπο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο επεμβατικός επιμελητής όπως στο εξωτερικό. Το βιβλίο πιστώνεται εξ ολοκλήρου σε σένα. Και όταν το παραδίδεις ανήκει εξ ολοκλήρου στον αναγνώστη».

    Αλλά ρισκάροντας την έκθεση (και αφήνοντας ιδιαίτερο προσωπικό αποτύπωμα ο καθένας), φαίνεται να μοιράζονται ακόμη ένα χαρακτηριστικό: τον ναρκισσισμό των δημιουργών.

    Κατά τη διάρκεια των δοκιμών μάλιστα ο Μιχάλης Ρέππας παροτρύνει τους ηθοποιούς να τον ενεργοποιούν ώστε να αισθάνονται μοναδικοί επί σκηνής. Ωσάν «ακόμη και μία ατάκα μας να αρκεί για να θεωρηθούμε σημαντικοί και να πιστέψουμε και σε αυτό που λέμε εκατό τοις εκατό» συμπληρώνει η Εύα.

    Από την άλλη, ο συγγραφέας εργάζεται κατά μόνας στο σκοτάδι, χωρίς ενδιάμεσους, σκηνοθέτες ή ειδικούς φωτιστές. «Αυτό προσφέρει ελευθερία και ταυτόχρονα δημιουργεί τρομερή δέσμευση διότι ό,τι ρίχνεις στο χαρτί και τελικά το παραδίδεις, είναι τελικό. Και πότε παραδίδουμε ένα βιβλίο; Ποτέ δεν το παραδίδουμε: το εγκαταλείπουμε». 

    Ωστόσο η στιγμή καταγραφής της «τέλειας» φράσης, μοιάζει με το γκολ:«εκεί μερικές φορές υπάρχει ο ναρκισσισμός του καρφώματος. Μάλλον όχι ακριβώς ναρκισσισμός αλλά προσωπική χαρά, όταν αντιλαμβάνομαι ότι με αυτή την παράγραφο I scored, I nailed it, (σ.σ. έσκισα). Υπάρχει και μία αστεία ιστορία: μια φορά με πήρε ο ενθουσιασμός προς τα πίσω, χτύπησα το κεφάλι μου και πήγα στο νοσοκομείο» θυμάται γελώντας. «Δηλαδή, τι έγραψα ο πούστης τέλος πάντων».

    Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του πρωταγωνιστή

    Αν και το νέο του βιβλίο δεν εντάσσεται αυστηρά στο είδος, υπάρχει το υπόβαθρο του αστυνομικού νουάρ με τις συνεχείς ανατροπές της πλοκής, το επαναλαμβανόμενο ξάφνιασμα του πρωταγωνιστή και ταυτόχρονα του αναγνώστη που κοιτάζει πάνω από τον ώμο του ήρωα.

    Δοκιμάζει το ύφος του «ανυψωμένου» ή υπερτονισμένου ρεαλισμού. Όλα όσα συμβαίνουν στους ήρωές τους πραγματοποιούνται στη σφαίρα του πραγματικού. Παράλληλα όμως υπάρχει και ένα επίπεδο υπερυψωμένο, «πλανητικό, όπου κατοικεί ο συγγραφέας» ο παντοδύναμος «ο οποίος  παρατηρεί όλα τα πάθη των ανθρώπων χωρίς να επεμβαίνει ιδιαίτερα». Ταυτόχρονα όμως η χρήση του πρώτου προσώπου επιτρέπει στον πρωταγωνιστή ενίοτε να υπερυψωθεί στο πλευρό του συγγραφέα «να αρχίσει να σκέφτεται, να κάνει και λάθη, να αναλύει, να χάνει χρόνο».

    (φωτ. Αντιγόνη Κουράκου)

    Θεωρεί τον χρόνο μέγιστο «ποιητικό», λογοτεχνικό εργαλείο, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση (Η Αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, κέρδισε το Βραβείο Ποίησης στη μνήμη Νικηφόρου Βρεττάκου).

    Όσο για το είδος, «μου δίνει τη δυνατότητα να επεξεργαστώ πράγματα τα οποία πάντα με ενδιέφεραν, να δουλέψω πάνω στο σασπένς και σε αυτό που ονομάζουμε επιταχυνόμενη δράση με κινηματογραφικούς όρους. Γιατί σε μένα φαίνεται ότι συνδέονται όλα, και οι σπουδές μου στο σινεμά και το θέατρο και η πεζογραφία και το δοκίμιο».

    Οι λέξεις εξάλλου μοιάζουν με κινηματογραφικό μοντάζ: συνηχούν διαφορετικά και αλλάζουν σημασία ανάλογα με το πώς τοποθετείται η μία δίπλα στην άλλη. Αλλιώς ακούγονται σε αυτόν τον στίχο από τη συλλογή Ποτέ δεν είμαστε μόνοι:

    Nάτην η μνήμη / δροσερή κι απαστράπτουσα / λαμπρή σαν κόκαλο στον ήλιο / αμετάβλητη απ’ το σφυρί του χρόνου / από σφυγμό πελεκημένη κι ανάσα

    Αλέξης Σταμάτης

    Πληροφορίες:

    Το έργο Φεγγάρι από χαρτί των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου ανεβαίνει απόψε Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου στο ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

    Ώρα 20.30

    Παραστάσεις έως  31.05.2020.

     



    ΣΧΟΛΙΑ