Η ενεργειακή ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ είναι αλληλένδετες, σημείωσε ο Διοικητής της Τράπεζα Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στο 7ο Constituency Meeting, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε 26 και 27 Ιουνίου στο Βαρέζε της Ιταλίας.

Οι μακροοικονομικές εξελίξεις, οι γεωπολιτικές εντάσεις, ο εμπορικός πόλεμος αλλά και η αναγκαιότητα ασφάλισης της περιουσίας έναντι φυσικών καταστροφών ήταν τα θέματα που συζητήθηκαν στην συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν οι κεντρικοί τραπεζίτες και εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών από την Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Μάλτα, Αλβανία, Σαν Μαρίνο και Ανατολικό Τιμόρ.

1

Στην τοποθέτηση του ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε μεταξύ των άλλων πως: αφενός ο εμπορικός πόλεμος αποτελεί πηγή αβεβαιότητας τόσο για την Ευρώπη όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενώ οι συνεχιζόμενες και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις στη βορειοανατολική και νοτιοανατολική γειτονιά της Ευρώπης «έχουν διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού» και έχουν δείξει την εξάρτηση τη γηραιάς ηπείρου σε θέματα ενέργειας.

Όπως είπε το κόστος της ενέργειας στην Ευρώπη είναι διπλάσιο σε σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ αυξάνονται διαρκώς οι ανάγκες της σε ηλεκτρική ενέργεια για την ψηφιακή οικονομία και την ανάπτυξη της ΑΙ (Τεχνητή Νοημοσύνη).

Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως η ΕΕ καθώς είναι περιοχή πλούσια σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα πρέπει να δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή, μεταφορά και αποθήκευση καθαρής ενέργειας. Και για άλλη μια φορά αναφέρθηκε στα εσωτερικά εμπόδια στους κόλπους της ΕΕ και στον κατακερματισμό κανονιστικών ρυθμίσεων, χρηματοοικονομικού τομέα, και στην αγορά ενέργειας, που αποτελούν τροχοπέδη στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε ό,τι αφορά τώρα τις φυσικές καταστροφές και την ασφάλιση της περιουσίας και ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως ενώ στην Ελλάδα, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες έχουν γίνει πιο συχνές και πιο σοβαρές τις τελευταίες δεκαετίες, η ασφαλιστική κάλυψη παραμένει χαμηλή και ως εκ τούτου οι ιδιοκτήτες κατοικιών και οι ελληνικές επιχειρήσεις παραδοσιακά βασίζονται σε κρατική υποστήριξη μετά από μια φυσική καταστροφή. Και αυτό σημαίνει το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς εξακολουθεί να βαρύνει τα άτομα. Όπως είπε τα στοιχεία δείχνουν ότι η διείσδυση του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα στην ασφάλιση φυσικών καταστροφών είναι χαμηλή.

Ο Διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ακόμη πως: «Στην Ελλάδα, δόθηκαν πρόσφατα φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες που ασφαλίζουν τις κατοικίες τους, και από φέτος τον Ιούνιο δεν θα δίνεται κρατική στήριξη για ανασφάλιστα ακίνητα αξίας άνω των 500.000 ευρώ, ενώ η ασφάλιση καθίσταται υποχρεωτική για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω ενός ορισμένου ορίου όπως και για όλα τα οχήματα».

Παραδέχθηκε ωστόσο ότι το κόστος ασφάλισης στην Ελλάδα παραμένει υψηλό και είναι αποτρεπτικό για πολλούς να ασφαλίσουν την περιουρία τους. Την ίδια ώρα υπάρχουν περιοχές υψηλού κινδύνου που είναι αδύνατον να ασφαλιστούν όπως είναι τα δάση ή οι «ζώνες πλημμύρας». Πρόβλημα στην αποζημίωση από φυσικές καταστροφές είναι και ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να μην διαθέτει εργαλεία όπως τα εθνικά ταμεία για καταστροφές ή οι προεγκεκριμένες πιστωτικές γραμμές, οι οποίες θα υποστήριζαν την ταχεία παροχή χρηματοδότησης μετά από καταστροφικά γεγονότα.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα: Μια σύγχρονη πολιτική διαχείρισης κινδύνων καταστροφών απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην ιδιωτική ασφάλιση για το σκέλος της οικονομικής προστασίας, αλλά και στη δημόσια υποστήριξη για την παροχή της κατάλληλης υποδομής και των απαραίτητων προληπτικών μέτρων.