• Άρθρα

    Ευτύχης Φυτράκης για Ποινικούς Κώδικες: Περισσότερη φυλακή, λιγότερη δικαιοσύνη, καθόλου ασφάλεια

    • Ευτύχης Φυτράκης

    Ευτύχης Φυτράκης, δικηγόρος


    Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τους Ποινικούς Κώδικες έχει προκαλέσει τις έντονες επικρίσεις σχεδόν όλων των επιστημονικών φορέων του δικαίου. Οι ενστάσεις που διατυπώνονται, αν μπορούμε να τις ταξινομήσουμε, αφορούν τη διαδικασία νομοθέτησης, την ισορροπία του ποινικού συστήματος, την ποιότητα της δικαιοσύνης και το σωφρονιστικό σύστημα. Ας τις δούμε συνοπτικά:

    Το κυβερνητικό νομοσχέδιο συνιστά την 17η τροποποίηση των Ποινικών κωδίκων (ΠΚ και ΚΠΔ) από το 2019. Όμως, οι επεμβάσεις σε βασικά θεσμικά νομοθετήματα της χώρας πρέπει να είναι προσεκτικές, στη βάση τεκμηριωμένων μελετών και να γίνονται με φειδώ και ψυχραιμία. Δυστυχώς, το αντίθετο έχει γίνει πλέον κανόνας, τον οποίο ακολουθεί πιστά αυτό το νομοσχέδιο αφού έρχεται χωρίς καμιά επιστημονική (εγκληματολογική) μελέτη, μακριά από τα διδάγματα της ποινικής επιστήμης, υπό το βάρος της συγκυρίας και με μόνο σκοπό την εντυπωσιοθηρία! Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο!

    Το νομοσχέδιο ακολουθεί, κατά βάση, το κυβερνητικό αφήγημα για «νόμο και τάξη», δηλ. αυστηρές ποινές, πολλή φυλακή, γρήγορες δίκες στη βάση της γνωστής ρητορείας περί ατιμωρησίας. Μόνο που αυτή την ατιμωρησία η κυβέρνηση την βλέπει στους «μικροδιαβόλους» αλλά καθόλου στους μεγαλοεγκληματίες του «λευκού κολάρου», είναι δηλ. επιλεκτική. Πρόκειται βέβαια για σαφή πολιτική επιλογή με ταξικό πρόσημο.

    Δύο επιχειρήματα, μάλλον «σοφίσματα», προβάλλονται εδώ: η ποινική αυστηρότητα συμβάλλει στην πρόληψη του εγκλήματος ενώ ο περιορισμός των δικονομικών δικαιωμάτων και η «απλοποίηση» των δικαστικών διαδικασιών οδηγεί στην επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης. Και τα δύο αυτά επιχειρήματα έχουν πολλαπλώς διαψευστεί, αποτελούν δε πλέον απλά μια επικοινωνιακή καραμέλα στα όρια του αστικού μύθου.

    Τα προηγούμενα χρόνια (με την ίδια κυβέρνηση) επήλθαν πολλές αλλαγές στην ποινική νομοθεσία προς το αυστηρότερο: Τι απέδωσαν άραγε; Μείωσαν την εγκληματικότητα; Ας υπενθυμίσουμε το αυτονότητο: η αυστηρότητα των ποινών ελάχιστα επηρεάζει την εγκληματικότητα, αφού κανείς (εγκληματίας) δεν αποτρέπεται γιατί η ποινή π.χ. για τη ληστεία είναι 10, 15 ή 20 χρόνια.

    Αντίθετα, η βεβαιότητα για την εξιχνίαση και τη σύλληψη έχουν μεγάλη σημασία· εδώ, όμως, έχουμε πρόβλημα, καθώς ενώ καταγράφεται αύξηση των εγκλημάτων, ταυτόχρονα σημειώνεται μείωση των ποσοστών εξιχνίασης. Έτσι π.χ. το 2022 από τις 3076 ληστείες δεν εξιχνιάστηκαν οι 1850, δηλ. το 60%! Νοιάζεται κανείς γι’ αυτό;

    Το νομοσχέδιο προτείνει για όλα αυτά τη φυλακή ως «φάρμακο διά πάσαν νόσον», στο επίπεδο πρόβλεψης μεγαλύτερων ποινών, στη φάση της επιβολής από το δικαστή και τέλος στο στάδιο του εγκλεισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι διευρύνει τις περιπτώσεις εγκλεισμού στη φυλακή των παιδιών 15-18 ετών, αν και είναι γνωστό ότι αυτά χρειάζονται εκπαίδευση και αγωγή παρά τιμωρία και φυλακή. Η επιλογή αυτή όμως είναι αλόγιστη, καθώς το σωφρονιστικό σύστημα αναμένεται να υπερφορτωθεί, πέραν κάθε αντοχής.

    Ειδικότερα, η περιστολή των θεσμών της αναστολής και της υφ’ όρον απόλυσης θα διογκώσει τον πληθυσμό των κρατουμένων ενώ θα προστεθούν και δύο «νέες» κατηγορίες κρατουμένων: οι, κατ’ ευφημισμό «φιλοξενούμενοι», υπό απέλαση, αλλοδαποί και οι ανήλικοι κρατούμενοι.

    Την ίδια ώρα η χώρα μας βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάσταση στις φυλακές: με το νομοσχέδιο οι καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναμένεται να αυξηθούν ενώ οι επικρίσεις από την CPT θα ενταθούν και η απειλή έκδοσης «δημόσιας δήλωσης» κατά της Ελλάδας θα έλθει πιο κοντά. Η διεθνής εικόνα της χώρας από κακή κινδυνεύει να γίνει χειρότερη.

    Στο επίπεδο απονομής της δικαιοσύνης, υπό το πρόταγμα της επιτάχυνσης, έχουμε τα εξής: καταργούνται τα Δικαστικά Συμβούλια και έτσι οι υποθέσεις θα φτάνουν στα ακροατήρια χωρίς προηγούμενο φίλτρο,  εισάγεται τιμοκατάλογος δικαιωμάτων (π.χ. μήνυση, προσφυγή) και έτσι η δικαιοσύνη γίνεται πολύ ακριβή (δηλ. για λίγους), αυξάνονται τα δικαστικά έξοδα, περιστέλλεται ο ρόλος των ενόρκων και τέλος, εξασθενούν οι εγγυήσεις για τους πολίτες, αφού τα δικαστήρια θα είναι κατά κανόνα μονομελή. Εξάλλου, για τις καθυστερήσεις υιοθετείται η «εύκολη» δικαιολογία της «δικομανίας» για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις σε υποδομές, αίθουσες, υπαλλήλους και δικαστικούς λειτουργούς. Το κόστος για την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης είναι εμφανές.

    Εκτιμώντας, συνολικά, την κυβερνητική αυτή πρωτοβουλία, μπορούμε να συνοψίσουμε:

    •  υπηρετεί τον ποινικό λαϊκισμό, καθώς «κραδαίνοντας τη ρομφέα» της ποινικής αυστηρότητας επιδιώκει την καλλιέργεια απλώς εντυπώσεων. Υπακούει στην συγκυρία και επιδιώκει τον πολιτικό αποπροσανατολισμό (από τα προβλήματα ασφάλειας).
    • ολοκληρώνει την «αντιμεταρρύθμιση» στο ποινικό σύστημα, το οποίο μπήκε – ακολουθώντας Ευρωπαϊκά πρότυπα- σε ορθολογική βάση με τους Ποινικούς Κώδικες του 2019.
    • ανατρέπει τη χρυσή ισορροπία μεταξύ αντεγκληματικής (δηλ. τιμωρία των εγκληματιών) και φιλελεύθερης (δηλ. δικονομικές εγγυήσεις) λειτουργίας του ποινικού δικαίου.
    • περιστέλλει υπέρμετρα τα δικονομικά δικαιώματα των πολιτών και υποβαθμίζει την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς να επιταχύνει την απονομή της.

    Καταλήγοντας: Η έξαρση βίας και ανασφάλειας επιδιώκεται να καλυφθεί με μια «τιμωρητική στρακαστρούκα». Όμως τα βίαια εγκλήματα και η αποτυχία εξιχνίασής τους δεν αντιμετωπίζονται μ’ ένα νομοθετικό θεαθήναι. Αυτό, μπορεί να εισφέρει απλώς πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη με αρνητικές, όμως, συνέπειες στην ισορροπία του ποινικού μας συστήματος, δηλ. στην σταθερότητα του κράτους δικαίου.

    Επιπλέον δεν θα συμβάλλει καθόλου στην ασφάλεια των πολιτών και την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Το χειρότερο όμως είναι ότι, μ’ αυτό το νομοσχέδιο, η Κυβέρνηση αποστρέφει το βλέμμα από την ανεπτυγμένη νομικά δυτική Ευρώπη και κοιτάει γλυκά προς την Ουγγαρία του Όρμπαν! Και αυτό είναι κακό νέο για τη δημοκρατία αλλά και για τη χώρα.

    *Ο Ευτύχης Φυτράκης είναι Δρ. Νομικής – Δικηγόρος

    Διαβάστε επίσης:

    Δικαιοσύνη: Πέντε γυναίκες στα κορυφαία αξιώματα των ανωτάτων δικαστηρίων
    Τα αυστηρά μέτρα δεν υποκαθιστούν την αποτελεσματική αστυνόμευση



    ΣΧΟΛΙΑ