• Άρθρα

    Ένα ίσως αναγκαίο αλλά επικίνδυνο μέτρο

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Υπάρχει η ανθρώπινη πλευρά του ζητήματος: η άνοδος του πληθωρισμού ροκανίζει την αγοραστική δύναμη και αφήνει ομάδες ατόμων και νοικοκυριών να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα ακόμη και με τα απαραίτητα: φαΐ, θέρμανση, μετακίνηση.

    Υπάρχει η πολιτική πλευρά, ή μάλλον η κομματική. Διότι ακριβώς όπως ο Πούτιν που όσο χάνει τόσο πεισμώνει και απειλεί, έτσι και η σύσσωμη η αντιπολίτευση: όσο αντέχει η κυβέρνηση – παρά την φθορά της – τόσο λαϊκίζει.

    Υπάρχει και η πλευρά των πιστωτών. Όσο επιβραδύνεται η ανάπτυξη και όσο επιμηκύνεται η διάρκεια του πολέμου, τόσο μεγαλώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Αιχμάλωτοι ξεπερασμένων πλέον οικονομικών θεωριών, αυθαίρετων μεγεθών και απαρχαιωμένων διαδικασιών, μετράνε τα καπίκια και καταθέτουν τις ανησυχίες τους.

    Κατανοητό το δίλημμα για τον πρωθυπουργό. Σαφέστατα θα προτιμούσε να υπάρξει μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Διότι τότε οι κοινές αποφάσεις με τις όποιες επιπτώσεις τους δεν θα υπόκειντο στην κριτική των πιστωτών, θα αποδυνάμωναν την επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης και θα βοηθούσαν τους πολίτες.

    Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά, τα αντανακλαστικά των Βρυξελλών είναι νωθρά. Κατά μία έννοια η Ε.Ε. ως σύνολο θεσμών, γραφειοκρατίας και λειτουργιών δείχνει να έχει εξαντλήσει την τόλμη της και να αρνείται τώρα να εξέλθει από την «ζώνη ασφάλειας» — comfort zone όπως την αποκαλούν οι ψυχολόγοι.

    Το δίλημμα για την κυβέρνηση είναι ότι δεν μπορεί να έχει και τα τρία: την συμφωνία των Βρυξελλών για μέτρα ανακούφισης, την αποστόμωση της αντιπολίτευσης και την κάλυψη των αναγκών των πολιτών.

    Υποχρεωτικά, η κυβέρνηση και το κόμμα θα πρέπει να επιλέξουν το μικρότερο από τα τρία κακά. Η απογοήτευση των πιστωτών μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη.

    Η αύξηση του κατώτατου μισθού τόσο ώστε να καλύπτει την κατά μέσο όρο απώλεια της αγοραστικής δύναμης είναι, έτσι, ένα αναγκαίο αλλά πάντως επικίνδυνο βήμα. Η λογική της επικινδυνότητας είναι σαφής: αύξηση του κόστους, περισσότερα χρήματα κυνηγούν τα πάντα λιγότερα αγαθά, νέα άνοδος των τιμών.

    Πέρα από την εκλαϊκευμένη εκδοχή, η αλήθεια είναι ότι εφόσον το πρόβλημα προέρχεται από την πλευρά της παραγωγής οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα ανακοπούν. Απεναντίας, όπως με τις παρούσες συνθήκες η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει την οικονομία σε χαμηλούς ή και αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι και η αύξηση του κατώτατου μισθού –που θα συμπαρασύρει ανοδικά άλλες αμοιβές, επιδόματα κλπ. – θα οδηγήσει σε νέο γύρο ανόδου των τιμών.

    Ο κίνδυνος είναι θεωρητικά σαφής, εμπειρικά κατοχυρωμένος και ιστορικά αποδεδειγμένος. Η βιβλιογραφία είναι εκτενής. Οι μνήμες είναι κοντές.

    Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων – ή του Νόμπελ των οικονομικών—είναι αν υπάρχει τρόπος να ανακοπεί ο φαύλος κύκλος;

    Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση θα ήταν να επιδείξει ο επιχειρηματικός κόσμος αίσθηση κοινωνικής ευθύνης—καθώς στα τελευταία 40 χρόνια μεγάλο κομμάτι του την έχει απαρνηθεί. Αυτό είναι που φοβάται η κυβέρνηση και – πολύ σωστά — αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα.

    Στην σημερινή εμπόλεμη κατάσταση και με την προοπτική ότι ο νταής της τάξης δεν θα κάνει πίσω (ήδη φοβερίζει την Φινλανδία και την Σουηδία) τίθεται θέμα μείωσης της κερδοφορίας. Η αναφορά δεν μπορεί να είναι σε επιχειρήσεις που σήμερα γονατίζουν από το βάρος του κόστους της ενέργειας. Υπάρχουν, όμως, σε πολλούς τομείς και της παραγωγής και, ιδιαίτερα, των υπηρεσιών επιχειρήσεις με εντυπωσιακά κέρδη. Η απορρόφηση εκ μέρους τους έστω μέρους των κραδασμών της σημερινής κρίσης θα βοηθούσε σημαντικά.

    Ουτοπία ίσως. Αλλά, αν ακόμη και σήμερα, με πολέμους και πανδημίες, κλιματική αλλαγή και ανισότητες παραμείνουμε δέσμιοι της της λογικής της καλής αγοράς και του κακού κράτους, τότε απλά θα δείξουμε ότι πιστεύουμε στους μύθους.

    Διαβάστε επίσης

    Η νομοτέλεια των εξελίξεων και το κόστος της Δημοκρατίας



    ΣΧΟΛΙΑ