• Άρθρα

    Η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην διαφθορά του καπιταλισμού

    Η ιδιοτελής εμμονή με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια

    Αντώνης Κεφαλάς – Αρθρογράφος


    Όταν ένας κεντρικός παίχτης του καπιταλιστικού συστήματος, όπως η  McKinsey, δημοσιεύει μελέτη που αναδεικνύει ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί —αν όχι το πιο σημαντικό—τότε δύο είναι τα συμπεράσματα: πρώτον, ότι όσοι το είχαν επισημάνει πράγματι είχαν δίκαιο, κι ας έγιναν πολλές προσπάθειες για να υπονομευτούν. Δεύτερον, ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα πως ο δρόμος που έχει πάρει ο καπιταλισμός, από το 1990 και μετά με την δημιουργία τεράστιων ανισοτήτων και τις επενδύσεις σε λογιστικές αξίες μπορεί να εγκαταλειφθεί.

    Η μελέτη της McKinsey καλύπτει δέκα χώρες που παράγουν το 60% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος: τις Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία, Καναδά, Κίνα, Μεξικό, Σουηδία, Η.Β. και ΗΠΑ. Συγκεντρώνει μία σειρά από μεγέθη και παρουσιάζει έναν παγκόσμιο ισολογισμό ενεργητικού και παθητικού σε τρεις βασικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων(assets):

    • Χρηματοπιστωτικά που διακρατούνται από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
    • Χρηματοπιστωτικά που είναι στην κατοχή νοικοκυριών, κυβερνήσεων και μη χρηματοπιστωτικών οργανισμών
    • Μη χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία.

    Η συνολική αξία ανέρχεται σε $1540 τρις. από πλευράς ενεργητικού και 1530 από πλευράς παθητικού, υποδηλώνοντας την αρνητική απόδοση ορισμένων κατηγοριών. Η καθαρή αξία που προκύπτει ανέρχεται στα $510 τρις. είναι δηλαδή 6 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.

    Η κάθε μία από τις τρεις κατηγορίες ανέρχεται χονδρικά στα $500 τρις. και η καθαρή αξία είναι το ποσό που προκύπτει (στην πλευρά του παθητικού) όταν υπολογιστεί η καθαρή αξία όλων των χρηματοπιστωτικών στοιχείων συν την αξία των μη χρηματοπιστωτικών στοιχείων.

    Υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι τα μη χρηματοπιστωτικά στοιχεία είναι αυτά που συνδέονται με την επένδυση και την παραγωγικότητα και δημιουργούν ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε είναι και το γεγονός ότι στην καθαρή αξία (net worth), το 63% καλύπτεται από την γη και τα ακίνητα Ιδιωτών και δημοσίου) και μόνο το υπόλοιπο αφορά τις υποδομές, τα μηχανήματα, τα ορυχεία και τα πνευματικά δικαιώματα (που καλύπτουν μόνο ένα 4% της συνολικής καθαρής αξίας).

    Πριν κυριαρχήσει ο καπιταλισμός-καζίνο, η αύξηση στην καθαρή αξία συμβάδιζε με την αύξηση του ΑΕΠ και των επενδύσεων. Αυτή η ιστορική σχέση δεν υπάρχει πια. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η καθαρή αξία αντιπροσωπεύει μελλοντική απαίτηση στον πλούτο, συνειδητοποιούμε πόσο επικίνδυνη είναι παγίδα στην οποία μας έχει ρίξει αυτή η σύγχρονη στρεβλή μορφή του καπιταλισμού: στις υψηλότερες αξίες (τιμές) των περιουσιακών στοιχείων οφείλονται περίπου τα 2/3 της αύξησης της καθαρής αξίας.

    Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται επίσης αντιληπτό με αναφορά στην σχέση επένδυσης και απαίτησης: για κάθε ένα δολάριο που επενδύεται, οι απαιτήσεις αυξάνονται κατά $4 και τα δύο από αυτά εκπροσωπούν χρέος.

    Πολύ απλά, δηλαδή, δημιουργούμε πλούτο ο οποίος αύριο μπορεί να μην βρει «αντίκρισμα». Η ανάπτυξη μας στηρίζεται σε άυλα στοιχεία. Και η καθαρή αξία ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ βαίνει μειούμενη. Και το 77% αυτής είναι πάνω από τον πληθωρισμό.

    Αν υπάρχει κάποιος που αμφιβάλει για τις «φούσκες», τότε είναι ανεπίδεκτος μάθησης.

    Αναπόφευκτη είναι, στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας. Το επιπλέον ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στην Δύση αλλά και στην Κίνα.

    Συγκεκριμένα, από το 2000 στο 2020 ο πλούτος στα χέρια του ανώτερου 10% της εισοδηματικής τάξης αυξήθηκε από το 67% στο 71%, ενώ αυτός στα χέρια του κατώτερου 50% μειώθηκε από 1,8% στο 1,5% του συνόλου—γεγονός που οφείλεται στην τεράστια άνοδο του πλούτου στα χέρια του κορυφαίου 1% της εισοδηματικής τάξης.

    Αντίστοιχα στην Κίνα, η αύξηση του πλούτου στα χέρια του 10% της ανώτερης εισοδηματικής τάξης αυξήθηκε από το 48% στο 67% (το 2015) και του χαμηλότερου 50% μειώθηκε από το 14% στο 6%.

    Στην ανισότητα ο αυταρχικός καπιταλισμός δεν διαφέρει ουσιωδώς από τον ακραίο φιλελεύθερο κοπής 1990.

    Μέχρι σήμερα, η κριτική του καπιταλισμού προερχόταν κυρίως από ακαδημαϊκούς κύκλους, οι οποίοι και διέκριναν τόσο το πρόβλημα όσο και την πηγή του και απέφευγαν την συλλήβδην καταδίκη, αναγνωρίζοντας ότι όπως πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έτσι και το 1990, ο καπιταλισμός πήρε λάθος δρόμο.  Οι πολιτικοί, κινήθηκαν περισσότερο σε ιδεολογικό έδαφος, βλέποντας τον καπιταλισμό ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σχήμα και καταδικάζοντας τον σε αντιπαράθεση με τον σοσιαλισμό ή την σοσιαλδημοκρατία.

    Η ανάλυση της McKinsey δείχνει ότι ο δρόμος είναι λάθος και ότι αυτόν τον έχουν ακολουθήσει όλοι. Με την αναφορά στην ιστορική επιτυχία του καπιταλισμού. δηλαδή στην σχέση μεταξύ της αύξησης της καθαρής αξίας και της αύξησης της επένδυσης, είναι σαφής τόσο η λύση όσο και η ευθύνη. Ευθύνη που βαρύνει πρωταρχικά τον επιχειρηματικό κόσμο και πρώτα απ’ όλα το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

    Διαβάστε επίσης

    Κάτι κουρασμένα παλικάρια



    ΣΧΟΛΙΑ