• Άρθρα

    Πάνος Καζάκος: Τέλος των ψευδαισθήσεων μετά την κρίση χρέους;

    Πάνος Καζάκος φωτογραφημένος για τη συνέντευξή του με τον Γιάννη Πανταζόπουλο


    Το Τέλος των ψευδαισθήσεων (εκδ. Παπαζήση, 2020) του Πάνου Καζάκου δεν αποτελεί μόνο μία αποτίμηση της κρίσης χρέους. Ούτε ασχολείται με την επίρριψη ευθυνών. Τον διανοούμενο καθηγητή ενδιαφέρει περισσότερο να φτάσει στο μεδούλι: «Στην ουσία των διλημμάτων, των αποφάσεων ή παραλήψεων, στις βαθύτερες θεσμικές, διαρθρωτικές και ιδεολογικές αιτίες των προβλημάτων, στις επιπτώσεις των επιλογών σε οικονομία, κοινωνία (βλ. ανεργία) και δημόσια σφαίρα».

    Με άλλα λόγια προβαίνει σε βαθυστόχαστη διερεύνηση του τι πήγε στραβά έτσι ώστε να μην επαναληφθεί. Διότι χωρίς αυτήν την κατανόηση, δεν αποκλείεται στο μέλλον το κακό να ξαναγίνει.

    Ένα βιβλίο για την κρίση εν μέσω της επόμενης (υγειονομικής) κρίσης με την οποία ακόμη παλεύει η ανθρωπότητα, ίσως χάνει το μομέντουμ του. Ωστόσο, η χρησιμότητά του δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί.

    Επιπλέον, ο Πάνος Καζάκος έχει βρεθεί σε νευραλγικές θέσεις. Γνωρίζει εκ των έσω τα μικροσκοπικά κλειδιά και γρανάζια της οικονομίας. Παράλληλα διατηρεί τη μακροσκοπική ματιά των γερμανών οικονομολόγων και της φιλοσοφημένης τους παράδοσης.

    Ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ελλάδα και οικονομικά στην (τότε Δυτική) Γερμανία όπου από το 1963 υπήρξε «φιλοξενούμενος εργάτης» (Gastarbeiter). Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου το 1970.

    Υπήρξε μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ενώ έχει διατελέσει εμπειρογνώμων του Υπουργείου Εξωτερικών και διευθυντής ερευνών του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών.

    Έχει δώσει διαλέξεις σε πάμπολλα διεθνή πανεπιστήμια ενώ την παρεμβατική του αρθρογραφία (πέρα από τα βιβλία του) φιλοξενούν συχνά διάφορα κεντρικά έντυπα.

    Άλλωστε το κείμενου του Τέλους των ψευδαισθήσεων δημοσιεύθηκε πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019 στην Καθημερινή.

    Έξοδος από την Ευρωζώνη και φαντασιώσεις

    Η αφήγηση επικεντρώνεται σε κομβικά ιστορικά κομμάτια και η ανάλυσή του παραμένει υπερκομματική, ανεξάρτητη, εντυπωσιακά διαυγής.

    Όσον αφορά το πρώτο μνημόνιο: Δεν υπήρξε έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους παρότι η ορθολογική λύση υπαγόρευε να κληθούν οι ιδιώτες δανειστές να συμμετάσχουν εξαρχής στην αναδιάρθρωση και όχι να το μεταβιβάσουν στα κράτη.

    Αλλά ως εδώ το λάθος οφείλεται και στην ΕΕ: Δεν ήθελε νέα κρίση των τραπεζών που είχαν δανείσει δισεκατομμύρια στην Ελλάδα και φοβόντουσαν μήπως μετακυλήσει η κρίση και σε άλλες χώρες.

    Υπάρχουν βέβαια ακόμη εκείνοι που φαντάζονται μια Ελλάδα ιδανικά μακριά από την Ευρωζώνη.

    Κατά τη γνώμη τότε προβεβλημένων στελεχών, η στάση πληρωμών και η έξοδος είχαν μικρότερο κόστος από την παραμονή, το νέο δανεισμό, τα ελαττώματα που προκάλεσε η κακή εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Με μείωση ΑΕΠ 25% και ανεργία στο 27%. Η ιδέα ότι θα ερχόταν η ανάκαμψη σε χώρα με υπέρογκο χρέος, «δεν άντεχε στον επιστημονικό έλεγχο».

    Από την άλλη, η μονομερής στάση περιφρονούσε επιδεικτικά και με οίηση τη σημασία του διεθνούς οικονομικού συστήματος και τους περιορισμούς του. Παρέβλεπε τις τεράστιες διαρθρωτικές υστερήσεις ή υπέθετε ότι θα διορθώνονταν με κρατικοποιήσεις παλαιάς κοπής χωρίς να σκέφτονται ότι αυτές εν μέρει οδήγησαν στην κρίση.

    Τέλος δεν αναγνώριζαν ότι η εφαρμογή αντικυκλικής πολιτικής ήταν τότε αδύνατη εξαιτίας τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

    Στις συνθήκες του 2010 η έξοδος «θα οδηγούσε σε χαοτικές καταστάσεις, με πλήρη κατάρρευση της οικονομίας εξαιτίας των συσσωρευμένων προβλημάτων, των εγγενών αδυναμιών του πολιτικού-οικονομικού συστήματος και των αντιδράσεων μιας κοινής γνώμης σε σύγχυση».

    Το ζήτημα της εξόδου προέκυψε εκ νέου το 2011 όταν το απέρριψε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, το 2015 ως «και, αργότερα, ως ημιεπίσημη πρόταση της Γερμανίας, που απετράπη χάρη στην αλλαγή πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Υπέβοσκε, όμως, έως το 2016-2017, καθώς οι δυσκολίες για συμφωνία εφαρμογής του τρίτου μνημονίου παρατείνονταν».

    Τμήματα της Αριστεράς το φαντασιώνουν ακόμη. Αντιλαμβάνονται την ΕΕ ως νεοφιλελεύθερο μόρφωμα. Αυτή η απορριπτική στάση μέσα στην κοινωνία φάνηκε το 2014 και ξανά κατά την επτάμηνη διαπραγμάτευση με την τρόικα το 2015.

    Παρότι ημερολογιακά η ανάλυσή του ξεκινάει από το 2010, έχει σημασία να σταθεί κανείς σε ορισμένες από τις συναρπαστικές αναλύσεις του για το 2015.

    Καταρχήν για τη στιγμή που η τότε πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου χαρακτήρισε τη στάση της ΕΕ «πραξικόπημα».

    Γράφει: «Η αντίδραση αυτή ανταποκρινόταν στις αντικαπιταλιστικές και αντιευρωπαϊκές ιδεολογικές καταβολές της αριστεράς και της σκληρής δεξιάς και επικρίθηκε ανοιχτά από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους (στη Βουλή)». Τότε διατελούσε μέλος της επιστημονικής επιτροπής του (203-2018).

    Τι διδάγματα προκύπτουν;

    Η κρίση του πρώτου εξαμήνου του 2015 ανέδειξε καταρχήν την «έλλειψη ρεαλισμού που εκδηλώνεται με την υποτίμηση των συσχετισμών δύναμης στην ΕΕ και τις αυταπάτες για τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της χώρας».

    Δεύτερον, «η απόλυτη προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομικής λογικής δεν αποδίδει».

    Και τέλος, παρατηρήθηκε γνωσιακή ασυμφωνία (cognitive incogruence) μεταξύ της πραγματικότητας και των φαντασιωτικών επιδιώξεων ή εμμονών διαφόρων πολιτικών.

    Αυτές οι ιδεοληψίες εμπόδισαν πολλά στελέχη να αναγνωρίσουν έγκαιρα τις εξελίξεις: «Οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο και την Ευρώπη είχαν μεν ξεπερασθεί από την πραγματικότητα, αλλά δεν είχαν αναθεωρηθεί».

    Και συνεχίζει: «Αυτό συνέβη αργόσυρτα, επώδυνα, εν μέρει κυνικά και αντιφατικά στη συνέχεια. Η γνωσιακή ασυμφωνία είχε σημαδέψει κατά τη μεταπολίτευση και εκείνους που κοίταζαν τον κόσμο με τους παραδοσιακούς πελατειακούς φακούς».

    Η πολιτική οικονομία

    Ο Πάνος Καζάκος στις αιτίες της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει και τη διάψευση προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει. Η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης μοιραία δεν υπερκεράστηκε από τις έκτακτες παροχές: Ως λαϊκίστικες υποσχέσεις αδυνατούν να πείσουν το ευρύ εκλογικό σώμα.

    Το υψηλό ποσοστό αποχής και αδιαφορίας των πολιτών οφείλεται σε αυτές τις υπερβολικές υποσχέσεις του γενικού πολιτικού συστήματος που αργά ή γρήγορα οδηγούν στη ματαίωση.

    Από το 1981 και μετά: «Σοσιαλισμός στις 17», «εκσυγχρονισμός» το 1996, «επανίδρυση του κράτους» το 2004, «πράσινη ανάπτυξη» το 2009 και «θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο» το 2015.

    Όπως έχει επισημάνει σε συνέντευξή του, η ελληνική κοινωνία διακρίνεται από χαμηλή κοινωνική συνείδηση και αίσθημα χαμηλής εμπιστοσύνης σε άτομα εκτός οικογένειας. Αυτό δυσκολεύει την ανάπτυξη κουλτούρας συνεργασίας. Παρομοίως και το κράτος θεωρείται εμπιστεύσιμο και αρεστό μόνο όταν ικανοποιεί το στενό, προσωπικό ενδιαφέρον.

    Αν η κρίση επηρεάζει την πολιτική τότε η χώρα βρίσκεται σε κομβική, ιστορική στιγμή. «Κατά την οποία αλλάζουν τα συστήματα αξιών και δημιουργείται νέα ηθική σε πολίτες και πολιτικούς».

    Μετά την κρίση (και την πανδημία) η χώρα δεν θα ανακάμψει αν αρχίσει πάλι το παραδοσιακό μοίρασμα χρημάτων και επιδομάτων. Θα καθηλωθεί σε νέα στασιμότητα και πιθανόν να οδηγηθεί σε εκτροχιασμό της οικονομίας.

    Όταν το χρέος παραμένει υπερβολικό, τότε κάθε κέρδος που προκύπτει από τυχόν μεταρρυθμίσεις κατευθύνεται στην εξυπηρέτησή του αντί να το καρπώνονται οι πολίτες της χώρας. Όπως συνέβη με το πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό αποτελεί αντικίνητρο για μια κυβέρνηση να επιμείνει στο μεταρρυθμιστικό της έργο.

    Το 80% του χρέους βρίσκεται στα χέρια των δανειστών. Αν η Ελλάδα εφορμήσει «σε κρίσιμη μάζα μεταρρυθμίσεων, θα βρεθεί λύση ή, έστω, η πίεση για λύση θα μετατοπισθεί προς την ΕΕ». Αυτό θα εξαρτηθεί «από την ικανότητα ηγεσίας της ΝΔ (και πιθανών συμμάχων της) να υπερισχύσουν των αντιστάσεων οργανωμένων συμφερόντων και παραδοσιακών εθισμών».

    Εάν πάρει κανείς την αισιόδοξη υπόθεση ότι τμήματα της πολιτικής και της κοινωνίας υπό τη Νέα Δημοκρατία «μαθαίνουν», τότε σύμφωνα με τον Καζάκο το ερώτημα είναι αν η καινούργια κυβέρνηση θα καταφέρει να αλλάξει το πλαίσιο:

    «Νοοτροπίες, τρόπος λειτουργίας των θεσμών διακυβέρνησης, πελατειακές πρακτικές, δικτυώσεις συντεχνιών και ισχυρών οικονομικών παραγόντων με την πολιτική, κυρίαρχες ιδέες, υποβοηθούμενη στο έργο αυτό από τις αλληλεπιδράσεις με την ΕΕ και από τα δυναμικότερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας».



    ΣΧΟΛΙΑ