• Πολιτισμός

    Μάριος Π. Παπαγεωργίου: «Έτυχε να δει μια εξέλιξη ζωής» δηλώνει στο Mononews για την ταινία του

    Μάριος Π. Παπαγεωργίου: «Έτυχε να δει μια εξέλιξη ζωής» δηλώνει στο Mononews για την ταινία του

    Μάριος Π. Παπαγεωργίου


    Περιεχόμενα

    Οι Σκιές του Κόσμου δίνουν την αίσθηση «μιας κάμερας αόρατης που έτυχε να δει μία εξέλιξη της ζωής», δηλώνει ο Μάριος Π. Παπαγεωργίου.

    Η βραβευμένη ταινία του μόλις προβλήθηκε στο διάσημο Anthology Film Archive της Νέας Υόρκης στο πλαίσιο του προγράμματος New Filmmakers series. 

    Για την αισθητική του κινηματογράφου

    Ο σκηνοθέτης Μάριος Π. Παπαγεωργίου βρήκε λίγο χρόνο μετά το ταξίδι του για να αποκαλύψει στο mononews, με ποια αισθητικά εφόδια έφτασαν οι Σκιές του Κόσμου του σε αυτήν την αξιοσημείωτη αναγνώρηση.

    Η συζήτηση με τον δημιουργό αποτέλεσε αφορμή για μια εκτενή συζήτηση γύρω από τον κινηματογράφο, την ηθική και την αισθητική του.

    Τέσσερις άνδρες με μόνο κοινό την ανάγκη για επιβίωση

    Πρόκειται για μικρού μήκους φιλμ, που παρακολουθεί την ιστορία τεσσάρων ανδρών. Μέσα σε ένα μετά-αποκαλυπτικό τοπίο, στα σκοτεινά έγκατα της γης, παλεύουν για την επιβίωσή τους.

    Η κλιματική αλλαγή οδήγησε τελικά στην ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη. Οι τέσσερις αυτοί άγνωστοι μεταξύ τους άνδρες, με μόνο κοινό την ανάγκη τους για επιβίωση, βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τη γη.

    Η σύγκρουση μοιάζει αναπόφευκτη

    Φαντάζουν ως οι μοναδικοί επιζώντες.

    Ο πόθος για σωτηρία θα δοκιμάσει τη συνείδησή τους. Μέσα στην καρδιά του ζόφου η σύγκρουση αποδεικνύεται αναπόφευκτη…

    Πρόκειται για ταινία που παρακολουθεί την αναμέτρηση του ανθρώπου με κάθε επόμενο δευτερόλεπτο μέχρι και το έσχατο.

    Ανανέωση της μικρής φόρμας

    Ανανεώνοντας τα αισθητικά μέσα της μικρής φόρμας (και όχι μόνο).

    Ρακένδυτοι, πληγωμένοι, προερχόμενοι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, θα βρεθούν από κοινού αντιμέτωποι με την αγωνία τους για εξιλέωση.

    Μάριος Π. Παπαγεωργίου , Σκιές του Κόσμου

    – Όπως γράφετε στο σημείωμά σας, το φιλμ μοιάζει περισσότερο με ονειροφαντασία «στο παραπέτασμα των κλειστών βλεφάρων», παρά με τυπική δραματουργία. Τι εννοείτε;

    Ναι, η ταινία γεννήθηκε μέσα από έναν θα λέγαμε αυθορμητισμό του ίδιου του νου κατά τη διάρκεια μιας αγρανάπαυσης.

    Οι Σκιές του Κόσμου άρχισαν να σχηματίζουν το περίγραμμά τους στο νου μου ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο.

    Αστραπή ιδέας

    Παράδοξο, αλλά έτσι έγινε.

    Φυσικά, επρόκειτο για μια στιγμή «εκκένωσης» όπου διάφορες ωστόσο ανησυχίες μέσα μου συνετέλεσαν σε αυτή την αστραπή ιδέας, που σταδιακά άρχισε να διαμορφώνεται.

    Τώρα, το ποιες είναι αυτές οι ανησυχίες, αφού η κυοφορία της ιδέας είναι αυτή που στην ουσία έχει τη βαθιά της σημασία….

    Κινηματογράφος όχι Σινεμά

    Οι ανησυχίες αυτές έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον Κινηματογράφο και την προσωπική αναζήτηση πάντα μιας οντολογικής προσέγγισης πάνω σε αυτόν.

    Θα ήθελα να τονίσω τη λέξη «Κινηματογράφος» και όχι «Σινεμά».

    Βέβαια, αυτός ο διαχωρισμός «Κινηματογράφος & Σινεμά» δεν είναι δικός μου, ανήκει στον Ρομπέρ Μπρεσόν.

    κινηματογραφική έκφραση

    Αυτό υπήρξε κατά μία έννοια το έναυσμα κι από εκεί ορμώμενος μέσα μου πάντα με βασανίζει αυτό που ονομάζεται «κινηματογραφική έκφραση».

    Είναι ένα αισθαντικό βασάνισμα, αν το καλοσκεφτείς! Γαλουχεί το αφηγηματικό ήθος των ταινιών που θα ήθελα να κάνω απέναντι στο ίδιο τους το θέμα. Κι αυτό είναι μια θεμελιώδης αρχή μου.

    Λεξικό ταινιών σε τόμους

    Μάλιστα, πάντα λέω ότι ετοιμάζω ένα λεξικό ταινιών σε τόμους (σε συνεργασία με ιδεατούς ανθρώπους) που θα πραγματεύεται κριτικά αυτό ακριβώς το θέμα: δηλαδή, το αφηγηματικό ήθος της κάθε ταινίας (π.χ. Le Samurai σε σκηνοθεσία του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ) απέναντι στο ίδιο της το θέμα.

    Ξέρω ωστόσο, ότι ποτέ δε θα εκδοθεί γραπτώς, αλλά μου αρέσει να το σκαρώνω.

    Συντάσσεται ωστόσο προφορικώς μέσα από συζητήσεις.

    Κι αυτό το σκάρωμα χωρίς αντίκρισμα μπορεί να έχει τη μελαγχολία του, αλλά με βοηθάει στο αποκρυστάλλωμα των σκέψεων μου όταν γράφω ένα σενάριο, όταν στήνω σε συγκεκριμένη γωνία και κλίση τη μηχανή για να κινηματογραφήσουμε ένα πλάνο.

    Θέμα ηθικής

    Όλα είναι θέμα ηθικής.

    Για αυτό κιόλας τα επονομαζόμενα «τεχνικά ζητήματα» στον Κινηματογράφο δεν είναι τεχνικά ζητήματα, με την έννοια που τους αποδίδουνε.

    Παραμένουν εξίσου και αμιγώς αφηγηματικά.

    Δεν ξέρω…

    Φαίνεται πως δεν απάντησα στην ερώτησή σας, αλλά ας μην αναζητούμε πάντα αυτή την προβλέψιμη συνάφεια ανάμεσα σε μια ερώτηση και σε μια απάντηση.

    Πάντως, δεν ήταν σκόπιμο από μεριάς μου, γιατί ακριβώς έτσι συνέβη, έτσι προέκυψε η έμπνευση αυτής της ονειροφαντασίας….

    Μάριος Π. Παπαγεωργίου

    – Γιατί φτάνουμε στο τέλος του κόσμου;

    Γιατί δεν φτάνουμε! Πού συνεχώς συγκλίνουμε αν όχι προς τα εκεί;

    Και δεν το λέω με το θράσος του εφησυχασμού, αφού ακριβώς δεν μας είναι ακόμα ορατό αυτό το τέλος. Όχι, κάθε άλλο! Το ισχυρίζομαι με το βάρος της μελαγχολίας των καιρών μας και όχι μόνο.

    Δείτε εκείνα τα ανυπέρβλητα επίκαιρα με τον κινηματογραφικό οντολογικό χαρακτήρα.

    Εκεί μέσα δεν υπάρχει απλώς η καταγραφή του γεγονότος, αλλά ενυπάρχει και η διάσχιση του χρόνου από το έτος, την ημέρα και την ώρα που συνέβη το γεγονός στο κάθε δικό μας σήμερα.

    Με απασχολεί λοιπόν το τέλος του κόσμου.

    Αναρωτηθήκατε πόσες ταινίες μυθοπλασίας εξέλιξαν το δράμα τους μέσα στο φυσικό σκηνικό ενός κόσμου κατεστραμμένου…

    Υπάρχει και το αυτογκόλ

    Ο αγαπημένος μου και σπλαχνικός φίλος Σταύρος Τσιώλης ανησυχούσε για το τέλος του κόσμου από κάποιον αστεορείδη που η υπολογισμένη τροχιά του θα τον κατευθύνει σε μια πρόσκρουση με τη γη.

    Άλλη τρομαχτική απειλή κι αυτή!

    Ωστόσο, διαισθητικά θεωρώ ότι θα έρθει με έναν άλλο πιο επώδυνο τρόπο για τον ίδιο τον άνθρωπο.

    Ξέρετε, στο ποδόσφαιρο υπάρχει το αυτογκόλ. Ακόμη νομίζουν, θεωρούν, πιστεύουν ότι ο ένας ιμπεριαλιστής μπορεί να απειλεί τον άλλον ιμπεριαλιστή με τα πατήματα επικίνδυνων κουμπιών, εξοπλίζοντας τις άμυνες των χωρών τους με πυρηνικά για το όποιο παν ενδεχόμενο.

    Ο συντελεστής Φύση

    Αγνοούν λόγω της αυθάδειας της σιγουριάς τους έναν άλλο παράγοντα, τον συντελεστή Φύση ή Περιβάλλον.

    Έτσι -θαρρώ- θα έρθει.

    Όπως οι Σκιές του Κόσμου αφήνουν να εννοηθεί: Θα είναι ένας συνδυασμός οικολογικής καταστροφής με εκρήξεις πυρηνικών αντιδραστήρων.

    Στις Σκιές του Κόσμου, η συντέλεια της ανθρωπότητας επέρχεται από μία ακαθόριστη καταστροφή. Από θέση, δεν γίνεται εντελώς σαφές στο φιλμ ώστε αυτός ο εφιάλτης να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα που θα υποβάλλει τον θεατή.

    Ανέκαθεν, λοιπόν, επαναλαμβάνω, με απασχολούσε το τέλος του κόσμου- όχι όμως ως αναλώσιμη είδηση ούτε ως σκόρπια ανησυχία.

    Μπορεί να συνέβη στο παρελθόν, να συμβεί στο μέλλον ή και τώρα, σε λίγο

    Αλλά όπως δηλώνει και ο αφηγητής της ταινίας στην αρχή:

    «Μπορεί να συνέβη στο παρελθόν…. Να συμβεί στο μέλλον…. Ή και τώρα… σε λίγο…. Τοπία φαντάσματα, κουφάρια και σκόρπια ίχνη…. Απομεινάρια του θανάτου να σαλεύουν ερήμην τους στην πνοή του αέρα…. Άψυχα βλέμματα θα κυοφορούν νεκρές επιθυμίες…. Ο θάνατος ωστόσο δεν είναι τίποτα μπροστά στη σκιά του. Ωραίο είναι να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου…. Όταν πεθαίνεις έως πού πεθαίνεις;».

    Μετά αποκαλυπτικό τοπίο στις Σκιές του Κόσμου του Μάριου Π. Παπαγεωργίου

    – Μη ομιλούσα η ταινία σας, χωρίς αυτό να επιστρέφετε στην κλασική του εποχή. Αλλά με την έννοια ότι η δράση εξελίσσεται μέσα από διαλόγους αλλά μέσα από βλέμματα και πνιχτές ανάσες.

    Αφήνετε τα σώματα να χορογραφήσουν τη δράση, την αντίδρασή τους στο δράμα της πείνας, σε μια χορογραφημένη ξιφομαχία.

    Πώς το πετύχατε αυτό και πώς εκπαιδεύσατε τους ηθοποιούς σας σε αυτό;

    Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Κινηματογράφο και ορισμένα από αυτά που υπαινίχτηκα απαντώντας στην πρώτη σας ερώτηση.

    Πράγματι, οι Σκιές του Κόσμου βαδίζουν στα χνάρια του Βωβού Κινηματογράφου.

    Μπορεί να υπάρχει ένας αφηγητής στην αρχή, αλλά η ταινία σε όλη την υπόλοιπη διάρκειας της είναι φτιαγμένη στο ύφος του βωβού κινηματογράφου- όχι με τρόπο μιμητικό.

    Θα ήταν φτήνια αν συνέβαινε έτσι. Τι θα είχε να προσφέρει η ταινία στον τομέα των αισθητικών αναζητήσεων;

    Ούτε υπάρχει καμία στόχευση η «σιωπή» στην ταινία να απλώνεται ως μία επιβαλλόμενη φόρμα έκφρασης.

    Αναδύεται μέσα από τις ανήλεες συνθήκες του κλειστοφοβικού χώρου στον οποίο εισέρχονται οι χαρακτήρες και είναι καταδικασμένοι να κινηθούν.

    Όχι απλώς ένα tour de force

    Η ταινία γυρίστηκε ώστε να δίνει την αίσθηση μιας κάμερας αόρατης που έτυχε να δει μία εξέλιξη της ζωής, την κατέγραψε και την «εμφάνισε».

    Ξέρω καλά ότι η ταινία μπορεί να παρεξηγηθεί ως ένα επιδεικτικό tour de force (σ.σ. εννοεί επίδειξη εκφραστικής, αισθητικής δυνάμεως).

    Μια λανθασμένη, επιπόλαιη άποψη θα έλεγα καλύτερα.

    Η ταινία θα πρέπει να ιδωθεί ως ένα όραμα….

    Όσον αφορά τη δράση που εξελίσσεται μέσα από βλέμματα και πνιχτές ανάσες…

    Όλοι υποφέραμε κατά τη διάρκεια του γυρίσματος.

    Οι ηθοποιοί βούτηξαν στον χαρακτήρα που ερμήνευε ο καθένας και λειτούργησαν μέσα από ένα είδος αυθυποβολής.

    Ο ηθοποιός είναι νευραλγικής σημασίας

    Μιλήσαμε για το πώς έχω σκεφτεί την ταινία, αυτό εννοείται. Αλλά μην ξεχνάμε πως όταν ακούγεται «Μοτέρ, πάμε!» ο ηθοποιός είναι πλέον μόνος του.

    Η μόνη του συντροφιά είναι ο χαρακτήρας που ερμηνεύει.

    Όπως και σε όλους τους υπόλοιπους συντελεστές της ταινίας, έτσι φυσικά και στους ηθοποιούς, επισημάνθηκε το εξής: ότι η συμβολή τους, δηλαδή, είναι ίδιας νευραλγικής σημασίας με τη σκηνοθεσία. Εξ ου και αυτό το φυσικό αποτέλεσμα.

    Χορογραφία με τον ρυθμό και τη διάρκεια των πλάνων

    Για τη χορογραφία, αποτάθηκα σε ειδικό: τον σπουδαίο Γεννάδιο Πάτση. Πέρα από αδικημένος ηθοποιός είναι και χορογράφος σκηνών μάχης.

    Του είχα δώσει κάποιες οδηγίες κατεύθυνσης μες στο χώρο και τι πλάνα πρόκειται να κάνω και πόσης διάρκειας θα είναι αυτά τα πλάνα πάνω-κάτω.

    Τώρα που είπα, πλάνα και διάρκεια πλάνων, θα πρέπει να σημειώσω κάτι σημαντικό.

    Η χορογραφία βασίστηκε σε έργα με τον Έρολ Φλιν, τον Τάιρον Πάουερ, το Scaramouche (Σκαραμούς) με τον Στιούαρτ Γκρέιντζερ και το The Three Musketeers (Τρεις Σωματοφύλακες) με τον Τζιν Κέλι.

    Και τι εννοώ, βασίστηκε.. Εννοώ η διάρκεια και ο ρυθμός των πλάνων.

    Έγραψα σε ένα dvd αποσπάσματα από αυτές τις ξιφομαχίες και μελέτησα τον εσωτερικό ρυθμό τους.

    Η ξιφομαχία είναι θέαμα

    Γιατί η ξιφομαχία από την ίδια της τη φύση είναι και θέαμα.

    Όπως και μια χορογραφία σε ένα μιούζικαλ.

    Δεν γίνεται να αλέθεις το θέαμα με σωρία πλάνων στο μοντάζ. Αρνητικά παραδείγματα: Οι Πειρατές της Καραϊβικής και το La La land αντίστοιχα.

    Και φυσικά επουδενί καμία άντληση από ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο.

    Καμία σχέση με τη φιλοσοφία πίσω από τις αιματοχυσίες στις ταινίες του Σαμ Πέκινπα.

    Τέσσερις άνδρες στις Σκιές του κόσμου του Μάριου Π. Παπαγεωργίου

    – Καθώς οι άντρες παλεύουν για επιβίωση, όπως έχετε σημειώσει, δεν υπάρχει γραμμική αφήγηση. Υπάρχει όμως μνήμη, που επανέρχεται με μια σειρά από αληθινές φωτογραφίες, σαν ενσταντανέ στιγμών της παλιάς ζωής τους.

    Ο παραλληλισμός με τον Μαρκέρ είναι εύκολος. Εννοώ με τον ανυπέρβλητο Κρις Μαρκέρ και το La jetée (ε.τ. Σταθμός αποχαιρετισμού), μία υπαρξιακή ιστορία σε μελλοντολογικό χρόνο συντεθειμένη μονάχα από φωτογραφίες και ένα μονάχα πλάνο «ζωντανής κίνησης».

    Και γιατί λέω εύκολος;

    Η έμπνευση χρήσης φωτοϊστορίας σαφώς έχει γεννηθεί από αυτό το αριστούργημα.

    Κατά καιρούς μου έχουν έρθει, βέβαια, διάφορες εμπνεύσεις που έχουν γίνει σε άλλες ταινίες, που όμως εγώ προσωπικά τις είδα αργότερα.

    Απύθμενη συγκίνηση

    Σημασία έχει τι δρόμο τραβάει η χρήση αυτής της έμπνευσης μέσα σου, στον δικό σου μέσα κόσμο.

    Για μένα το κορυφαίο παράδειγμα, είναι η Νοσταλγία σε σκηνοθεσία Αντρέι Ταρκόφσκι.

    Ας θυμηθούμε τη σκηνή με εκείνο το πήγαινε-έλα με το κερί που σβήνει και πηγαίνει πίσω να το ξανανάψει και ξανά μπροστά και ξανά πίσω, μέχρι να μπορέσει να διασχίσει εκείνη τη μικρή απόσταση με το κερί αναμμένο για να εκπληρώσει το τάμα του.

    Πρόκειται για μία σκηνή όλο δέος και απύθμενη συγκίνηση.. Και πάλι βούρκωσα.

    Αλληλεπίδρουσα πρωτοτυπία

    Γιατί σας την ανέφερα όμως..;

    Γιατί ο Ταρκόφσκι τη σκηνή αυτή την κάνει δική του.

    Σκηνή θείας εμπνεύσεως, που όμως την έχει δει από τον Μπρεσόν στη Mouchette (ε.τ. Μουσέτ) όταν η μικρή Μουσέτ με το σιωπηλό, ανέκφραστο μουτράκι της αποφασίζει να αυτοκτονήσει κάνοντας βαρελάκια τυλιγμένη σε ένα φόρεμα καλύτερο από το φθαρμένο δικό της.

    Οι πρώτες της προσπάθειες καταλήγουν σε απόπειρες. Τα βαρελάκια της δεν τη φτάνουν μέχρι τα νερά του βούρκου έως ότου έρθει η μοιραία κατάληξη, ακουστεί το πλαφ κι ακολουθήσει η μουσική του Μοντεβέρντι, που τη στεφανώνει με τη Θεία Χάρι.

    Θέλω να καταλήξω σε κάτι που στέκεται απέναντι στον καθολικό ισχυρισμό του «Όλα έχουν γίνει… Δεν υπάρχει παρθενογένεση».

    Κι εγώ λέω, «Κι όμως υπάρχει κάτι…. Κι αυτό μπορεί να ονομαστεί “αλληλεπριδράζουσα πρωτοτυπία”».

    Οι άντρες θυμούνται το παρελθόν τους, τον πρότερο εαυτό τους, που μοιάζει ρεαλιστικός, θαρρείς κοινότοπος. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το εφιαλτικό, μετα-αποκαλυπτικό τοπίο του φιλμ.

    Αυτή η επιμειξία ρεαλισμού και ονείρου, που συνυπάρχουν στις Σκιές του κόσμου με οργανικό τρόπο, παραπέμπει στον υπερρεαλισμό; Γιατί υπάρχει; Αν όχι απλώς για να επικυρώσει την «παντοδυναμία των ονείρων», όπως έγραψε ο Μπρετόν; 

    Πώς θα μπορούσε να απουσιάσει η Μνήμη! Να τη γράψετε κι αυτή τη λέξη με κεφαλαίο το γράμμα «Μ», παρακαλώ.

    Οι τίτλοι τέλους του φιλμ, φτιαγμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα, είναι φωτογραφίες. Τους έχουμε δώσει αισθητική δαγεροτυπίας- με ρημαγμένα τοπία που καπνίζουν.

    Το αισθητικό ύφος της δαγεροτυπίας μας συνδέει με το παρελθόν και το απώτερο μέλλον.

    Αναδίδουν την αίσθηση μιας οριακής χρονικής ώσμωσης. “Μπορεί να συνέβη στο παρελθόν…. Να συμβεί στο μέλλον…. Ή και τώρα… σε λίγο….” όπως λέει και ο αφηγητής.

    Μπορεί να συνέβη στο παρελθόν ή να συμβεί στο μέλλον

    Όμως όλα σχετικά με τη Μνήμη αρχινάνε ήδη, όπως καταλαβαίνει κανείς, από τον αφηγητή.

    Μέσα από αυτά που λέει προχωρώντας στον έρημο δρόμο υπό το φως ενός πύρινου ηλιοβασιλέματος, μας υποβάλλει ήδη.

    Η Μνήμη είναι κάτι που με απασχολεί σε καθετί που έχω ονειρευτεί να δημιουργήσω.

    Η Μνήμη που σέρνει πίσω της αυτό που ονομάζομαι… ανικανοποίητο.

    Στις Σκιές του Κόσμου μέσα από τα λόγια του αφηγητή μας οδηγούμαστε στην κινηματογραφική αποκάλυψη του οράματός του.

    Ο αφηγητής είναι το πρελούδιο του οράματος που πρόκειται να εκτυλιχθεί μπροστά μας.

    Τα τέσσερα πρόσωπα της ταινίας -οι τέσσερεις αυτοί άντρες- αρχικά θυμούνται το παρελθόν τους είτε ως ένα ξερίζωμα από τον κόσμο τους -τον δικό του ατομικό κόσμο των συνηθειών τους- ή πώς τους βρήκε η ακαθόριστη αυτή καταστροφή και κατάφεραν να διασωθούν από τον όλεθρό της.

    Είναι η οριστική συνειδητοποίησή τους μέσα σε ένα νέο “άγνωστο, ανασφαλές παρόν”.

    Καταφύγιο κάτω από τη γη

    Θα συμπλήρωνα επίσης ότι είναι ακόμη και τα πρώτα τους αναγνωριστικά πατήματα σε ένα καταφύγιο κάτω από τη γη.

    Το οποίοι οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορεί να τους παράσχει μια πρόσκαιρη ανυπαρξία κινδύνου ύστερα από την αναπάντεχη απόσχιση τους από τον μέχρι πρότινος καθημερινό ρυθμό της ζωής τους.

    Αρκετοί μου είπαν -και είναι κάτι ομολογώ που δεν το είχα σκεφτεί όταν διαμορφώναμε το απόκοσμο αυτό σύμπαν του καταφυγίου- ότι είναι το πουργκατόριό τους.

    Μου άρεσε αυτό..

    Τα λέω όλα αυτά γιατί η Μνήμη στην ταινία απλώνεται ως αίσθηση· καλειδοσκοπικά, θα έλεγα.

    Είναι ωραία αυτή σας η επισήμανση περί «επιμειξίας ρεαλισμού και ονείρου».

    Θίγεται ένα καίριο ζήτημα του σημερινού κινηματογράφου μας.

    Μόχθησα πολύ για αυτό δραματουργικά στις Σκιές του Κόσμου.

    Όνειρο πιο αληθινό από την πραγματικότητα

    Παρεμπιπτόντως, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος έχει πει σε ανύποπτο χρόνο κάτι υπέροχο: “Ο κινηματογράφος είναι μια πραγματικότητα που μοιάζει σαν όνειρο˙ ένα όνειρο, που την ίδια στιγμή, είναι πιο αληθινό από την πραγματικότητα»”.

    Για να επιστρέψουμε στις Σκιές του Κόσμου….

    Η δοκιμασία αυτών των τεσσάρων υπάρξεων αναδύεται μέσα από την πραγματικότητα, μέσα από τον ρεαλισμό.

    Η δραματουργική πρόθεση, λοιπόν, -εξ ου και ο μόχθος- αναφορικά με το σουρρεαλιστικό στοιχείο που εισβάλλει στο φιλμ ήταν να μην εμφανιστεί αυθαίρετα.

    Να εμφανιστεί οργανικά ώστε να εκλύεται μέσα από τον εξπρεσσιονισμό του χώρου και να διατρυπά την πραγματικότητα.

    Ριψοκίνδυνη ισορροπία

    Ρεαλισμός και Φαντασία να συνυπάρχουν και τα δύο μαζί, με το δεύτερο στοιχείο να απορρέει εκ του φυσικού- μέσα από το πρώτο, δηλαδή.

    Και αυτή η μίξη εξπρεσσιονισμού και σουρρεαλισμού μπορεί να φαντάζει ριψοκίνδυνη -δεν θυμάμαι να την έχω δει σε κάποια άλλη ταινία. Ωστόσο επιδιώξαμε να δέσουμε τα στοιχεία της.

    Άρα στην ταινία μαζί με τη σκηνογράφο μου -τη νεαρή και τρομερή Μαντώ Ψυχουντάκη– χτίσαμε ένα σύμπαν που ο θεατής να έχει μια κάποια προσλαμβάνουσα του «πραγματικού» όπου εκεί θα αναδυθούν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που ανήκουν στον θεατό κόσμο του κινηματογραφικού φακού.

    Εν ολίγοις, δεν αποζητήσαμε την αυθαιρεσία που θαυμάζεται σήμερα τόσο πολύ ως μετα-μοντέρνο επίτευγμα. Η παντοδυναμία του χώρου.

    Συνεπώς, στις Σκιές του Κόσμου ενυπάρχουν οργανικά όλα αυτά: Ρεαλισμός, Φαντασία, Υπερρεαλισμός, Εξπρεσσιονισμός και Σουρρεαλισμός.

    Εγκλωβισμένος αέρας

    Η Μνήμη μέσα σε ένα τέτοιο παντοδύναμο χώρο, όπου όλα αυτά συνυπάρχουν, αποπνέει την αίσθηση ενός εγκλωβισμένου αγέρα που σφυρίζει.

    Ενώπιον της τούρτας με την αυτόφωτη λάμψη οι χαρακτήρες ανασύρουν -σαν υπνωτισμένοι μες στην έκσταση της πείνας τους- κινήσεις και χειρονομίες της ταξικής τους συμπεριφοράς.

    Η Μνήμη τούς διατρέχει.

    Μη σας κουράζω, όμως, άλλο με τη δραματουργική εξέλιξη της Μνήμης μέσα στην ταινία.

    Κλείνοντας θα αναφέρω μονάχα πως η δεύτερη φάση της φωτοϊστορίας του κάθε χαρακτήρα διαφέρει από την πρώτη φάση.

    Τη δεύτερη φάση τη διατρέχει το ψυχικό στοιχείο: εκεί αποκαλύπτεται το εσωτερικό βάθος των χαρακτήρων και προβάλλει την πιο κρίσιμη στιγμή το ανθρώπινο στοιχείο μέσα τους.

    Από όλα αυτά που έχουν συμβεί και τους βρίσκουν στο ενδιάμεσο, μοιραία η συνείδησή τους έχει μεταβληθεί.

    Μνήμη και κινηματογραφικός χρόνος

    Ναι, και όλες οι φωτοϊστορίες αποδόθηκαν μέσα στο πλαίσιο της ιδανικής ισορροπίας ανάμεσα στο πραγματικό χρόνο που η μνήμη μας ανακαλεί ένα στιγμιότυπο ζωής και τον κινηματογραφικό χρόνο.

    Απαιτεί εξαιρετικά λεπτή ισορροπία κάτι τέτοιο. Μακρηγόρησα, συγγνώμη….

    Δαγεροτυπίες στις Σκιές του Κόσμου του Μάριου Π. Παπαγεωργίου

    – Οι άντρες δεν έχουν όνομα, δεν έχουν ταυτότητα; και γιατί άραγε;

    Οι Σκιές του Κόσμου είναι ζοφερός στοχασμός πάνω στη στιγμή όπου ο άνθρωπος θα πρέπει να αναζητήσει μέσα του αν μπορεί να ενωθεί ξανά με τον Κόσμο.

    Γιατί χρειάζονται λοιπόν τα ονόματα;

    Χωρίς όνομα αλλά με ταυτότητα

    Οι ίδιες οι ζοφερές συνθήκες μέσα στις οποίες κινούνται οι χαρακτήρες εξαλείφουν το όνομα για να μείνει η ύπαρξη αντιμέτωπη με τα ένστικτά της σε κατάσταση έκστασης, αλλά και το δίλημμα.

    Ας μην ξεχνάμε ότι είναι τέσσερεις υπάρξεις μετέωρες μέσα στο ίδιο τους το «είναι».

    Τώρα, όσον αφορά την ταυτότητα, θα διαφωνήσω. Οι τέσσερεις άντρες διαθέτουν ταυτότητα.

    Καθένας τους -αν και ισοπεδωμένος πια- έχει μια κοινωνική καταγωγή, κουβαλάει την τάξη του, που μέσα στον κλειστοφοβικό χώρο κάτω από τη γη υπαγορεύει ανακλαστικά τις χειρονομίες και πράξεις συμπεριφοράς του.

    Βέβαια, βρίσκονται όλοι ξεριζωμένοι από τις συνήθειές τους. Ακόμα και ο άστεγος..

    Το μαρτυρά και η πρώτη φάση της φωτοϊστορίας των τεσσάρων χαρακτήρων, που συνθέτει διαδοχικά για τον κάθε άνδρα όλα εκείνα τα εξωτερικά στοιχεία (π.χ. τα ενδυματολογικά) που «δένουν» στέρεα την πρότερη εικόνα του.

    Η δεύτερη φάση της φωτοϊστορίας, από την άλλη, έχει να κάνει με τον ψυχικό τους συντελεστή σε ανάπτυξη και των εξωτερικών στοιχείων.

    Όλα αυτά είναι αλληλένδετα.

    Ποιος ο λόγος λοιπόν, για την αναφορά σε ονόματα;

    Εντάσσεται η ταινία σας στο μετά-αποκαλύπτικό είδος;

    Βέβαια, σπεύδω να πω ότι απέναντι σε ταινίες του μετα-αποκαλυπτικού είδους, όπου ανήκουν και οι Σκιές του Κόσμου στέκομαι πάντα καχύποπτος αρχικά.

    Ο αμερικάνικος κινηματογράφος και ιδίως ο σύγχρονος έχει κάνει πολύ κακό στο είδος, έχει ευτελίσει την αγωνία για το τέλος της ανθρωπότητας.

    Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις του, οι οποίες ανήκουν στην κλασσική ή μετα-κλασσική περίοδό του.

    Έχει εμπορευματοποιηθεί η σύλληψη τέτοιων ιδεών.

    Αποστειρωμένα, μαρμαρωμένα φιλμ

    Και η απουσία ονομάτων που συνοδεύει αρκετές φορές τους χαρακτήρες εξαντλείται σε ένα εξισωτικό διανοητικό παιχνίδι που στειρώνει τα πάντα.

    Απέναντι σε όλα αυτά τα δεδομένα που συνιστούν εμπόδια, γιατί αποτελούν εδραιωμένες δραματουργικές συμβάσεις πλέον, στέκει το απεικόνισμα των Σκιών του Κόσμου.

    Μόνο το La jetée (ε.τ. Σταθμός αποχαιρετισμού) του Κρις Μαρκέρ, που αποτελεί μάλιστα και ορόσημο του είδους αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου γενικότερα, κατάφερε μέσα από την ανωνυμία των χαρακτήρων, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, να τους εναγκαλιστεί ως τις υπάρξεις.

    Γιατί η Τέχνη που θα μπορούσε πλήρως να ανταποκριθεί στο βάθος των συλλήψεων του Μαρκέρ δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ.

    – Το φιλμ πειραματίζεται έντονα με την κινηματογραφική φόρμα. Το θέμα υπαγόρευσε τη μορφή ή η μορφή τη φόρμα;

    Μου αρέσει που μέσω των ερωτήσεών σας αφήνετε τους υπαινιγμούς μου για τον Κινηματογράφο αυτόν καθ’εαυτόν να οικοδομήσουν μια δραματουργική δομή.

    Οι Σκιές του Κόσμου ανήκουν στη ζώνη της «αβάν-γκαρντ».

    Αυτό έχει σημασία να υπογραμμιστεί από μία και μόνο άποψη, μιας και αυτή η μορφή έκφρασης εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες υπονομεύεται από τα ίδια τα αδιέξοδα μιας κάποιας πρωτοπορίας και ενός κάποιου πειραματισμού.

    Η αβάν-γκαρντ σήμερα ως γνησιότητα διαρκώς εκλείπει.

    Έχει αφομοιωθεί πλέον από την ταυτοσημία της με τον δαιδαλώδη και γι’αυτό ύποπτο όρο του «μετα-μοντερνισμού», στον οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι και δεν ξέρουμε ή δεν θέλουμε να αναζητήσουμε την έξοδο.

    Γιατί, δεν έχει υπάρξει τίποτα μετά το «μετα-μοντέρνο»;

    Σήμερα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δημιουργεί κάτι πρωτοποριακό;

    Θα θεωρηθεί τρελλός, ακόμα κι αν αυτό που θα έχει κάνει, είναι όντως τέτοιο.

    Μπορεί όμως σίγουρα να ισχυριστεί ότι η δημιουργία του είναι μετα-μοντέρνα.

    Ο μεταμοντερνισμός, που τα αλέθει όλα

    Ο «μετα-μοντερνισμός» τα χωνεύει όλα. Ή σήμερα… όλα σχεδόν είναι το «θέμα» εν απουσία μιας καίριας κινηματογραφικής έκφρασης.

    Να, κάτι ακόμα που απαιτεί εξαιρετικά λεπτή ισορροπία.

    Στους καιρούς μας, το «θέμα» μέσα από μια ιδέα-εύρημα είναι η ιδεολογική τοποθέτηση της εποχή μας. Ακόμα και στην πλειοψηφία τους οι ταινίες που ασχολούνται με καυτά κοινωνικά θέματα αρκούνται σε μια εικονογράφηση μιας φλέγουσας ανησυχίας.

    Η ίδια η διαδικασία της κινηματογράφησης του θέματος, μετατρέπει την αποτύπωση του εκάστοτε ζητήματος σε ιδεολόγημα.

    Και βέβαια, να μην το ξεχάσω, πρέπει να μη διαπνέονται από μια πολυσύνθετη ματιά. Αυτό σήμερα μπερδεύει, φλουτάρει την ιδεολογική τοποθέτηση. Τι θέλω να πω….

    Το θέμα ορίζει την ταινία;

    Σήμερα, εδραιώνεται όλο και περισσότερο η εξής καλλιτεχνική συνήθεια: Το θέμα να προϋπάρχει της ύπαρξης της ταινίας. Είναι σαν να είναι η ταινία ήδη γυρισμένη.. Μπορείτε να το φανταστείτε αυτό;

    Από όλα αυτά ορμώμενος και βιώνοντάς τα ως κινηματογραφιστής αλλά και ενεργητικός θεατής ανέπτυξα μία προσωπική ανάγκη σχετικά με τον δημιουργικό προσανατολισμό μου.

    Ο Κινηματογράφος, ξέρετε, δεν είναι έτσι όπως τον νομίζουμε.

    Είναι αυτό που η βιωματική εμπειρία της ίδιας της κινηματογράφησης θα έπρεπε να εκφράζει ως αγωνία ώστε να μιλήσει στοχαζόμενη πάνω στον Κόσμο, τις χαρές, τις θλίψεις του, τις απολαύσεις, τις απογοητεύσεις, τις αρετές και τα κρίματά του.

    Πεσιμισμός;

    Αν κανείς λοιπόν αναζητούσε τα αίτια που οδήγησαν τις Σκιές του Κόσμου να έχουν τη μορφή που διαθέτουν, ίσως θα έπρεπε να φτάσει στα θεμέλια μιας μελαγχολικής σκέψης για την Έβδομη Τέχνη.

    Ο Κινηματογράφος είναι σήμερα 127 ετών.

    Όλα αυτά τα έτη που φέρει πάνω στο καλλιτεχνικό του σώμα και μέσα στη ψυχή του ο Κινηματογράφος ξεπερνάνε και τον μακροβιότερο άνθρωπο που έχει καταγραφεί ποτέ, τη γυναίκα, Ζαν Καλμάν.

    Και όμως όλα αυτό το χρονικό μέγεθος μας έχει αποπροσανατολίσει, φοβάμαι.

    Φαίνονται λίγα τα χρόνια για μια Τέχνη όπως ο Κινηματογράφος αλλά έχουν αποδειχτεί πολλά.

    Εφέ στην υπηρεσία της αφήγησης

    Οι Σκιές του Κόσμου διαθέτουν εφέ.

    Το φιλμ στηρίζεται σε αυτά.

    Όμως η ταινία δεν υποτάσσεται στα ειδικά εφέ.

    Όλα τα εφέ, τα ωραία, που έκανε ο Κωνσταντίνος Π. Κακαρούντας και οι συνεργάτες του στην εταιρία DaHouse Studio, που διατηρεί, υπηρέτησαν την αφήγηση της ταινίας. Τα εφέ, με άλλα λόγια, γίνανε μέρος, αφομοιώθηκαν από τον οντολογικό χαρακτήρα που ήθελε να έχει η ταινία εξαρχής.

    Δεν συνέβη το αντίστροφο, όπου τότε θα απουσίαζε καθετί οντολογικό.

    Η αγωνία της έκφρασης

    Και επεκτείνω αυτό μου τον συλλογισμό….

    Ενώ εν πολλοίς όσοι ασχολούνται με το «πράττειν κινηματογραφικώς» κατέχουν την τεχνική του, υπάρχει κάτι το οποίο με γεωμετρική πρόοδο λησμονείται: Η αγωνία της κινηματογραφικής έκφρασης.

    Με τις Σκιές του Κόσμου θα ήθελα να επιστρέφω σε αυτή την “αγωνία της κινηματογραφικής έκφρασης”.

    Φυσικά, θα ήταν σόφισμα, να ισχυριστώ ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στα χρόνια του Μελιές, αλλά και του Γκρίφιθ, του Φορντ ή του Ραούλ Γουόλς. Tων ανθρώπων, εν ολίγοις, που διαμορφώσαν τη γραμματική και το συντακτικό της Τέχνης που υπηρετούμε θυσιαζόμενοι.

    Σήμερα, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε ωστόσο στα χρόνια που δυναμίτισαν τούτη τη γραφή του Κινηματογράφου και η Έβδομη Τέχνη εξελίχτηκε μαζί με αυτούς που ανέφερα παραπάνω, αλλά και με άλλους, σε μία οντολογική τέχνη.

    Οι Σκιές του Κόσμου επιλέγουν αυτήν την αγωνία

    Άρα ίσως θα ήταν εφικτή μία επιστροφή στα χρόνια του Αϊζενστάιν ή την εποχή που ο Μπουνιουέλ έκανε τον Ανδαλουσιανό Σκύλο ή τη Χρυσή Εποχή.

    Οι Σκιές του Κόσμου επιλέγουν έναν τρόπο αυτής της αγωνίας.

    Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι τρόποι για μια τέτοια επιστροφή- παράδειγμα μια ταινία, που μάλιστα είναι και υποψήφια για τα φετινά βραβεία ΙΡΙΣ του 2022, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Γούση: Τα μαγνητικά πεδία επιλέγουν έναν άλλο τρόπο, εσωτερικά παράτολμο.

    Όπως και να ’χει, σημασία έχει η εκ νέου ανακάλυψη της ουσίας των εικόνων και των ήχων που συνθέτουν ένα φιλμ.

    Εμφανίζεται ως οραματική μορφή

    Αυτό που εννοώ είναι το προσωπικό χώσιμο του καθενός μας μες στο εαυτό του, αναζητώντας την ουσία του «είναι» μας σε σχέση με την πρωτογενή επιθυμία του «κινηματογραφείν»: όπως στο L’Atalante (ε.τ. Αταλάντη) σε σκηνοθεσία Ζαν Βιγκό, ο Ζαν (Jean Dasté-Ζαν Νταστέ) βουτάει μες στα νερά της θάλασσας αποζητώντας τη γυναίκα του, Ζυλιέν (Dita Parlo -Ντίτα Πάρλο) που τον έχει εγκαταλείψει.

    Προφανώς δεν θα τη βρει στο βυθό της θάλασσας, αλλά με το πηγαίο του αίσθημα, τη βαθιά του επιθυμία να σμίξουν και πάλι, βουτάει και ανοίγοντας περάσματα με το κολύμπι του, εκείνη εμφανίζεται ως οραματική μορφή.

    Αυτό είναι που έχει σχεδόν παντελώς εκλείψει πια.

    Οι τέσσερις άνδρες είναι ανώνυμοι αλλά όχι χωρίς ταυτότητα στις Σκιές του Κόσμου του Μάριου Π. Παπαγεωργίου

    – Η πρωτότυπη μουσική λειτουργεί ως εκφραστικό, δραματουργικό στοιχείο και όχι ως «χαλί», σωστά;

    Η Ελένη Λομβάρδου, όπως είπα γράψει και σε μία ανάρτηση στο facebook είναι απεσταλμένη στη ζωή για να συνθέτει μουσική.

    Όταν πρωτομίλησα μαζί της, η στάση της απέναντι στην Τέχνη της, δεν μου ήταν γνωστή.

    Στην τηλεφωνική μας επικοινωνία, λοιπόν, αυτό που της ζήτησα κοντολογίς ήταν η δημιουργία ενός σάουντρακ που δεν θα ακούγεται από μόνο του, αλλά θα εξερευνά την εικόνα και τα συμβάντα.

    Να μην σφυρίζεται ο μουσικός σκοπός

    Αμέσως συνεννοηθήκαμε.

    Θα ξέρετε ότι για έναν μουσικό αυτό είναι ό,τι πιο δύσκολο: να αποδεχτεί, δηλαδή μια τέτοια πρόταση, να συναινέσει στο να μη σφυρίζεται κάποιος μουσικός σκοπός.

    Μοιραστήκαμε παραδείγματα, μα κάναμε τα δικά μας. Τα παραδείγματα αποτελούν πάντα το συγκινησιακό ξύπνημα των συνειρμών του κόσμου μας. Φτάσαμε στο τέλος της δημιουργίας με οραματικό μόχθο.

    Αναδύεται, δεν επιβάλλεται

    Η μουσική των Σκιών του Κόσμου γεννάται από την ατμόσφαιρα, μοιάζει σαν να περνάει μέσα από τα χαλάσματα, να βγαίνει από τους τοίχους, να σχηματίζεται από τη ροή δράσης των χαρακτήρων, να “σκάβει” και να εξερευνά το υποσυνείδητό τους χωρίς να υπογραμμίζει.

    Αναδύεται· δεν επιβάλλεται.

    Όσοι έχουν δει ή θα δουν την ταινία, μπορεί να έχουν μια απορία γιατί το όνομα της μουσικού είναι στην ίδια καρτέλα με τον σκηνοθέτη.

    Το ίδιο είχε αποφασίσει και ο Όρσον Γουέλς στον Πολίτη Κέιν με τον διευθυντή φωτογραφίας Γκρεγκ Τολαντ.

    Και φυσικά, δεν πρόκειται για κλείσιμο του ματιού σε σινεφιλική αναφορά, αλλά απόρροια του ίδιου κινήτρου: Η εκτίμηση και ο θαυμασμός που χαιρετίζουν το μέγεθος της συνεισφοράς.

    Το μοντάζ κρατάει ρόλο κλειδί στη δραματουργική έκφραση;

    Το μοντάζ είναι η γλυπτική μιας ταινίας.

    Όλες οι Τέχνες, όπως και η σκέψη μας, η διαμόρφωση του λόγου μας βασίζονται στη γλυπτική, δηλαδή στη σμίλευση.

    Η μητέρα των πάντων είναι η Γλυπτική.

    Το μοντάζ ως σμίλευση

    Κάθε νοητική και πνευματική πράξη προτού καταλήξει στο αποτύπωμα του αποτελέσματός της περνάει από τη διαδικασία της σμίλευσης.

    Έτσι και το μοντάζ είναι η σμίλευση του ό,τι έχεις γυρίσει ως φιλμ και μέλλει να το συνθέσεις.

    Είναι μια περιπετειώδης αναγεννησιακή διαδικασία.

    Τους θαυμάζω αδυνατώντας να τους ακολουθήσω

    Και βέβαια όλα αυτά συντελούν ώστε το μοντάζ να εκφράζει συνήθως την «ψυχοδυναμική» ενός έργου. Και λέω συνήθως γιατί σε δημιουργούς όπως ο Τσιώλης ο Φορντ, και εν πολλοίς ο Φρανκ Κάπρα, μεταξύ άλλων το μοντάζ δεν χρησιμεύει. Απλώς το διαθέτουν γιατί πρέπει να κόψουν.

    Έχουν κάνει αδιόρατο μοντάζ μέσα στο ίδιο πλάνο.

    Όλοι αυτοί έκαναν έναν άλλου είδους ανυπέρβλητο Κινηματογράφο.

    Τον θαυμάζω αδυνατώντας να μπορώ να τον ακολουθήσω.

    – Υπάρχει χαραμάδα αισιοδοξίας; Στην επιθυμία για σωτηρία ή για εξιλέωση ίσως;

    Οι τέσσερεις υπάρξεις της ταινίας πότε αποφασίζουν να συνεργαστούν, ας πούμε; Όταν ψυχορραγούν…. Και πώς συνεργάζονται: …ανασύροντας από μέσα τους την ύστατη σύμπνοια, βρίσκονται από κοινού αντιμέτωποι με την αγωνία τους για εξιλέωση.

    Έτσι μονάχα. Είναι σπουδαίο όμως αυτό…

    Τώρα όσον αφορά χαραμάδα γενικότερης αισιοδοξίας… όχι, δυστυχώς καμία χαραμάδα δεν υπάρχει στις Σκιές του Κόσμου.

    Περηφανεύομαι γι’αυτό, ξέρετε, σχετικά με την ταινία, και την ίδια στιγμή αυτή η περηφάνεια με κάνει να αισθάνομαι άβολα- ενοχικά θα έλεγα.

    Καμία ταινία με σφιχτόκαρδο τέλος

    Από την άλλη, αυτή η περηφάνεια απορρέει από έναν δημιουργικό πεσιμισμό. Δεν ξέρω αν έχετε κάνει ποτέ την παρακάτω σκέψη: Ότι κανένα έργο μυθοπλασίας σε όποια Τέχνη κι αν ανήκει, δεν έχει κατ’ουσίαν σφιχτόκαρδο τέλος.

    Ας πούμε, οι Σκιές του Κόσμου είναι μια απαισιόδοξη ταινία, αφού η ελπίδα είναι μια λέξη φαινομενικά ανύπαρκτη μέσα στην αφηγηματική τροπή του έργου.

    Πώς θα αξιοποιήσουμε τα αισθήματα για να ξαναβγούμε στη ζωή

    Ακόμα και η Μοίρα εξοντώνεται, αφού παύει να υπάρχει το οτιδήποτε. Πρόκειται για τον απόλυτο θάνατο. Ως εδώ, ο αρχικός ισχυρισμός μου ακούγεται ως παραδοξολογία. Να συμφωνήσουμε όμως σε κάτι…;

    Στο ότι εξαρτάται, δηλαδή, πώς προσμετρά κανείς την απαισιοδοξία μέσα του;

    Αυτό που εννοώ είναι το πώς διαχειριζόμαστε αυτό που μας μεταγγίζεται από ένα έργο.

    Τι κάνει κανείς, δηλαδή, με τον σωματικό κορμό του Τζόνι (Τίμοθυ Μπότομς) που με την εσωτερική του φωνή αντηχεί την αγωνία του στο Johnnie Got His Gun! (Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του).

    Τι θα κάνει με την αυτοκτονία του Αλαίν (Μωρίς Ρονέ) στο Le feu follet (ε.τ. Η φλόγα που τρεμοσβήνει); Πώς αλλάζει το μέσα μας η φράση του Καρυωτάκη, «Αυτοκτονώ γιατί δεν έχετε οράματα»;

    Θέλω να πω ότι μονάχα με τον δημιουργικό πεσσιμισμό μπορούμε να αγγίξουμε κάτι καλύτερο.

    Είναι μια γόνιμη διαδικασία αυτή, θεωρώ, που συντελεί σε μια αφύπνιση, σε μια αλλαγή της συνείδησής μας, σε μια μεταμόρφωση του βλέμματος στο επανακοίταγμά μας στον κόσμο γύρω μας.

    Τα αισθήματα που μας καταλαμβάνουν από ένα Έργο Τέχνης να δούμε, δηλαδή, πώς θα τα αξιοποιήσουμε όταν βγούμε πάλι ξανά στην έξω ζωή….

    – Ποιοι σκηνοθέτες σας εμπνέουν;

    Ξέρετε, είναι άδικο, να αναφέρεις λίγους για χάριν χώρου της συνεντεύξεως ή της αντοχής του αναγνώστη, γιατί έτσι είναι σαν να υπονομεύεις τον συγκινησιακό κόσμο του εαυτού σου.

    Το μόνο που μπορώ να αναφέρω, είναι πώς όταν είδα το 1995, σε ηλικία 14 χρόνων, το Fort Apache σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, είπα: Αυτό ήταν.. Πάει, τελείωσε! Από τον Κινηματογράφο θα ζήσω, ο Κινηματογράφος θα με πεθάνει…

    Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος έχει αποκαλέσει τον Φορντ “Νείλο του Κινηματογράφου”.

    Στις Σκιές του Κόσμου υπάρχει ένα πλάνο αναφορά στον Φορντ από την ταινία του Cheyenne Autumn (ε.τ. Το δειλινό της μεγάλης σφαγής).

    Ωστόσο σπεύδω να αναφέρω ότι ο Φορντ δε θα άντεχε το έργο που σκηνοθέτησα και μπορεί να μου έριχνε και καμιά κλωτσιά ή καπνίζοντας το πούρο του να το απομάκρυνε από το στόμα του για να φτύσει κάτω.

    – Δουλεύετε πάνω σε ντοκιμαντέρ για τον περίφημο σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο. Γιατί αποφασίσατε να εμβαθύνετε σε αυτόν;

    Είναι ένα όνειρο που με συντροφεύει από το 2003 και φαινόταν ότι έτσι θα παραμείνει: ένα όνειρο σε κατάσταση πένθους….

    Μέχρι που ήρθε το 2020 όταν και χάρις τη βοήθεια ενός ανθρώπου μπόρεσα να εμφυσήσω στο όλο εγχείρημα τις πρώτες εικόνες και τους πρώτους ήχους αυτού του οράματος για μένα.

    Ξέρετε, με διακατείχε πάντα από τα μικράτα μου μια αισθαντική έλξη προς κινηματογραφικούς χαρακτήρες και ανθρώπους που αποτυχαίνουν στους κανόνες της ζωής και της καθημερινότητας.

    Και αυτό διότι θέλησαν να ζήσουν -ενίοτε και μέχρι θανάτου- μες στην αξιοπρέπεια του ονείρου τους και των αισθημάτων τους.

    Ποιητές ενός κόσμου που τους έθετε στο περιθώριο

    Υπήρξαν δηλαδή ποιητικοί ευεργέτες ενός κόσμου που τους έθετε στο περιθώριο ή τους θεωρούσε «χαλασμένα αυτόματα».

    Αυτή η σύνοψη ωστόσο μπορεί να φανερώσει πολλές πτυχές, αλλά δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε μια συνέντευξη- τα παραδείγματα που είναι ουκ ολίγα θα έπρεπε να τα ακολουθήσουν εκτενείς αναφορές, και θα φάνταζε ως επίδειξη κινηματογραφικών γνώσεων.

    Ας αρκεστούμε ότι μπορεί να εκταθεί από το Τέρας του Φρανκενστάιν έως και τους σημερινούς χαρακτήρες της ήττας στις ταινίες του μεγαλύτερου Αμερικάνου σκηνοθέτη του 21ου αιώνα που εργάζεται μέσα στο σύστημα και λέγεται Μπένετ Μίλλερ (ας πούμε Capote με Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν και Foxcatcher). Ο ίδιος είναι μια μετεξέλιξη του Καζάν.

    Γρίφος με περιτύλιγμα μυστηρίου

    Ο Κανελλόπουλος λοιπόν είναι μια τέτοια ιδιοσυγκρασιακή περίπτωση: “Ένας γρίφος με περιτύλιγμα μυστηρίου μέσα σε ένα αίνιγμα”  κατά τη ρήση του Τσώρτσιλ για την τότε ΕΣΣΔ.

    Πρόκειται λοιπόν για έναν σκηνοθέτη (ας υιοθετήσουμε καλύτερα τη λέξη «κινηματογραφιστής») ο οποίος ήδη από την περίοδο που ακόμα γνώριζε την ανέλπιστη καθολική αποθέωση από τους εθνικούς κινηματογραφικούς κύκλους είχε αρχίσει σταδιακά να βιώνει την έκλειψη του εαυτού του.

    Εύθραυστη επαφή με το Χρόνο

    Στο δοκιμιακό αυτό ντοκυμανταίρ ένας αφηγητής-ερευνητής εξιχνιάζει το μυστήριο «Τάκης Κανελλόπουλος», απευθύνοντας νοερά μια σειρά επιστολών προς τον Θεσσαλονικέα δημιουργό.

    Οι επιστολές αυτές θα είναι χωρισμένες σε θεματικές ενότητες, η καθεμιά από τις οποίες θα αποτελεί και ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό κεφάλαιο.

    Και μέσα από όλη αυτή την αφηγηματική πορεία θα δούμε δύο κόσμους σε αντιπαραβολή: Τον μεταβαλλόμενο κόσμο του κοινωνικού γίγνεσθαι (τον Ιστορικό Χρόνο, δηλαδή) και τον κόσμο της κανελλοπουλικής ενατένισης του Χρόνου.

    Είναι εύθραυστη η σχέση τέτοιων ανθρώπων με τον Χρόνο….

    Πληροφορίες

    Οι Σκιές του Κόσμου του Μάριου Π. Παπαγεωργίου προβλήθηκαν τελευταία φορά στο φεστιβάλ νέων κινηματογραφιστών 2022 της Νέας Υόρκης.



    ΣΧΟΛΙΑ