• Άρθρα

    Κι όμως τα δίσεκτα έτη, όπως είναι το 2020, φέρνουν κέρδη στο ελληνικό χρηματιστήριο

    Wall Street


    Η επενδυτική φαντασία, έχει πολλές φορές το συγκριτικό πλεονέκτημα ,έναντι της οικονομικής γνώσης. Άλλωστε, για τους «γκουρού» των αγορών, οι νικητές στη μάχη των χρηματιστηριακών αποδόσεων, είναι κατά κανόνα εκείνοι που προβλέπουν σωστά τις…προβλέψεις των άλλων. Κινούμενοι έγκαιρα προς την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν, για διαφορετικούς ανά περίπτωση λόγους, οι περισσότεροι από τους ενεργούς «παίκτες».

    Στην παρούσα φάση εκείνοι που «αγοράζουν» το ανοδικό σενάριο για τις ελληνικές μετοχές, συνιστούν όπως όλα δείχνουν, το πλειοψηφικό ρεύμα.  Θεωρώντας ότι στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το ελληνικό χρηματιστήριο έχει τα φόντα να διατηρήσει την κεκτημένη δυναμική της περσινής χρονιάς. Όταν και ο αθηναϊκός «ναός» του χρήματος αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στον «στίβο» των αγορών.

    Ο Γενικός Δείκτης,  έπειτα από μια εντυπωσιακή πορεία , αποκόμισε ετήσια κέρδη 49,47%, ή 53,64% μετά και από το συνυπολογισμό των διανεμηθέντων μερισμάτων. Παράλληλα, η συνολική χρηματιστηριακή αξία όλων των εισηγμένων εταιρειών αυξήθηκε κατά 16,3 δις ευρώ, στη διάρκεια του 2019. Το οποίο και ήταν το καλύτερο  από πλευράς αποδόσεων, των τελευταίων 20 ετών. Από το 1999 δηλαδή, που έχει μείνει στιγματισμένο από την αλόγιστη υπερδιόγκωση των τιμών και το αναπόφευκτο  στη συνέχεια,  σκάσιμο της μεγάλης «φούσκας». Η χρονική αυτή απόσταση  από το «Βέργαιον διήγημα» της αγοράς (το μέγα ψέμα με άλλα λόγια)   συμπίπτει  με τις εξειδικευμένες αναφορές περί της απαιτούμενης 20ετίας, προκειμένου να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη των επενδυτών, οι  τραυματικές  εμπειρίες του παρελθόντος…

    Μένει βεβαίως να αποδειχθεί, το αν και κατά πόσο στη διάρκεια της νέας χρονιάς, θα πολλαπλασιαστεί το ενδιαφέρον των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών, για το χρηματιστήριο και τις μετοχές. Μπορεί το 2020 να είναι δίσεκτη χρονιά και να αναμοχλεύει δεισιδαιμονίες που «ακολουθούν» τα δίσεκτα έτη, αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από τέτοιου είδους προσεγγίσεις.

    Η καθαρή υπεροχή στις δίσεκτες χρονιές

    Διότι όπως αποτυπώνεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο από τα στατιστικά ευρήματα, τα δίσεκτα χρόνια φέρνουν τις περισσότερες φορές κέρδη για τις ελληνικές μετοχές. Οδηγός για την αξιολόγηση των ιστορικών δεδομένων, είναι οι επιδόσεις του Γενικού Δείκτη στα τελευταία 55 χρόνια, για τα οποία και υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία. Αρχής γενομένης από το 1965 και μέχρι τώρα, η χρηματιστηριακή αγορά έχει περάσει από…13 δίσεκτα χρόνια. Στα εννέα από αυτά, ο βασικός χρηματιστηριακός Δείκτης έχει καταγράψει άνοδο και μόνο τέσσερις φορές έχει ακολουθήσει πτωτική πορεία. Με συνέπεια να διαμορφώνεται ένα θετικό, στατιστικό πλεονέκτημα, το οποίο ποσοστιαία φτάνει στο 69,2%..

    Είναι χαρακτηριστικό ότι αν εξεταστεί συνολικά η 55χρονη «συμπεριφορά» του χρηματιστηρίου, τότε προκύπτει πως οι θετικές χρονιές είναι 34 (ποσοστό 61,8%). Έναντι των 21 που ήταν ζημιογόνες για το Γενικό Δείκτη και αποτελούν το υπόλοιπο 38,2% .

    Επίσης, αν από το γενικό σύνολο αφαιρεθούν τα δίσεκτα, απομένουν 42 χρόνια χρηματιστηριακής διαδρομής. Στη διάρκεια των οποίων 25 φορές η αγορά κατέγραψε κέρδη (ποσοστό 59,5%) ενώ 17 φορές κινήθηκε πτωτικά (40,5% ).

    Αν μη τι άλλο, όπως προκύπτει από όλα αυτά, οι δίσεκτες χρονιές «κουβαλάνε» το πιο ελπιδοφόρο «φορτίο» για την αγορά, έχοντας το μεγαλύτερο στατιστικό πλεονέκτημα για την πιθανότητα να ανταμείψουν με κέρδη τους επενδυτές. Μάλιστα, τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι τα δίσεκτα έτη μπορεί να κινηθούν στα άκρα. Είτε προσφέροντας τεράστιες υπεραξίες, είτε καταγράφοντας βροντώδη πτώση…

    Τα δύο μεγάλα ρεκόρ

    Στο δίσεκτο 1972, τα ετήσια κέρδη για το Γενικό Δείκτη ήταν 206,58%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη άνοδο στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής αγοράς, καθώς ξεπερνά κατά πολύ την επίδοση του «υπερθερμασμένου  1999» που ήταν στο 102,19%. Μάλιστα, η χρηματιστηριακή έκρηξη του 1972, είχε προκαλέσει την παρέμβαση της χούντας των συνταγματαρχών, καθώς στις αρχές Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς , ο τότε αντιπρόεδρος της «κυβέρνησης» Νικόλαος Μακαρέζος είχε κάνει λόγο για «αισχρά κερδοσκοπία», παίρνοντας μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών. Οι οποίες σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα έχασαν σχεδόν το ένα τρίτο της αξίας τους, όπως γλαφυρά καταγράφεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Λ. Στεργίου «της Σοφοκλέους το κάγκελο»…

    Στην επίσης δίσεκτη χρονιά του 2008 ο Γενικός Δείκτης έχασε το 65,50% της αξίας του. Γεγονός που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της αγοράς στα τελευταία 55 χρόνια. Για την πτώση αυτή  βεβαίως, μέτρησε ο βαρύς απόηχος της διεθνούς κρίσης που ταρακούνησε συθέμελα όλες τις μεγάλες αγορές του πλανήτη.

    Τα άλλα τρία δίσεκτα έτη που έφεραν απώλειες στο ελληνικό χρηματιστήριο ήταν το 1980 (με -1,50% για το Γενικό Δείκτη), το 1992(-16,97%) και το 2000 όπου η πτώση ήταν 38,77%.

    Από την άλλη πλευρά οι κερδοφόρες δίσεκτες χρονιές , πέραν του 1972, ήταν κατά σειράν: Το 1968 με άνοδο 38,76%, το 1976(+3,36%), το 1984(+1,58%) ,το 1988 (+85,02%), το 1996(+2,11%) , το 2004 (+22,08%), το 2012 (+33,42%) και το 2016 που είχε κέρδη 1,95% για το Γενικό Δείκτη.

    Σε αδρές γραμμές, αν «έπαιζε» κάποιος στο χρηματιστήριο μόνο τις δίσεκτες χρονιές, ανακυκλώνοντας κάθε φορά το διαθέσιμο κεφάλαιο της αρχικής τοποθέτησης, θα μετρούσε κέρδη 138,1…

    Αναμφίβολα, τα στατιστικά στοιχεία, αν και αποτελούν μια εναλλακτική πηγή αξιολόγησης των περιοδικών κύκλων της αγοράς, δεν είναι σε θέση να λειτουργήσουν ως ασφαλής πυξίδα πλοήγησης των επενδυτών. Άλλωστε η εφετινή πορεία της αγοράς θα κριθεί από πολύ πιο σύνθετες εξελίξεις που δεν μπορούν να προδικαστούν. Ούτε σε οικονομικό, ούτε σε γεωπολιτικό επίπεδο. Εκτός  κι αν βοηθήσει η εποικοδομητική φαντασία των επενδυτών…



    ΣΧΟΛΙΑ