• Πολιτισμός

    Τουρίστες στον τόπο μας: Ραμνούντας, εδώ που κατοικούσε η Νέμεση

    Αναπαράσταση του ιερού της Νέμεσης κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα από τον αρχαιολόγο Βασίλειο Πετράκο


    Πάνε μερικές δεκαετίες, που μια μεγάλη φοιτητική παρέα έφθανε στο Ραμνούντα για μπάνιο.

    Κάποιοι της Φιλοσοφικής ήθελαν να δουν και τ΄ αρχαία, ένας- δυο της Νομικής θυμούνταν τη Νέμεση, οι υπόλοιποι μάλλον αδιάφοροι κι όλοι μαζί, όμως, μ΄έναν κύριο στόχο: Τη θάλασσα που απλώνεται κάτω από το λόφο, όπου βρίσκεται η ακρόπολη του αρχαίου δήμου. Η πρόσβαση, τότε και τώρα, δύσκολη. Ερημικές μικρές παραλίες, πολλά βράχια, το κύμα ψηλό και τα νερά κρύα, τα στοιχεία που διαμορφώνουν το τοπίο της περιοχής.

    Στο βορειοανατολικό άκρο της Αττικής, στην κοιλάδα του Λιμικού, κοντά στο Γραμματικό και με τις ευβοϊκές ακτές απέναντι, ένα σημείο στρατηγικό χωρίς άλλο στην αρχαιότητα, αυτός ο αρχαιολογικός χώρος είναι σήμερα ο πιο απομονωμένος και πιο αγνοημένος της Αττικής. Θα μπορούσα να προσθέσω και παραμελημένος, όχι όμως από από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά από τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, που ελάχιστα έχουν ενδιαφερθεί για την ανάδειξή του.

    Ο Ραμνούντας από ψηλά

    Γιατί ο Ραμνούντας δεν είναι τουριστικό μέρος, δεν είναι Σούνιο -αν και θα μπορούσε να είναι- και η μελαγχολία της ερημιάς του φαίνεται ότι λειτουργεί αποτρεπτικά και για τους ιθύνοντες. Κι αυτό, παρ΄ότι ένας επισκέπτης έχει να δει εδώ πολύ περισσότερα και ενδιαφέροντα από άλλους αρχαιολογικούς χώρους. Άλλωστε, εδώ βρίσκεται και ένα από τα πλέον φημισμένα αρχαία ιερά, αυτό της Νέμεσης, θεάς της δικαιοσύνης και της τιμωρίας.

    Αν, λοιπόν, κάποιος θέλει να γνωρίσει την άλλη Αττική, την πιο αυθεντική και απείραχτη στο χρόνο, αυτός είναι ο προορισμός του. Φυσικά, πρόκειται για μία εκδρομή. Στα 60 χιλιόμετρα από την Αθήνα, μέσω Μαραθώνα, αλλά και μέσω Γραμματικού για όσους ξεκινούν από τα βόρεια προάστια. Κι επειδή ο αρχαιολογικός χώρος κλείνει το μεσημέρι, η επίσκεψη ας γίνει νωρίς. Με τα απαραίτητα εφόδια, όπως πηγαίνει κανείς για να εξερευνήσει έναν νέο τόπο. Συνωστισμός αποκλείεται πάντως να υπάρξει. Προσωπικά, ουδέποτε έχω συναντήσει άλλους επισκέπτες, κάτι, όμως, που μπορεί να είναι και καλό.

    Ο αρχαϊκός ναός στον Ραμνούντα

    Μία ολόκληρη αρχαία πόλη, με το τείχος και τις πύλες της με τα ιερά, τους δρόμους τα σπίτια της, το γυμνάσιο, το θέατρο, όλη δική μας!

    Ο αγκαθωτός θάμνος

    Η αρχή της ιστορίας βρίσκεται στη Νεολιθική εποχή, αφού τότε πρωτοκατοικήθηκε γενικά η περιοχή. Η επισήμανση του αρχαίου οικισμού, όμως, γίνεται πολύ αργότερα, στα ιστορικά χρόνια. Σύμφωνα με τη διαίρεση των δήμων, μάλιστα, που είχε κάνει ο Κλεισθένης ο Ραμνούς, ήταν πόλη και δήμος της Αιαντίδας φυλής, όπως και ο Μαραθώνας.

    Τα ερείπια του ναού της Νέμεσης

    Πασιφανές, εξάλλου, ότι το όνομά του προέρχεται από τον θάμνο «ράμνος», ένα ακανθώδες φυτό (λευκαγκαθιά η κοινή ονομασία του), η παρουσία του οποίου πάντως σήμερα είναι περιορισμένη. «Ραμνούς, δήμος φυλής Αιαντίδος. Οι δημόται Ραμνούσιοι. Ο δήμος ούτος ην ο βορειότατος πάντων, κατά την ανατολικήν παραλίαν και ωνομάσθη ούτω από των εκείσε ράμνων…», όπως αναφέρει ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής στα «Ελληνικά» του. Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι ο δήμος συμμετείχε με οκτώ βουλευτές στην πρώτη Βουλή των 500 της Αθήνας, αριθμός που διατηρήθηκε ή και αυξήθηκε ως τον 3ο π.Χ. αιώνα.

    Σ΄ένα λόφο, που βρίσκεται σε ύψος 30 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, βρίσκεται η ακρόπολη του Ραμνούντα, ελέγχοντας τα ευβοϊκά στενά, κάτι πολύ χρήσιμο στην αρχαιότητα, ενώ τα δύο λιμάνια της, που βρίσκονταν στους μικρούς κόλπους της σημερινής Αγίας Μαρίνας και του Σέσι υπήρξαν ανέκαθεν μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την αρχαία Αθήνα.

    Ο οικισμός

    Γι΄ αυτό το λόγο, άλλωστε, η άμυνα του δήμου ενισχυόταν συστηματικά με φρουρά των Αθηναίων Εφήβων, που υπηρετούσαν εκεί στον δεύτερο χρόνο της θητείας τους. «Μάρτυρας» είναι και το πέτρινο, στρογγυλό φυλάκιό τους, που διασώζεται στον αρχαιολογικό χώρο. Από εδώ, η φρουρά επόπτευε τα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία, εξασφάλιζε το πέρασμα των αθηναϊκών πλοίων, έστελνε σήματα σε περίπτωση εμφάνισης εχθρικών σκαφών σε καιρό πολέμου ή πειρατικών σε κάθε εποχή.

    Ειδικά, μάλιστα, στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, το φρούριο του Ραμνούντα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό για την Αθήνα, καθώς τα πλοία που μετέφεραν σιτηρά στην πολιορκούμενη πόλη περνούσαν από εκεί.

    Η νότια πύλη του φρουρίου

    Τιμωρός

    Στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, ιδρύθηκε το ιερό της Νέμεσης, η μεγάλη ακμή του, όμως, ορίζεται στους δύο επόμενους αιώνες. Η θεά θεωρείται ότι μοιάζει πολύ με την Άρτεμη, ίσως μάλιστα να αντιπροσώπευε μια τοπική της μορφή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τιμωρούσε την αδικία, αλλά κυρίως την αλαζονεία και την ύβρη.

    Και δεν είναι περίεργο, έτσι, που δίπλα της λατρευόταν και η Θέμις, μία χθόνια θεότητα της φυσικής και ηθικής τάξης. Ο πρώτος ναός της Νέμεσης κατασκευάσθηκε στην Αρχαϊκή εποχή, καταστράφηκε όμως από τους Πέρσες το 480 π.Χ., έτσι στη συνέχεια, στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, κτίσθηκε καινούργιος και μεγαλύτερος, δίπλα στον προηγούμενο. Θα τους δούμε και τους δύο στο χώρο, αλλά μόνο τα κατάλοιπά τους…

    Ο αρχιτέκτονάς του είναι άγνωστος, σίγουρα όμως ήταν σπουδαίος, αφού θεωρείται ότι ήταν ο ίδιος που έκτισε τον μεγάλο ναό του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά, το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, αλλά και του Άρεως στις Αχαρνές. Στο εσωτερικό του βρισκόταν το άγαλμα της θεάς, ύψους σχεδόν τεσσάρων μέτρων από το μάρμαρο, το οποίο είχαν φέρει οι Πέρσες μαζί τους, προκειμένου να ανεγείρουν το τρόπαιο της νίκης τους στο Μαραθώνα. Κάτι το οποίο, βεβαίως, δεν συνέβη.

    Η ανάγλυφη διακοσμημένη βάση του αγάλματος της θεάς Νέμεσης

    «Φαίνεται ότι και τους βαρβάρους, που αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα, τους βρήκε η οργή αυτής της θεάς, γιατί, θεωρώντας πως τίποτα δεν θα τους εμπόδιζε να υποτάξουν την Αθήνα, είχαν φέρει από την Πάρο μάρμαρο, για να δημιουργήσουν τρόπαιο, σαν να είχαν ήδη νικήσει», όπως λέει ο Παυσανίας, μιλώντας για το μήνυμα που έστειλε στους υβριστές βαρβάρους η θεά Νέμεσης από το ιερό της.

    Ο ίδιος ονοματίζει και ως γλύπτη του αγάλματος τον μεγάλο Φειδία: «… τούτον Φειδίας τον λίθον ειργάσατο άγαλμα μεν είναι Νεμέσεως, τη κεφαλή δε έπεστι της θεού στέφανος ελάφους έχων και Νίκης αγάλματα ου μεγάλα. Ταις δε χερσίν έχει τη μεν κλάδον μηλέας, τη δεξιά δε φιάλην». Ωστόσο, στην πραγματικότητα ήταν ο Αγοράκριτος, μαθητής του Φειδία και σπουδαίος γλύπτης και αυτός, που το είχε φιλοτεχνήσει.

    Τα αγάλματα

    Το άγαλμα της Νέμεσης δεν υπάρχει φυσικά σήμερα, αφού καταστράφηκε μαζί με το ιερό στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα από τους χριστιανούς, πολλά θραύσματά του, ωστόσο, βρέθηκαν διασκορπισμένα. Μέσα από τη μελέτη τους, έτσι, από τον σπουδαίο αρχαιολόγο, Γεώργιο Δεσπίνη έγινε δυνατή η αποκατάσταση της μορφής που είχε το άγαλμα.

    Επιτύμβιο ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο (325-300 π.Χ.) , Εθνικό
    Αρχαιολογικό Μουσείο

    Στις αρχές του 19ου αιώνα, εξάλλου, ο Άγγλος αρχιτέκτονας Τζον Πήτερ Κάντι, που έκανε ανασκαφές στο ιερό, είχε βρει τμήμα ενός μαρμάρινου κεφαλιού, που μάλιστα φέρει και τρύπες για τη στερέωση χρυσού στεφανιού. Το μέγεθος και το υλικό του ταιριάζουν με αυτό του αγάλματος, έτσι το εύρημα, που υπάρχει σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο αναφέρεται ως κεφάλι της Νέμεσης, έργο του Αγοράκριτου.

    Στον Ραμνούντα πάντως, όπου υπάρχει ένα αρχαιολογικό στέγαστρο, βρίσκεται ανακατασκευασμένη από θραύσματα η βάση του αγάλματος, με ανάγλυφη διακόσμηση από μάρμαρο του Διονύσου. Στις πλευρές της παρουσιάζεται μια σκηνή από την παρουσίαση της Ωραίας Ελένης στην μητέρα της, Νέμεση από τη Λήδα.

    Άγαλμα της Θέμιδας από τον Ραμνούντα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

    Το άγαλμα της Θέμιδας, όμως, όχι μόνον δεν καταστράφηκε, αλλά βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, καθώς είχε ανακαλυφθεί κατά τις ανασκαφές του 1890 από τον αρχαιολόγο Βαλέριο Στάη. Στο βάθρο του, μάλιστα, υπάρχει επιγραφή που αναφέρει ότι το είχε φιλοτεχνήσει ο Χαιρέστρατος από τον Ραμνούντα και ήταν αφιέρωμα του Μεγακλέους στη Θέμιδα. Στο Εθνικό Αρχαιολογικό βρίσκεται, επίσης, ένα ακόμη εξαιρετικό έργο, ένα επιτύμβιο ανάγλυφο από πεντελικό μάρμαρο, με τις μορφές ενός ώριμου άνδρα και μιας νεαρής γυναίκας.

    Ανήκει σε επιτύμβιο ναΐσκο από τον ταφικό περίβολο του Ιεροκλέους.

    Η παρακμή

    Η παρακμή του ιερού άρχισε ήδη από την Ελληνιστική εποχή, αλλά η πλήρης εγκατάλειψη ολόκληρου του Ραμνούντα πλέον έρχεται μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1813 από τους Dilettanti έναν σύλλογο συλλεκτών, διανοουμένων και ευγενών για τη μελέτη της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Μετά την Ελληνική Επανάσταση, ωστόσο, έγιναν από Έλληνες αρχαιολόγους, με τελευταίο τον Βασίλειο Πετράκο.

    Κίονες του Ναού της Νέμεσης, ύστερα από αναστήλωση

    Ένα μέρος των αρχαίων πάντα ήταν ορατό, ωστόσο, αν και οι ανασκαφές έφεραν στο φως όλον τον οικισμό, με τα επιμέρους κτίσματά του. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι και ο αρχαίος δρόμος που περνούσε μπροστά από το ιερό της Νέμεσης και κατέληγε στο φρούριο, αφού κατά μήκος του βρέθηκαν πολλοί ταφικοί περίβολοι, αρκετοί από τους οποίους έχουν αναστηλωθεί.

    Πολλά σχέδια, εξάλλου, ακούγονται τελευταία για την αναβάθμιση του αρχαιολογικού χώρου, αφού πέρα από το φυσικό τοπίο, την ιστορία του, την πυκνότητα και την ποιότητα των μνημείων, οι ελλείψεις είναι τεράστιες. Ο επισκέπτης μπορεί να γοητεύεται από το χώρο, χάνεται όμως, κυριολεκτικά μέσα σ΄αυτόν.

    Περιμένουμε λοιπόν.

    Ζωγραφική απεικόνιση του λόφου του Ραμνούντα το 1838 – 1845

    Να σημειώσω ότι ο αρχαιολογικός χώρος είναι ανοικτός καθημερινά εκτός Τρίτης από τις 8.30 το πρωί ως τις 3.30 το μεσημέρι και η τιμή του εισιτηρίου είναι 4 ευρώ (2 μειωμένο).

    Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση



    ΣΧΟΛΙΑ