• Άρθρα

    Οι «καθαρές» δουλειές, αστραπές δεν φοβούνται

    • του Γιάννη Δέτση

    Γιάννης Δέτσης-Σύμβουλος Επικοινωνίας και Στρατηγικής Ανάπτυξης με εξειδίκευση σε έργα Επιχειρησιακού Σχεδιασμού και Οργάνωσης σε φορείς ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Διευθύνων Σύμβουλος στην εταιρεία CHOOSE (Εταιρεία Επικοινωνίας).


    Οι υποδομές είναι ένας από τους τομείς που θα συγκεντρώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον τα επόμενα χρόνια.

    Δεν είναι μόνο τα μεγάλα έργα που επανέρχονται σε τροχιά υλοποίησης, αλλά και η νέα γενιά υποδομών στις οπτικές ίνες, στα δίκτυα 5G, στις ΑΠΕ και την απολιγνιτοποίηση, που μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι, καθώς πάνω τους θα στηριχτεί το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο.

    Και, φυσικά, όπου υπάρχει η πολιτική βούληση, βρίσκονται και οι πόροι!

    Όπως όλα δείχνουν, ένα μεγάλο μέρος του νέου ΕΣΠΑ, αλλά και των κεφαλαίων του φιλόδοξου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που βρίσκεται στα σκαριά, θα κατευθυνθούν σε τέτοια έργα. Εξαιρετικά τα νέα, λοιπόν, για τον κλάδο των υποδομών, ο οποίος, για πρώτη φορά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μπορεί να ξαναγίνει η αιχμή του δόρατος στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.

    Ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει από το 2004, η κοινωνία είναι πολύ πιο προσεχτική, έως και δύσπιστη θα λέγαμε, αφενός γιατί υπάρχει η προηγούμενη εμπειρία κακοσχεδιασμένων παρεμβάσεων, αλλά και γιατί οι πολίτες έχουν γίνει πολύ πιο ευαίσθητοι σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και βιωσιμότητας, εν γένει.

    Επιπλέον, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, τα έργα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς πόρους θα πρέπει όχι μόνο να εναρμονίζονται με τους ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους της ΕΕ, αλλά και να υλοποιούνται κάτω από αυστηρούς κανόνες. Οφείλουν, δηλαδή, να συνοδεύονται από ανάλυση σκοπιμότητας και κοινωνικών επιπτώσεων (social impact assessment), η οποία θα πρέπει να συζητηθεί ανοικτά και αναλυτικά με όλους τους ενδιαφερόμενους (stakeholders), στο πλαίσιο της υποχρεωτικής δημόσιας διαβούλευσης.

    Οι εποχές που οι υποδομές μεγάλης κλίμακας σχεδιάζονταν σε κλειστά γραφεία, αλλά γίνονταν δεκτές ως μάννα εξ ουρανού από τις τοπικές κοινωνίες, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα και η μικρότερη παρέμβαση γίνεται αντικείμενο εξονυχιστικού ελέγχου από τους πολίτες για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τον κοινωνικό αντίκτυπο και τα ευρύτερα οφέλη της.

    Πρόκειται αναμφίβολα για θετική εξέλιξη, καθώς αποτελεί εχέγγυο για τη βιωσιμότητα της επένδυσης. Αυξάνει, ωστόσο, σημαντικά τις απαιτήσεις από τους επενδυτές, οι οποίοι καλούνται να αποδεικνύουν διαρκώς τη σκοπιμότητα κάθε έργου και σε κάθε στάδιο υλοποίησής του. Αυτό έχει γίνει κατανοητό από τους περισσότερους επενδυτές του κλάδου, που φροντίζουν να πλαισιώνουν τις επενδύσεις τους με τις απαραίτητες μελέτες κοινωνικής σκοπιμότητας.

    Εκεί, όμως, που υστερούν είναι στη δημοσιότητα.

    Γιατί δεν αρκεί να έχεις όλα τα στοιχεία και τις έρευνες που τεκμηριώνουν τα οφέλη και τη βιωσιμότητα ενός μεγάλου κατασκευαστικού project, αν αυτά δεν γίνονται κτήμα και της τοπικής κοινωνίας που θα το φιλοξενήσει. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ρόλος της σωστής και ολοκληρωμένης επικοινωνίας, που μόνο εξειδικευμένοι φορείς μπορούν να εξασφαλίσουν.

    Δύο είναι τα βασικά ζητούμενα στον συγκεκριμένο τομέα:

    Αφενός, να τεθεί έγκαιρα το πλαίσιο της διαβούλευσης, με τις απαραίτητες εγγυήσεις διαφάνειας, ώστε όλοι οι πολίτες να μπορούν να συμμετάσχουν ισότιμα και δίχως αποκλεισμούς. Αφετέρου, να ενημερωθεί ολόπλευρα το κοινό για τη σκοπιμότητα, τις περιβαλλοντικές και τις κοινωνικές επιπτώσεις του project. Η ανοιχτή επικοινωνία είναι απαραίτητη, ώστε ο επενδυτής να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινότητες, να πείσει ότι η επένδυση θα υλοποιηθεί με σεβασμό στην κοινωνία, τους νόμους και το περιβάλλον.

    Οι επενδυτές που τηρούν τους κανόνες – εθνικούς και ευρωπαϊκούς – δεν έχουν λόγο να αποφεύγουν τη δημόσια διαβούλευση και την ενημέρωση των πολιτών, τουναντίον, πρέπει να τις επιζητούν. Μόνο έτσι μπορούν να κερδίσουν το μυαλό και την καρδιά των πολιτών, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη κοινωνική συναίνεση για την επένδυσή τους και, ταυτόχρονα, να την προστατεύσουν από τυχόν ομάδες συμφερόντων, που θα ήθελαν να βάλουν προσκόμματα.

    Να εξασφαλίσουν, με δύο λόγια, τη βασικότερη προϋπόθεση για κάθε βιώσιμη και επιτυχημένη επένδυση: να έχει την κοινωνία σύμμαχο και όχι απέναντί της.

    Οι «καθαρές» δουλειές, αστραπές δεν φοβούνται! Η ενημέρωση, λοιπόν, εκτός από δικαίωμα του πολίτη, μπορεί να γίνει και ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια του επενδυτή. Αρκεί, φυσικά, να γίνεται σωστά και ολοκληρωμένα, δηλαδή επαγγελματικά. Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να προσέξουν πολύ οι επενδυτές στον τομέα των υποδομών είναι η εταιρική διακυβέρνηση, το σημείο G στο τρίπτυχο Environmental – Social – Governance, που ορίζει τη λειτουργία των σύγχρονων εταιρειών.

    Και αυτό γιατί συνδέεται άρρηκτα με όσα συζητήσαμε παραπάνω. Οι επενδυτές στον κλάδο των υποδομών δεν οφείλουν μόνο να τεκμηριώσουν την κοινωνική χρησιμότητα των έργων που υλοποιούν, αλλά να αποδεικνύουν διαρκώς ότι έχουν ενσωματώσει την κοινωνική ευθύνη στην ίδια τους τη λειτουργία. Ακριβώς επειδή η δραστηριότητά τους σχετίζεται άμεσα με την ευημερία ολόκληρων κοινωνιών, κάθε πτυχή της λειτουργίας τους βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

    Ζητήματα, λοιπόν, όπως η διαφάνεια, η λογοδοσία, η επιχειρηματική ηθική, η αντιμετώπιση της διαφθοράς ξεφεύγουν από το στενό εταιρικό πλαίσιο και γίνονται ρυθμιστής των σχέσεων της επιχείρησης με το κοινωνικό της περιβάλλον, επηρεάζοντας καταλυτικά την εικόνα της.

    Και ενώ όλο και περισσότερες εταιρείες δίνουν έμφαση στην περιβαλλοντική και κοινωνική διάσταση της δραστηριότητάς τους, συνεχίζουν να υποτιμούν το θέμα της εταιρικής διακυβέρνησης. Μεγάλο λάθος! Η άρτια εταιρική διακυβέρνηση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινωνική και την περιβαλλοντική ευθύνη, αφού είναι προϋπόθεσή τους, καθώς μόνο αυτή μπορεί να δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο για την άσκησή τους.

    Οι σύγχρονες επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες που υλοποιούν σημαντικές επενδύσεις ή μεγάλα κατασκευαστικά έργα, δεν έχουν την πολυτέλεια να υποτιμούν τα ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, πόσο μάλλον σήμερα, που η περιβαλλοντική και η κοινωνική εγρήγορση βρίσκονται πολύ ψηλά στη δημόσια ατζέντα.

    Πλέον, οι εταιρείες καλούνται να ανανεώνουν διαρκώς την κοινωνική τους άδεια και αυτό επηρεάζει άμεσα το μοντέλο και την κουλτούρα λειτουργίας τους. Η εταιρική διακυβέρνηση παύει να είναι μια αυστηρά εσωτερική υπόθεση και αναβαθμίζεται σε ουσιαστικό στοιχείο της ταυτότητας και της δημόσιας εικόνας της εταιρείας που καθορίζει την επιτυχία της.



    ΣΧΟΛΙΑ