Το ΝΒΑ ζει μια πρωτοφανή ανακατάταξη στον χάρτη των ιδιοκτητών του. Από το 2020 σχεδόν το ένα τέταρτο των ομάδων άλλαξε χέρια, ενώ μόνο φέτος οι Σέλτικς, οι Λέικερς και οι Μπλέιζερς ανακοίνωσαν πωλήσεις συνολικής αξίας πάνω από 20 δισ. ευρώ.

Πρόκειται για αριθμούς που καμία προηγούμενη δεκαετία δεν είχε πλησιάσει. Στα ‘90s, όταν ο Ρίτσαρντ ΝτεΒος αγόραζε το Ορλάντο ή ο Γκλεν Τέιλορ τους Τίμπεργουλβς με λιγότερα από 90 εκατ. ευρώ, κανείς δεν φανταζόταν ότι 30  χρόνια μετά οι ίδιοι σύλλογοι θα κοστολογούνταν σε πολλαπλάσια εκατομμύρια. Η εκτίναξη της αξίας ολόκληρης της λίγκας είχε ως αποτέλεσμα οι πωλήσεις να μετατραπούν από σπάνιες στιγμές μιας εποχής σε σχεδόν ετήσιο φαινόμενο.

1

Οι λόγοι ποικίλλουν, αλλά η τάση είναι αδιάψευστη. Η υπόθεση Ρόμπερτ Σάρβερ στους Σανς το 2022  (κατηγορήθηκε για κακοδιαχείριση και τοξικό εργασιακό περιβάλλον και πούλησε άρον άρον την ομάδα) έδειξε πως ένα σκάνδαλο μπορεί να οδηγήσει έναν ιδιοκτήτη έξω από την πόρτα, ενώ η φετινή πώληση των Μπλέιζερς έγινε για να υλοποιηθεί η βούληση του Πολ Άλεν. Αν κοιτάξει όμως κανείς λίγο πιο βαθιά, θα δει πως υπάρχει μια κοινή βάση: το οικονομικό περιβάλλον του ΝΒΑ έχει γίνει τόσο δυνατό που για πολλούς ιδιοκτήτες αυτή είναι η ιδανική στιγμή για έξοδο.

Η γενιά των 60+ που κάνει το μεγάλο ταμείο

Ο Μαρκ Κιούμπαν το περιέγραψε όσο πιο ωμά γίνεται: οι σημερινοί πωλητές ανήκουν σε μια γενιά ανθρώπων που πέρασε τα 60 και αρχίζει να σκέφτεται την επόμενη μέρα — όχι μόνο για την ομάδα αλλά και για την οικογένειά τους. Το παράδειγμά του είναι χαρακτηριστικό. Πούλησε τον έλεγχο των Μάβερικς το 2023, στα 67 του, επισημαίνοντας πως οι περισσότεροι συνομήλικοί του δεν θέλουν να κουβαλούν επ’ άπειρον το βάρος μιας τόσο σύνθετης επιχειρηματικής δομής. Η Τζίνι Μπας είναι 64, ο Γουίκ Γκόϊσμπεκ των Σέλτικς επίσης 64, η Τζόντι Άλεν των Μπλέιζερς στα 66. Αυτοί που τους αντικαθιστούν είναι σαφώς νεότεροι και γεμάτοι επενδυτική όρεξη: ο Μαρκ Λορ και ο Άλεξ Ροντρίγκεζ στη Μινεσότα βρίσκονται στα 50, ο νέος ιδιοκτήτης των Σέλτικς, Μπιλ Τσιζολμ στα 56, ενώ ο Τομ Ντάντον που αναλαμβάνει τους Μπλέιζερς είναι μόλις 54.

Δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση για να καταλάβει κανείς γιατί αυτή η αλλαγή γενιάς ωθεί τις πωλήσεις. Με τις αξίες των ομάδων σε ιστορικό υψηλό και την προοπτική περαιτέρω ανόδου αβέβαιη, πολλοί ιδιοκτήτες θεωρούν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να μετατρέψουν το χαρτί σε ρευστό.

Το παράδειγμα

Ο Μαρκ Κιούμπαν είναι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και επιδραστικούς επιχειρηματίες στις ΗΠΑ — και για περισσότερα από 20 χρόνια ήταν το απόλυτο «πρόσωπο» των Ντάλας Μάβερικς. Γεννημένος το 1958, έγινε δισεκατομμυριούχος στα τέλη των ‘90s χάρη στο Broadcast.com, μια από τις πρώτες μεγάλες πλατφόρμες διαδικτυακού streaming, την οποία πούλησε στη Yahoo! το 1999 έναντι περίπου 5,7 δισ. δολαρίων σε μετοχές. Από εκεί και πέρα, κινήθηκε ως παραδοσιακός επενδυτής, μπαίνοντας σε τεχνολογία, startup, media και αθλητισμό.

Το 2000 αγόρασε τους Μάβερικης Mavericks και τους μετέτρεψε από μια αδιάφορη ομάδα της Δύσης σε πρωταγωνίστρια, φτάνοντας μέχρι το πρωτάθλημα του 2011 απέναντι στους Μαϊάμι Χιτ του ΛεΜπρόν Τζέιμς. Κατά τη διάρκεια της ιδιοκτησίας του έγινε γνωστός για τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, τα πρόστιμα που μάζευε (επάνω από 2 εκατ. δολάρια συνολικά), αλλά και την εμμονή του να επενδύει σε analytics, οργάνωση και κουλτούρα νικητή. Το 2023 πούλησε τον έλεγχο των Μάβερικς στους Άντα Έντελσον και Μίριαμ Αντέλσον — μια από τις πιο ακριβές πωλήσεις στην ιστορία της λίγκας — μένοντας όμως με ποσοστό μειοψηφίας και όρο ότι θα συνεχίσει να έχει λόγο στη λειτουργία της ομάδας.

Από μπάσκετ σε real estate

Ο Κιούμπαν επανέλαβε πολλές φορές ότι το μοντέλο του ΝΒΑ έχει αλλάξει. Οι ομάδες δεν μπορούν πλέον να ζουν αποκλειστικά από το αγωνιστικό προϊόν. Πρέπει να γίνουν real estate εταιρείες, να μεταμορφώσουν τις περιοχές γύρω από τις αρένες σε ολόκληρα αστικά οικοσυστήματα που αποφέρουν σταθερά έσοδα. Αν δεν το κάνουν μόνες τους, θα πρέπει να φέρουν μέσα επενδυτικά funds. Το ΝΒΑ σε αυτό το μέτωπο έδωσε το μεγάλο πράσινο φως.

Από το 2021, τα private equity funds έχουν το δικαίωμα να αποκτούν μειοψηφικά ποσοστά. Οι κανόνες παραμένουν αυστηροί: κανένα fund δεν μπορεί να έχει λόγο στη διοίκηση ομάδας και το συνολικό ιδιωτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να ξεπερνά το 30%. Παρόλα αυτά, η είσοδος ήταν εκκωφαντική. Η Sixth Street συμμετέχει στην αγορά των Σέλτικς και έχει επίσης ποσοστό στους Σπερς. Η Dyal έχει τοποθετηθεί σε Χοκς και Τίμπεργουλβς. Η Arctos έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε Γουόριορς, Κινγκς και Τζαζ. Το ΝΒΑ άνοιξε την πόρτα, και οι μεγάλοι επενδυτές την έσπασαν για να μπουν.

Ο Τριπ Κρουζ της Mercer Capital εκτιμά πως η θεσμοθέτηση της παρουσίας των PE funds ήταν ένας από τους βασικούς λόγους της έκρηξης των πωλήσεων. Δίνει στους παραδοσιακούς ιδιοκτήτες μια ρευστότητα που παλιότερα δεν υπήρχε και κάνει τα franchises πιο ελκυστικά από ποτέ ως περιουσιακά στοιχεία.

Η βόμβα των 77 δισ. δολαρίων που άλλαξε τα πάντα

Οι νέες τηλεοπτικές συμφωνίες με ESPN, NBC και Amazon ανέβασαν την αξία της λίγκας σε άλλο επίπεδο. Το πακέτο των 77 δισ. δολαρίων – περίπου 72 δισ. ευρώ – είναι το μεγαλύτερο στην ιστορία του ΝΒΑ και εξασφαλίζει σταθερές ροές εσόδων για χρόνια. Η αύξηση κατά 220% από την προηγούμενη συμφωνία είναι τέτοια που σχεδόν αυτομάτως ανεβάζει την τιμή κάθε ομάδας. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ποιος ιδιοκτήτης άνω των 60 θα περίμενε το επόμενο deal όταν το τωρινό μοιάζει με jackpot;

Το ΝΒΑ, επιπλέον, απολαμβάνει μια πρωτοφανή εργασιακή σταθερότητα — κάτι που το διαχωρίζει από MLB και NFL — γεγονός που το καθιστά ακόμα πιο ελκυστικό για μακροπρόθεσμους επενδυτές.

Όλα δείχνουν πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι ένα τυχαίο κύμα πωλήσεων αλλά η αρχή μιας συνεχόμενης τάσης. Η άνοδος των αποτιμήσεων, η απελευθέρωση του θεσμικού κεφαλαίου, τα mega-deals τηλεοπτικών δικαιωμάτων και η γενιά των ιδιοκτητών που ωριμάζει δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου το «πούλημα» δεν είναι ήττα αλλά ευκαιρία…