• Άρθρα

    Για πρώτη φορά από το 1974 και μετά υπάρχει ξανά το όραμα μίας εφικτής, ρεαλιστικής αλλαγής

    Στην κρίση, ηγεσία σημαίνει φυγή προς τα εμπρόςσύγκρουση ΕΚΤ- Επιτροπής και ΕΜΣ;

    Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος


    Επίκαιρη για την χώρα μας η ταινία του Αλμοδοβάρ –κι ας έχουν περάσει 43 χρόνια από την προβολή της.

    «Προσπάθησα να μιλήσω για την εγκατάλειψη, την έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες…» ήταν τα λόγια του σκηνοθέτη για την ταινία «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης».

    Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανάλογο  σημείο: καλείται να εγκαταλείψει, με κόστος είναι η αλήθεια, το άγονο παρελθόν τουλάχιστον των τελευταίων 20 ετών και ταυτόχρονα να καλύψει το τεράστιο έλλειμμα κατανόησης που υπάρχει ανάμεσα σε σημαντικές ομάδες του πληθυσμού της.

    Πολλοί επέλεξαν να δουν την πανδημία μόνο ως μία καταστροφή. Άλλοι, είχαν το κουράγιο και την διορατικότητα να την δουν ΚΑΙ ως μοναδική ευκαιρία. Αυτό ακριβώς έκανε η σημερινή κυβέρνηση.

    Ας είμαστε ειλικρινείς με τον ελληνικό εαυτό μας. Η χώρα μας έχει λίγα να επιδείξει στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στην αρχική περίοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή την αναγνώριση του ΚΚΕ και την είσοδο στην ΕΟΚ.

    Στην περίοδο Ανδρέα Παπανδρέου την δημιουργία του ΕΣΥ και την άνοδο των μικρομεσαίων. Στην πρωθυπουργία Κωνσταντίνου Μητσοτάκη την επίτευξη οικονομικής σταθερότητας.

    Στα χρόνια Σημίτη την είσοδο στο ευρώ. Στην εποχή Κώστα Καραμανλή τους  Ολυμπιακούς Αγώνες –κι ας ήταν μερικώς κληροδότημα.

    Όλα ήρθαν με κόστος, όμως, που σταδιακά μεγάλωνε μάλιστα.

    Η είσοδος στην ΕΟΚ δεν συνοδεύτηκε με μέτρα αποτελεσματικής σταδιακής προσαρμογής στην κατάργηση των δασμών και αντιμετώπισης του dumping. To ΕΣΥ γεννήθηκε σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να είναι από την αρχή ανεπαρκές. Εικονική ήταν σε μεγάλο βαθμό η οικονομική άνοδο των μικροαστών.

    Η οικονομική σταθερότητα δεν πρόλαβε να πιάσει ρίζες. Η είσοδος στο ευρώ μας στέρησε το καμπανάκι προειδοποίησης για επερχόμενη κρίση που δίνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ μερικώς επίπλαστα ήταν τα οικονομικά μεγέθη με τα οποία μπήκαμε στο ευρώ. Οι δε Ολυμπιακοί μας φόρτωσαν με χρέη –  και με πολλές επενδύσεις που εμείς αφήσαμε να αχρηστευτούν. Μόνο η δόξα μας έμεινε!

    Η κρίση του 2008 ήταν παγκόσμια αλλά του 2010 είχε έντονη ελληνική γεύση. Δανεικά και επιδοτήσεις μας κατέστρεψαν οικονομικά. Σε εποχή όπου οφείλαμε να ακολουθήσουμε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική (2004-2009) κάναμε το αντίθετο. Το 2010 αφήσαμε ένα ελλειμματικό σε γνώσεις και πείρα οικονομικό επιτελείο να διαχειριστεί μία πρωτοφανή κρίση με ολέθριες επιπτώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ένας νέος εθνικός διχασμός (μνημόνιο-αντιμνημόνιο), πολιτική αστάθεια, η τραγική διαχείριση της «πρώτη φορά αριστερά», η σωτηρία με κόστος την περαιτέρω εξαθλίωση του λαού, για να φτάσουμε στο 2019 και να προσβλέπουμε σε μία ανάσα.

    Δεν ήρθε. Την έκλεψε η πανδημία. Μαζί ήρθαν το μεταναστευτικό και η Τουρκία. Τα αστεία για την «γκαντεμιά Μητσοτάκη έγιναν πικρόχολα. Το μόνο που έμεινε είναι ένα σεισμός στην Σαντορίνη (!), είπαν οι καλοθελητές. Άλλοι θα είχαν λυγίσει.

    Η διαχείριση της πανδημίας έδειξε την ικανότητα του κυβερνητικού σχήματος. Παρά τις αντιδράσεις εξακολουθεί να κάνει λιγότερα αναπόφευκτα λάθη απ’ ότι άλλες ευρωπαϊκές διοικήσεις. Η αποφασιστικότητα φάνηκε με το μεταναστευτικό. Η εξυπνάδα με την υπομονή, ψυχραιμία και χρόνο που κέρδισε με το Τουρκικό.

    Ταυτόχρονα δεν έχασε το όραμα της αλλαγής.

    Μπορεί η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μην έχουν το χάρισμα της λαϊκής απήχησης που είχε το ΠΑΣΟΚ και η οικογένεια Παπανδρέου, αλλά για πρώτη φορά από το 1974 και μετά υπάρχει ξανά το όραμα μίας εφικτής, ρεαλιστικής αλλαγής: του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της αναβάθμισης της κοινωνίας μέσα από τους ενισχυμένους θεσμούς της δημοκρατίας.

    Στην είσοδο στην δεκαετία του 2020 η χώρα διακατεχόταν από άγχος: γνώριζε πολύ καλά πως δεν είχε τους πόρους για να πετύχει τους αναγκαίους για το όραμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ως υπερχρεωμένη θα ήταν δύσκολο να τους βρει. Το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν ο από …πανδημίας Θεός.

    Ο Πρωθυπουργός θέλει να αλλάξει την χώρα. Λάθη στο σχέδιο του μπορεί να υπάρχουν. Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς.

    Ουδείς… μάγος στον τόπο του. Το πρόβλημα με αυτούς που δεν αντέχουν την εγκατάλειψη με το παρελθόν – είτε διότι φοβούνται το άγνωστο αύριο, είτε διότι είναι ιδεολογικά εγκλωβισμένοι σ’ αυτό—είναι πως ταυτόχρονα συνειδητοποιούν δύο πράγματα: πρώτο, ότι ο Μητσοτάκης είναι αποφασισμένος και ταυτόχρονα η Ε.Ε. του έχει δώσει τα μέσα για να το πετύχει.

    Και, δεύτερο, ότι εφόσον το νερό μπει στο αυλάκι, δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσει πίσω.

    Αυτό εξηγεί την λυσσαλέα αντίδραση στις μεταρρυθμίσεις.

    Για παράδειγμα, η μάχη για το εργατικό δεν διεξάγεται με συγκεκριμένη αναφορά στις ρυθμίσεις αλλά με γενικά συνθήματα, αφορισμούς και πολλά ψέματα. Αντιπροσωπεύει την τελευταία πνοή ενός συστήματος που έζησε πέρα από τα χρόνια του.  Όπως ο πνιγμένος,  πιάνεται απ’ όπου βρει μήπως και γλυτώσει. Αν στην διαδικασία παρασύρει στον πάτο και τον σώστη, λίγο τον ενδιαφέρει.

    Αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι προηγούμενες προσπάθειες εκσυγχρονισμού έγιναν «δια της βίας» — με το «κολυμπήστε στα βαθιά νερά» του προ-δικτατορικού Καραμανλή, τις πολιτικές αποφάσεις της ένταξης στην ΕΟΚ και στο ευρώ και την έξωθεν επιβολή των μεταρρυθμίσεων με τα μνημόνια.

    Σε σημαντικό βαθμό, η ελληνική κοινωνία αντέδρασε με περιορισμένη ωριμότητα: κάπως σαν παιδί, τυφλά και για να αντιδράσει.

    Εξάλλου, …του Έλληνα ο σβέρκος ζυγό δεν υποφέρει., μας λένε.

    Τώρα, μας δίνουν τους πόρους για να αλλάξουμε, μας δείχνουν την κατεύθυνση και μας αφήνουν να κόψουμε το κεφάλι μας.

    Για να μιλήσουμε με όρους που έγιναν της μόδας από την εποχή των μνημονίων, μας λένε ουσιαστικά πως μέχρι τώρα δεν είχατε την ιδιοκτησία του εκσυγχρονισμού και αντιδρούσατε.

    Πάρτε την λοιπόν και αποφασίστε τι είσαστε. Έχετε και το μαχαίρι και το καρπούζι.

    Η μάχη έχει ξεκινήσει. Γι’ αυτό και η κοινωνία είναι σε νευρική κρίση. Οι οπαδοί της συντήρησης νομίζουν ότι έχουν ερείσματα κοινωνικά και οικονομικά για να εμποδίσουν την αλλαγή.

    Θα ανακαλύψουν ότι ζουν  στην δική τους εικονική πραγματικότητα, από την οποία αρνούνται να ξυπνήσουν. Και ένας ύπνος που διαρκεί τουλάχιστον μία επταετία ισοδυναμεί με αφασία.



    ΣΧΟΛΙΑ