• Business

    Τρομάζει το χειμερινό ράλλι αερίου και ενέργειας που ξεκίνησε-Αντιστρέφεται η τάση του 10μήνου κυριαρχίας των ΑΠΕ

    Dr Simone Tagliapietra, Senior fellow στο Bruegel. Καθηγητής για τις Πολιτικές για την Ενέργεια και το Κλίμα στο Università Cattolica del Sacro Cuore και στο The Johns Hopkins University – School of Advanced International Studies (SAIS) Europe


    Το φυσικό αέριο ξαναπήρε τα ηνία στο ενεργειακό μίγμα και ταυτόχρονα με την πτώση της θερμοκρασίας έχει ξεκινήσει νέο χειμερινό ράλλι στην τιμή TTF  και ηλεκτρικής ενέργειας που απειλεί να εξαντλήσει οικονομικά τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών, ελλείψει κεντρικής Ευρωπαϊκής πολιτικής. Σήμερα Τετάρτη 30 Νοεμβρίου η τιμή χονδρεμπορικής είναι στα 377 ευρώ/MWh  και το φυσικό αέριο TTFέκλεισε χθες στα 132 ευρώ/MWh.

    Για το που θα φτάσει η τιμή του φυσικού αερίου, προϊδέασε χθες ο εξαγωγικός βραχίονας της ρωσικής Gazprom σημειώνοντας ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 3.000 δολάρια ανά χίλια κυβικά μέτρα (290 ευρώ η MWh), όπως μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Interfax και το Reuters.

    Η ανοδική πορεία των τιμών, ενώ είμαστε ακόμα  στην αρχή του χειμώνα τρομάζει την Ευρώπη και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς  προοιωνίζει ότι θα ανέβει ο λογαριασμός των επιδοτήσεων και του  κόστους της ενεργειακής κρίσης για την Ευρώπη.

    Στο πλαίσιο αυτό η έκτακτη συνάντηση των υπουργών Ενέργειας, στις 13 Δεκεμβρίου, θα γίνει σε ασφυκτικό κλίμα, και το νούμερο του πλαφόν στα 275 ευρώ/MWh που είχε προτείνει η Κομισιόν, μπορεί να μη φαίνεται πια τόσο αστείο… Υπενθυμίζεται ότι οι διαφωνίες που είχαν κατά την πρόσφατη συνάντηση τους ειδικά για το κρίσιμο θέμα του πλαφόν έθεσαν σε αναμονή τη διαμόρφωση και έγκριση του πακέτου συνολικά.

    Πλέον εν μέσω του χειμερινού ράλλι τιμών η πίεση θα είναι μεγάλη για γενναίες αποφάσεις και συμφωνία για ένα νέο συνολικό πακέτο στήριξης πριν από τα Χριστούγεννα, καθώς οι καιρικές συνθήκες αναμένεται να επιδεινωθούν και θα είναι πολύ δύσκολο να συγκρατηθεί η κατανάλωση φυσικού αερίου.

    Σύμφωνα με στοιχεία του think tank Bruegel, οι χώρες της ΕΕ έχουν ξοδέψει μέχρι τώρα 600 δισ. ευρώ για μέτρα στήριξης και ενεργειακές προμήθειες, στα οποία προστίθενται και άλλα 100 δισ. από Βρετανία και Νορβηγία, ενώ Ελλάδα διέθεσε το τέταρτο μεγαλύτερο πακέτο στήριξης των πολιτών της σε σχέση με το ΑΕΠ.Οι δαπάνες αυτές είναι σχεδόν ισοδύναμες με το πρόγραμμα έκδοσης κοινών ομολόγων της ΕΕ, το οποίο ξεκίνησε για να βοηθήσει στην προστασία της οικονομίας της περιοχής από την πανδημία του κορονοϊού. Το Bruegel κάλεσε την ΕΕ να δημιουργήσει ένα ταμείο ενεργειακής κρίσης για να βοηθήσει στην καταπολέμηση της κρίσης.

    “Πλέον εντείνονται οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και αν οι κυβερνήσεις θα δεχθούν νέες πιέσεις να προχωρήσουν σε πιο στοχευμένη στήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, κινδυνεύει με κατακερματισμό η ευρωπαϊκή  αγορά, εάν οι δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες παρέχουν μεγαλύτερη στήριξη στις βιομηχανίες τους σε σχέση με άλλες”,  είπε ο Simone Tagliapietra του Bruegel.

     Στο πλαίσιο αυτό με άρθρο τους στη γαλλική εφημερίδα Le Monde οι τρεις βασικοί οικονομολόγοι του οικονομικού Ινστιτούτου Bruegel, Ταλιαπιέτρα, Ζάχμαν και Ζετελμάγερ, τάχθηκαν υπέρ μιας ταχείας συμφωνίας για τις τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη, μέσω της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ταμείου ενεργειακής κρίσης

    Οι τρεις οικονομολόγοι προκρίνουν τη λύση του ταμείου και όχι της επιβολής ανώτατου ορίου στις τιμές, υποστηρίζοντας ότι η επιβολή πλαφόν θα μπορούσε να βλάψει την ικανότητα της Ευρώπης να αγοράζει φυσικό αέριο στις παγκόσμιες αγορές.
    Προτείνουν η ΕΕ να εγκαταλείψει την ιδέα των ανώτατων ορίων τιμών και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με διαφάνεια, υπό τη μορφή ενός ευρωπαϊκού ταμείου για την προστασία των καταναλωτών από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, ενθαρρύνοντας παράλληλα την εξοικονόμηση ενέργειας και επιταχύνοντας την ανάπτυξη καθαρών λύσεων. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να ενοποιήσει τη ζήτηση φυσικού αερίου σε ένα κοινό σύστημα αγορών για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της δύναμη, όσον αφορά στις εξωτερικές προμήθειες, τονίζουν.

    Ανοδικά και πάλι οι τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας όσο προχωράει ο χειμώνας

    ‘Ηδη, από τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου,  η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος ήταν 319,03 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, αυξημένη 57% σε σχέση με την τιμή της προηγούμενης ημέρας. Ακολούθησε περαιτέρω αύξηση στα 357 ευρώ ανά Μεγαβατώρα για να συνεχίσει ανοδικά στα 377 ευρώ για σήμερα Τετάρτη 30 Νοεμβρίου. Ανάλογη τάση καταγράφεται και στις ευρωπαϊκές αγορές χονδρικής ρεύματος, με τις πολλές εκ των βασικών να προσεγγίζουν τα 400 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.

    Συγκεκριμένα, η τιμή χονδρικής ρεύματος για αύριο στη Γαλλία «έκλεισε» στα 396€/MWh, για την Γερμανία στα 393€/MWh, για το Βέλγιο στα 394€/MWh και για τις γειτονικές Βουλγαρία και Ιταλία στα 382, 24€/MWh και 382,86€/MWh, αντίστοιχα.

    Η πτώση της θερμοκρασίας, έκανε και πάλι το φυσικό αέριο να κυριαρχεί στο ενεργειακό μίγμα, καλύπτοντας το 51.05% της παραγωγής για σήμερα και ακολουθούν οι ΑΠΕ με 21,73%, οι εισαγωγές ρεύματος με 11,05%, οι λιγνιτικές μονάδες με 9,28% και τα υδροηλεκτρικά με 3,49%.

    Ανοδική πορεία έχει και το φυσικό αέριο TTF,  όπου το προθεσμιακό συμβόλαιο φυσικής παράδοσης Δεκεμβρίου 2022 , στα 132 ευρώ ανά μεγαβατώρα, εκκινώντας από 124 ευρώ κατά την έναρξη της σημερινής συνεδρίασης.

    Μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στο δεκάμηνο

    Μέχρι  τώρα οι σχετικά ήπιες καιρικές συνθήκες είχαν βοηθήσει ώστε να κρατηθεί η ζήτηση και κατανάλωση φυσικού αερίου, σχετικά χαμηλά. Έτσι, στο τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου είχε μειωθεί κατά 19% η κατανάλωση φυσικού αερίου σε σχέση με τον μέσο όρο 5ετίας, υπερβαίνοντας κατά 4 μονάδες τον στόχο του -15% που έθεσε η ΕΕ για την περίοδο Αυγούστου 2022-Μαρτίου 2023.

    Ταυτόχρονα είναι ξεκάθαρη πια η πράσινη στροφή της χώρας και τους πρώτους 10 μήνες του 2022 οι ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά ξεπερνούν για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα (ορυκτό αέριο και λιγνίτης), ανατρέποντας την αντίστοιχη εικόνα του Σεπτεμβρίου 2022. Σημειώνεται ότι οι τάσεις αυτές σχετίζονται με την παρατεταμένη καλοκαιρία, ενώ καθώς ο καιρός κρυώνει

    Στο δεκάμηνο όμως, όπως αναφέρει σχετική ανάλυση του Green Tank, επετεύχθη η μείωση στην κατανάλωση φυσικού αερίου για την ηλεκτροπαραγωγή χωρίς να  χρειαστεί να αυξηθεί η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, κάτι που έχει εξαγγείλει το ΥΠΕΝ το καλοκαίρι  βάζοντας μάλιστα στόχο το διπλασιασμό της συμμετοχής του λιγνίτη στο μίγμα. Στο δεκάμηνο αυξήθηκε μόλις 2% η συμμετοχή του λιγνίτη στο 9,1%, ενώ η συμμετοχή του φυσικού αερίου μειώθηκε κατά 11,5% των μεγάλων Η/Υ κατά 17,6% και των εισαγωγών κατά 19,6% Την ίδια περίοδο η συμμετοχή των ΑΠΕ αυξήθηκαν ατά 18,4%.

    Οι ΑΠΕ – χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά – είναι πλέον η πρώτη πηγή παραγωγής ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο, συνεισφέροντας 16688 GWh τους 10 μήνες του έτους, μια αύξηση 18.4% σε σχέση με το 2021 ενώ το μερίδιο των ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά τον Οκτώβριο έφτασε το 57.3%.

    Η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ μείωσε το συνολικό κόστος ενέργειας, και την έκθεση της ΔΕΗ στο λιγνίτη, την οποία θέλει να συγκρατήσει όσο μπορεί τόσο για να κρατήσει τα αποθέματα λιγνίτη υψηλά για το χειμώνα, όσο και να διατηρήσει όσο μπορεί πιο πράσινο το προφίλ της.

    Ειδικά τον μήνα Οκτώβριο, αναφέρει η ανάλυση του Green Tank η κατανάλωση φυσικού αερίου, βρίσκεται σε χαμηλό έτους ενώ είναι χαμηλότερη και σε σχέση με τον ίδιο μήνα των προηγούμενων 5 ετών, κυρίως λόγω της πολύ μεγάλης μείωσης της χρήσης στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής (-41% σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας).
    Πρώτη πηγή αερίου το LNG με μερίδιο 58.9% των φυσικών ροών που εισήγαγε η Ελλάδα το πρώτο 10μηνο του έτους. Στην τρίτη θέση και με μερίδιο μόλις 15.6% οι καθαρές εισαγωγές της χώρας από τη Ρωσίa και στη δεύτερη θέση το αέριο από τον ΤΑΡ (21.8%).

    Ειδικότερα, όπως εντοπίζει σε σχετική ανάλυση του GREEN TANΚ, λόγω της «βουτιάς» του Οκτωβρίου, αθροιστικά στο πρώτο τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου της οκτάμηνης περιόδου μείωσης, η Ελλάδα με συνολική κατανάλωση 11.52 TWh «έπιασε» και ξεπέρασε τον στόχο μείωσης του -15% όχι μόνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι αλλά και σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας (12.09 TWh).

    Σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, η χώρα το τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου 2022 μείωσε τη συνολική κατανάλωση ορυκτού αερίου κατά 33.6% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021, ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο μείωσης που προκύπτει από την εξαίρεση που πήρε η Ελλάδα στη σχετική ευρωπαϊκή συμφωνία. Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι για πρώτη φορά από την έναρξη της περιόδου μείωσης τον Αύγουστο, η Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά επίτευξης του στόχου του -15%, σημειώνοντας αθροιστική ποσοστιαία μείωση κατά 19% σε σχέση με τον μέσο όρο των αντίστοιχων τριμήνων της τελευταίας πενταετίας (2017-2021).

    Επιπλέον, στο πρώτο τρίμηνο της περιόδου μείωσης, όλες οι τελικές χρήσεις παρουσιάζουν σημαντικές μειώσεις συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021. Πρωτοστατεί η βιομηχανία (-69.4%) και ακολουθεί η ηλεκτροπαραγωγή (-30%) και τα δίκτυα διανομής (-16%). Για πρώτη φορά από την έναρξη της περιόδου μείωσης τον Αύγουστο οι τάσεις στις τελικές χρήσεις είναι αντίστοιχες και ως προς τον μέσο όρο πενταετίας, με τη βιομηχανία, την ηλεκτροπαραγωγή και τα δίκτυα διανομής να εμφανίζουν μειώσεις κατά 71.7%, 11.2% και 8.5%, αντίστοιχα.

    ΑΠΕ: Η πρώτη πηγή παραγωγής ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο στο δεκάμηνο

    Αθροιστικά τους πρώτους 10 μήνες του 2022, οι ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά ξεπερνούν για πρώτη φορά τα ορυκτά καύσιμα (ορυκτό αέριο και λιγνίτης), ανατρέποντας την αντίστοιχη εικόνα του Σεπτεμβρίου 2022.
    Οι ΑΠΕ – χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά – είναι πλέον η πρώτη πηγή παραγωγής ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο, συνεισφέροντας 16688 GWh τους 10 μήνες του έτους, μια αύξηση 18.4% σε σχέση με το 2021.
    Αντίθετα, το ορυκτό αέριο έπεσε στη δεύτερη θέση με 15139 GWh, σημειώνοντας 11.5% μείωση σε σχέση με το 2021. Η παραγωγή από λιγνίτη αυξήθηκε μόλις κατά 2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021.
    Συγκεκριμένα τον Οκτώβριο 2022, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε κατά 9% σε σχέση με τον ίδιο μήνα το 2021.Η μηνιαία παραγωγή από ΑΠΕ ήταν η δεύτερη υψηλότερη μετά το ρεκόρ του Ιουλίου 2022, ενώ ορυκτό αέριο και λιγνίτης μειώθηκαν κατά 58% και 23% αντίστοιχα σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των ΑΠΕ μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά τον Οκτώβριο έφτασε το 57.3%.



    ΣΧΟΛΙΑ